θέρος

From LSJ
Revision as of 14:10, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέρος Medium diacritics: θέρος Low diacritics: θέρος Capitals: ΘΕΡΟΣ
Transliteration A: théros Transliteration B: theros Transliteration C: theros Beta Code: qe/ros

English (LSJ)

εος, τό, (θέρω) A summer, χείματος οὐδὲ θέρευς Od.7.118; οὔτ' ἐν θέρει οὔτ' ἐν ὀπώρῃ 12.76; ἐν θέρει, opp. ἐνψύχει, S.Ph.18; θέρεϊ or θέρει, Il.22.151, Hes.Op.640; τὸ θέρος during the summer, Hdt.1.202; τοῦ θέρεος in the course of summer, Id.2.24; τοῦ θέρους Ar.Fr.463; θέρεος or θέρους (without the Art.), Hes.Op.462, Pl.Phdr.276b, al.; τοῦ παρεστῶτος θέρους S.Ph.1340; τοῦ θέρους εὐθὺς ἀρχομένου Th.2.47; κατὰ θέρους ἀκμήν X.HG5.3.19; θέρους μεσοῦντος about midsummer, Luc.Hist.Conscr.1; especially in Th., campaigning season, ἅμα ἦρι τοῦ ἐπιγιγνομένου θέρους 4.117, cf. 2.31, 6.8; τοσαῦτα μὲν ἐν τῷ θ. ἐγένετο 2.68. II summer fruits, harvest, crop, θ. ἀλλότριον ἀμᾶν Ar.Eq.392, cf. D.53.21, AP11.365.3 (Agath.): pl., θέρη = crops, PFlor.150.5 (iii A.D.); θέρη σταχύων the ripe ears, Plu.Fab.2: metaph., πάγκλαυτον ἐξαμᾷ θέρος A.Pers. 822, cf. Ag.1655; τὸ γηγενὲς δράκοντος… θ. E.Ba.1026; of a horse's mane, v. θερίζω 1.3; of a youth's beard, Call.Del.298, AP10.19 (Apollonid.); also τέμνεται τὸ ἱερὸν καὶ ἀπόρρητον θέρος τοῦ θεοῦ Τάλλου Jul.Or.5.168d. III Astron., τὸ μέγα θέρος, ὅταν πάντες οἱ πλάνητες ἐν θερινῷ ζῳδίῳ γένωνται Olymp.in Mete.111.30. IV metaph., in an epitaph for a year of life, Supp.Epigr.2.874.4 (Egypt).

German (Pape)

[Seite 1202] ους, τό, Sommer, Sommerzeit; Il. 22, 151 u. öfter; χείματος οὐδὲ θέρευς Od. 7, 118; οὔτ' ἐν θέρει, οὔτ' ἐν ὀπώρῃ 12, 76; Hes. O. 582; νότιον Pind. frg. 54; Folgde; τοὺς φέροντας χεῖμα καὶ θέρος βροτοῖς Aesch. Ag. 5; χειμῶνες ἐκχωροῦσιν εὐκάρπῳ θέρει Soph. Ai. 656; Sommerhitze, ἐν θέρει, Gegensatz ἐν ψύχει, Phil. 18; Thuc. oft, u. sonst in Prosa. – Auch = die E rn te, ὅθεν πάγκλαυτον ἐξαμᾷ θέρος Aesch. Pers. 808, wie Ag. 1640; τὸ γηγενὲς δράκοντος ὄφεος θέρος Eur. Bacch. 1025; sp. D., Agath. 71 (XI, 365); übertr., θέρος τὸ πρῶτον ἰούλων Callim. Del. 298; – auch in Prosa, ὁπότε θέρος μισθοῖντο ἐκθερίσαι Dem. 53, 21; vgl. B. A. 265; σταχύων Plut. Fab. 2; Strab. VI, 264.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. saison de la chaleur, été ; τοῦ θέρεος HDT, θέρους PLAT, θέρευς dor. et épq. OD, θέρεϊ ou θέρει IL, ἐν θέρει ATT l'été, pendant l'été, en été ; τοῦ θέρους εὐθὺς ἀρχομένου THC dès le commencement de l'été ; θέρους μεσοῦντος LUC au milieu de l'été ; κατὰ θέρους ἀκμήν XÉN au fort de l'été;
II. saison de la récolte, d'où
1 moisson ; fig. πάγκλαυτον θέρος ESCHL moisson de larmes;
2 p. ext. fruits mûrs pour la moisson;
III. en gén. belle saison, particul. favorable aux opérations de guerre : ἅμα ἦρι τοῦ ἐπιγιγνομένου θέρους THC au printemps de l'année suivante.
Étymologie: R. Θερ, être chaud ; cf. θέρομαι.

