ἄντην
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
Ep. Adv., (ἀντί) A against, over against, οὔ μιν ἔγωγε φεύξομαι . . ἀλλὰ μάλ' ἄ. στήσομαι I will confront him, Il.18.307, cf. 11.590; ὁμοιωθήμεναι ἄ. match himself openly against me, 1.187, Od.3.120; so πειρηθήμεναι ἄ. 8.213; more rarely with Verbs of motion, μηδ' ἔα ἄ. ἔρχεσθαι straightforwards, opp. πάλιν τρέπε, 11.8.399; also ἄ. βαλλομένων in front, 12.152; οὐδέ τις ἔτλη ἄ. εἰσιδέειν look him in the face, 19.15, cf.24.223; ἄ. λοέσσομαι will bathe before all, openly, Od.6.221, cf.8.158; ἀγαπαζέμεν ἄ. greet in the face of all, Il.24.464; νείκεσέτ' ἄ. 10.158; ὅς μ, ei)/reai a)/. 15.247:- -θεῷ ἐναλίγκιος ἄ. like a god in presence, Od.2.5,4.310; χελιδόνι εἰκέλη ἄ. 22.240; cf. ἄντα. II as preposition c. gen., only in late Ep., as Nic.Th.474, Opp.C.3.210.
Spanish (DGE)
I adv.
1 c. adj. de semejanza de aspecto θεῷ ἐναλίγκιος ἄ. de aspecto semejante a un dios, Od.2.5, 4.310, χελιδόνι εἰκέλη ἄ. Od.22.240.
2 c. verb. de mov. y asimilados de cara, de frente, cara a cara οὔ μιν ἔγωγε φεύξομαι ... ἀλλὰ μάλ' ἄ. στήσομαι Il.18.307, ἄ. ἵστασθε Il.11.590, μηδ' ἔα ἄ. ἔρχεσθαι y no permitas que lleguen ante mí, Il.8.399, ἄ. βαλλομένων recibiendo los golpes de frente, Il.12.152, ὁμοιωθήμεναι ἄ. igualarse, competir abiertamente, Il.1.187, Od.3.120, πειρηθήμεναι ἄ. Od.8.213, ἄ. ἰδέειν Call.Dian.63, ἄ. ὄψεαι Nonn.D.40.12, ἐσέδρακον ἄ. la he visto ante mí, Il.24.223, οὐδέ τις ἔτλη ἄ. εἰσιδέειν Il.19.15
•fig. a la vista, abiertamente ἄ. ... λοέσσομαι Od.6.221, νείκεσε Od.8.158, θεὸν ὧδε βροτοὺς ἀγαπαζέμεν ἄ. Il.24.464.
II prep. de gen. frente a ἄ. μαινομένου Nic.Th.474, μητέρος ἄ. Opp.C.3.210.
German (Pape)
[Seite 248] (ἀντί), gegenüber, ἄντην στήσομαι, ich werde gegenüber Stand halten, im Gegensatz von φεύξομαι, Il. 18, 307, wie 11, 590; ἄντην ἔρχεσθαι, gerad entgegengehen, im Gegensatz von πάλιν τρέπεσθαι, 8, 399; ἄντην εἰσιδεῖν, gerad ins Gesicht sehen, 19, 15; dah. vorn, βαλλόμενοι 12, 152; ἄντην λοέσσομαι, sich vor Anderer Augen baden, Od. 6, 221; ἄντην ἀγαπάζειν, sichtbar, unverhohlen lieben, Il. 24, 464. In den Ausdrücken εἴκελος ἄντην, ἐναλίγκιος ἄντην, ὁμοιωθήμεναι ἄντην verstärkt es den Begriff der Aehnlichkeit, eigtl. dagegen gehalten, d. i. bei genauer Vergleichung ähnlich. – Opp. Cyn. 3, 210 verbindet auch μητέρος ἄντην, im Angesicht der Mutter.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en face : τινι ἐναλίγκιος ἄντην OD ou εἴκελος ἄντην OD semblable, à le voir en face, à qqn ; ἄντην στήσομαι IL je (lui) tiendrai tête;
2 en face de tous, publiquement, ouvertement : ἄντην λοέσσομαι OD je me baignerai sous les yeux de tous ; νεικεῖν ἄντην IL faire des reproches publics.
Étymologie: ἄντα.
Russian (Dvoretsky)
ἄντην: adv.
