ἀκάμας
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
[ᾰκᾰ], αντος, ὁ, (κάμνω) untiring, ἠέλιος, Σπερχειός, etc., Il.18.239, 16.176, al. (not in Od.); ἵπποι Pi.O.1.87; Νότος, Βορέας S.Tr.112 (lyr.); χρόνος Critias 18; πόνοι unceasing, Arist.Fr.675; νόος Them.Or.6.79c.
Spanish (DGE)
-αντος
• Prosodia: [-κᾰ-]
1 infatigable, incansable Ἠέλιος Il.18.239, 484, Hes.Th.956, Σπερχειός Il.16.176, cf. 823, ἵπποι Pi.O.1.87, πόντος Pi.N.6.39, Νότος ἢ Βορέας S.Tr.112, ἀ. τε χρόνος ... τίκτων αὐτὸς ἑαυτόν Critias Fr.Trag.3.1, νόος Them.Or.6.79c, στρατός Nonn.D.17.278.
2 incesante πόνοι Arist.Fr.675.
3 otro n. del número diez, Theol.Ar.59.
French (Bailly abrégé)
αντος (ὁ, ἡ)
infatigable.
Étymologie: ἀ, ἔκαμον, de κάμνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκάμᾱς: αντος (κᾰ) adj. неутомимый, неугомонный (Σπερχειός, ἠέλιος Hom.; ἵπποι, πόντος Pind.; Νότος, Βορέας Soph.; χρόνος Eur.; πόνοι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκάμας: [ᾰκᾰ], αντος, ὁ, (κάμνω) ἀκαταπόνητος, μὴ ἀναπαυόμενος, ἠέλιος, Σπερχειός, κτλ., Ἰλ. Σ. 239., Π. 176, καὶ ἀλλ. (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.), ἵπποι, Πινδ. Ο. 1. 140· Νότος, Βορέας, Σοφ. Τρ. 112 (λυρ.)· χρόνος, Εὐρ. Ἀποσπ. 597· ἀκ. πόνοι, ἀκατάπαυστοι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 596.
English (Slater)
ᾰκᾰμας unwearying πτεροῖσίν τἀκάμαντας ἵππους (O. 1.87) πόντου τε γέφυρ' ἀκάμαντος (N. 6.39) μ]ιμν' ἀκαμ[ Δ. 4f. 9.
Greek Monolingual
ἀκάμας (-αντος), ο (Α)
1. ακούραστος, ακαταπόνητος
«Ἠέλιον δ' ἀκάμαντα» (Ομ. Σ 239)
2. ακατάπαυστος, ασταμάτητος, διαρκής
«ἀκάμαντες πόνοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -κάμα-ς, -αντος < κάμνω
η λ. ἀκάμᾱς χρησιμοποιήθηκε νωρίς, ήδη στον Όμηρο, για να δηλώσει «τον ακαταπόνητο, τον ακούραστο», πράγμα που συνεχίστηκε στον Πίνδαρο και στη μεταγενέστερη πεζογραφία. Συνώνυμα (και ομόρριζα) του ἀκάμας υπήρξαν τα ἀκμής -ῆττος και ἄκμητος καθώς και το σύνθ. ἀκάματος (από το ουσ. κάματος) που χρησιμοποιήθηκαν ευρύτερα. Από αυτά ο τ. ἀκάμας υπήρξε ιδιαίτερα προσφιλής στον Πίνδαρο, που έπλασε μ’ αυτό ως α' συνθ. μια σειρά από σύνθετα με τη σημ. του «ακούραστος» (ἀκαμαντολόγχας, ἀκαμαντομάχας, ἀκαμαντόπους, ἀκαμαντοχάρμας
πρβλ. και ἀκαμαντορόας, «αυτός που ρέει αδιάκοπα» στον Βακχυλίδη), ενώ ο παράλλ. σχηματισμός -κμητος χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα ως β' συνθ. μιας σειράς διαφόρων σημασιών συνθετών (πρβλ. ἄκμητος, πολύκμητος, ἀνδρόκμητος, δουρί-κμητος, πυρί-κμητος)].
Greek Monotonic
ἀκάμας: [ᾰκᾰ], -αντος, ὁ (κάμνω), ακούραστος, ακάματος, ακαταπόνητος, αυτός που δεν αναπαύεται, δεν ξεκουράζεται, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
Middle Liddell
κάμνω
untiring, unresting, Il., etc.
German (Pape)
αντος, unermüdlich, Hom. viermal, Il. 16.176 Σπερχειῷ ἀκάμαντι, 823 σῦν ἀκάμαντα, 18.239, 484 ἠέλιον ἀκάμαντα; – Pind. πόντος N. 6.40, ἵπποι Ol. 1.87; Soph. Νότος Tr. 112.