Russian (Dvoretsky)

θέρος: εος τό
1 лето: (ἐν) θέρει и θέρεϊ или θέρευς Hom., τὸ θ. Her., τοῦ θέρεος и τοῦ θέρους Her., Arst., ἐν (τῷ) θέρει Thuc., Plat., θέρους Plat. летом, в течение лета; τοῦ θέρους εὐθὺς ἀρχομένου Thuc. тут же с наступлением лета; τοῦ παρεστῶτος θέρους Soph. в это лето, текущим летом; χατὰ θέρους ἀκμήν Xen. в разгар лета; θέρους μεσοῦντος Luc. в середине лета;
2 урожай, жатва: θέρη σταχύων и θέρη χρυσᾶ Plut. созревшие колосья; τὸ γηγενὲς δράκοντος θ. Eur. выросшая из земли драконья жатва (о посеянных Кадмом драконьих зубах), т. е. потомки Кадма; ἀλλότριον ἀμᾶν θ. погов. Arph. убирать чужую жатву, пожинать плоды чужих трудов; πάγκλαυτον ἐξαμᾶν θ. Aesch. пожать обильную жатву слез, хлебнуть вдоволь горя;
3 волосы, грива (sc. πώλου Soph.): παρειάων πρῶτον θ. Anth. первый пушок на щеках.

Greek (Liddell-Scott)

θέρος: τό, (θέρω) «καλοκαῖρι», χείματος οὐδὲ θέρευς Ὀδ. Η. 118· οὔτ’ ἐν θέρει οὔτ’ ἐν ὀπώρῃ Μ. 76· ἐν θέρει, ἐν καιρῷ θέρους, αὐτόθι· ἀντίθετον τῷ ἐν ψύχει, Σοφ. Φ. 18· θέρεϊ ἢ θέρει Ἰλ. Χ. 151, Ἡσ.· ἐν τῷ θέρει Θουκ., κτλ.· τὸ θέρος, κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ θέρους, Ἡρόδ. 1. 202· τοῦ θέρεος, διαρκοῦντος τοῦ θέρους, ὁ αὐτ. 2. 24· Ἀττ. τοῦ θέρους Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 76, κτλ.· θέρους (ἄνευ τοῦ ἄρθρ.) Πλάτ. ἐν Φαίδρ. 276B, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, τοῦ παρεστῶτος θέρους Σοφ. Φ. 1340· τοῦ θ. εὐθὺς ἀρχομένου Θουκ. 2. 47· κατὰ θέρους ἀκμὴν Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 19· θέρους μεσοῦντος, κατὰ τὸ μέσον τοῦ θέρους, Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 1· παρὰ Θουκ. τὸ θέρος περιελάμβανε καὶ τὸ ἔαρ καὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ φθινοπώρου, ἐπειδὴ ἐσήμαινε τὴν ἐποχὴν τῶν ἀγροτικῶν ἐργασιῶν, ἅμα ἦρι τοῦ ἐπιγιγνομένου θέρους 4. 117, πρβλ. 6. 8., 8. 61., 4. 1 πρὸς τὰ 4. 21., 2. 31. ΙΙ. θερινοὶ καρποί, θερισμός, συγκομιδή, θ. ἀλλότριον ἀμᾶν Ἀριστοφ. Ἱππ. 392, πρβλ. Δημ. 1253. 15, Ἀνθ., κτλ.· θέρη σταχύων, οἱ ὥριμοι στάχυες, Πλούτ. Φαβ. 2· - μεταφ., πάγκλαυτον ἐξαμᾶν θέρος Αἰσχύλ. Πέρσ. 822, πρβλ. Ἀγ. 1655· τὸ γηγενὲς δράκοντος... θ. Εὐρ. Βάκχ. 1027· ἐπὶ τῆς χαίτης ἵππου, ἴδε θερίζω Ι. 3· ἐπὶ τοῦ πώγωνος νεανίου, Καλλ. εἰς Δῆλ. 298, Ἀνθ. Π. 10. 19.