1 лицом к лицу, прямо, в упор (εἰσιδέειν Hom.);
2 прямо вперед, напрямик (ἔρχεσθαι Hom.);
3 грудь с грудью, в открытом бою (στήμεναι Hom.);
4 на глазах у всех, открыто (ποιεῖν τι Hom.);
5 по внешности, на вид, видом (ἐναλίγκιος или εἴκελός τινι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄντην: (ἀντί): Ἐπ. ἐπίρρ., ἐναντίον, ἀπέναντι, ἀντικρύ, οὔ μιν ἐγώ γε φεύξομαι..., ἀλλὰ μάλ’ ἄντην στήσομαι, θὰ σταθῶ ὁλωσδιόλου ἐμπρός του, «θὰ τὸν ἀντισταθῶ», θὰ τὸν ἀντικρούσω, Ἰλ. Σ. 307, πρβλ. Λ. 590· ὁμοιωθῆναι ἄντην, νὰ παραστήσῃ ἐαυτὸν αὐτόχρημα ὅμοιον μὲ ἐμέ, Α. 187, Ὀδ. Γ. 120· οὕτω, πειρηθήμεναι ἄντην, κατὰ πρόσωπον, ἐκ τοῦ πλησίον, Θ. 213· σπανιώτερον μετὰ ῥημάτων κινήσεως, ἄντην ἔρχεσθαι, ἐπέρχεσθαι κατ’ εὐθεῖαν ἐναντίον τινός, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ πάλιν τρέπεσθαι Ἰλ. Θ. 399· ὡσαύτως, ἄντην βαλλομένων, κατὰ μέτωπον, κατὰ πρόσωπον, οὐδέ τις ἔτλη ἄντην εἰσιδέειν, νὰ ἴδῃ αὐτὸν κατὰ πρόσωπον, Τ. 15, πρβλ. Ω. 223· ἄντην... λοέσσομαι, θὰ λουσθῶ ἐνώπιον πάντων, φανερῶς, Ὀδ. Ζ. 221, πρβλ. Θ. 158· ἀγαπαζέμεν ἄντην, ἀγαπᾶν φανερῶς, ἐνώπιον πάντων, Ἰλ. Ω. 464· νείκεσέ τ’ ἄντην Κ. 158· ὅς μ’ εἴρεαι ἄντην; Ο. 247: -θεῷ ἐναλίγκιος ἄντην, ὅμοιος πρὸς θεὸν κατὰ τὸ παράστημα, Ὀδ. Β. 5, Δ. 310· χελιδόνι εἰκέλη ἄντην, ἄντικρυς ὁμοία χελιδόνι, Χ. 240· πρβλ. ἄντα. ΙΙ. ὡς πρόθ. μετὰ γεν. μόνον παρὰ μεταγ. Ἐπικοῖς, ὡς π.χ. παρ’ Ὀππ. Κ. 3. 210, Νικ. Θ. 474.
English (Autenrieth)
(ἄντα): opposite, in front, in or to the face; ἄντην ἵστασθε (opp. φεύγειν), Il. 11.590 ; ἄντην βαλλομένων, Il. 12.152; ‘in view,’ Od. 6.221; with ἐναλίγκιος, εἰκέλη, the effect of ἄντην is largely that of emphasis, Od. 2.5, Od. 22.240; so with ὁμοιωθήμεναι, Il. 1.187; ‘openly,’ ἀγαπαζέμεν ἄντην, Il. 24.464.
Greek Monolingual
ἄντην επίρρ. (Α)
1. απέναντι, αντίκρυ, ενώπιον
2. κατά πρόσωπο, εκ του πλησίον
3. κατά μέτωπο, κατευθείαν
4. φανερά, απροκάλυπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρηματική αιτ. από θ. αντ-, πιθ. αναλογικά προς τα δην, πλην κ.τ.ό.].
Greek Monotonic
ἄντην: (ἀντί), επίρρ., αντίθετα, απέναντι, εναντίον, αντίκρυ, ἄντην στήσομαι, θα τον αντιμετωπίσω, σε Ομήρ. Ιλ.· ὁμοιωθήμεναι ἄντην, να εξομοιώσει τον εαυτό του με εμένα, σε Όμηρ.· ἄντην ἔρχεσθαι, πηγαίνω όλο ευθεία, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄντην βάλλεσθαι, πλήττομαι από μπροστά, στο ίδ.· ἄντην εἰσιδέειν, τον κοιτώ στο πρόσωπο, στο ίδ.· ἄντην λοέσσομαι, λούζεται μπροστά σε όλους, σε Ομήρ. Οδ.· θεῷἐναλίγκιος ἄντην, όμοιος με θεό στο παράστημα, στο ίδ.
Middle Liddell
ἀντί
against, over against, ἄντην στήσομαι I will confront him, Il.; ὁμοιωθήμεναι ἄντην to match himself against me, Hom.; ἄντην ἔρχεσθαι to go straight forwards, Il.; ἄντην βάλλεσθαι to be struck in front, Il.; ἄντην εἰσιδέειν to look him in the face, Il.; ἄντην λόεσθαι to bathe before all, Od.; θεῶι ἐναλίγκιος ἄντην like a god in presence, Od.