English (Autenrieth)

ευς: warm season, summer (opp. ὀπώρη, late summer), Od. 12.76.

English (Slater)

θέρος summerνότιον θέρος ὕδατι ζακότῳ ῥέον (Pae. 9.17)

English (Strong)

from a primary thero (to heat); properly, heat, i.e. summer: summer.

English (Thayer)

θέρους, τό (θέρω to heat), summer: Homer down; Hebrew קַיִץ, Genesis 8:22.)

Greek Monolingual

(I)
ο
1. ο θερισμός
2. η εποχή του θερισμού
3. παροιμ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» — λέγεται για κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, το με μεταβολή γένους].
(II)
το (ΑΜ θέρος)
μια από τις τέσσερεις εποχές του χρόνου, η πιο ζεστή από όλες, το καλοκαίρι («ἅμα ἧρι τοῦ επιγενομένου θέρους», Θουκ.)
νεοελλ.-μσν.
η περίοδος του θερισμού
μσν.
ο θερισμός
μσν.-αρχ.
οι θερινοί καρποί, η συγκομιδή, η σοδειά
αρχ.·1. χρονική περίοδος κατά την οποία όλοι οι πλανήτες βρίσκονται στο θερινό ζώδιο
2. ένα έτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θέρος (ομόρριζο του θερμός, θέρομαι) συνδέεται με αρχ. ινδ. haras- «θερμότητα», αρμ. jer και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα gwher- «θερμός, ζεστός». Αρχικά σε πολλές ΙΕ γλώσσες δεν υπήρχαν διαφορετικές λέξεις για την άνοιξη και το καλοκαίρι, γιατί η παλαιότερη διάκριση ήταν μεταξύ δύο μόνον εποχών: χειμώνας και μη χειμώνας. Αρκετές λέξεις της ΙΕ με σημ. «καλοκαίρι» συνδέονται ετυμολογικά με λέξεις όπως θερμός, καυτός (πρβλ. θέρος, θερμός). Η σημ. θέρος
«καλοκαίρι» αποτελεί νεωτερισμό της Ελληνικής και προήλθε από τη σημ. «καλοκαιρινή θερμότητα». Η λ. καλοκαίρι(ον) άρχισε να χρησιμοποιείται στους βυζαντινούς χρόνους και βαθμιαία αντικατέστησε τη λ. θέρος. Τέλος, με τη σημ. «θερισμός» η λ. θέρος μπορεί να θεωρηθεί μεταρρηματικό του θερίζω.
ΠΑΡ. θέρετρο(ν), θεριακός, θερίζω, θερινός
αρχ.
θερίδιον, θερόεις.
ΣΥΝΘ. αρχ. θερίτροπος, μσν.-νεοελλ. θεροκοπώ].

Greek Monotonic

θέρος: τό, Ιων. γεν. θέρευς (θέρω),
I. καλοκαίρι, η χρονική περίοδος του καλοκαιριού· χείματος οὐδὲ θέρευς, το χειμώνα και όχι το καλοκαίρι, σε Ομήρ. Οδ.· οὔτ' ἐν θέρει οὔτ' ἐν ὀπώρῃ, στο ίδ.· τὸ θέρος, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, σε Ηρόδ.· θέρους μεσοῦντος, γύρω στα μέσα του καλοκαιριού, σε Λουκ.
II. οι καρποί του καλοκαιριού, σοδειά, θερισμός, σε Αισχύλ., Αριστοφ., κ.λπ.· μεταφ., δράκοντος θ., σε Ευρ.

Middle Liddell

θέρω
I. summer, summertime, χείματος οὐδὲ θέρευς in winter nor in summer, Od.; οὔτ' ἐν θέρει οὔτ' ἐν ὀπώρῃ Od.; τὸ θέρος during the summer, Hdt.; θέρους μεσοῦντος about mid summer, Luc.
II. summer-fruits, harvest, a crop, Aesch., Ar., etc.; metaph., δράκοντος θ. Eur.

Chinese

原文音譯:qšroj 帖羅士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:溫暖
字義溯源:熱,夏,夏天;源自(θέρος)X*=加熱)。參讀 (θέρμη)同源字
出現次數:總共(3);太(1);可(1);路(1)
譯字彙編
1) 夏天(3) 太24:32; 可13:28; 路21:30

English (Woodhouse)

crop, harvest

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=καλοκαίρι). Ἀπό τό θέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.