ἀναιδής
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
ἀναιδές, (αἰδώς)
A shameless, of Agamemnon, ὦ μέγ' ἀναιδές Il. 1.158; of Penelope's suitors, Od.1.254, al.; ὦ θρέμμ' ἀναιδές S.El. 622.
2 c. gen., Κυδοιμὸν ἀναιδέα δηϊοτῆτος ruthless in havoc, Il.5.593.
II of things, as, in Od.11.598, the stone of Sisyphus is called λᾶας ἀναιδής the reckless, ruthless stone, cf. Il.4.521, 13.139; πότμος ἀναιδής Pi.O.10(11).105; ἐλπὶς ἀναιδής greedy, Id.N.11.45; ἃ πέπονθ' ἀναιδῆ the shame that I have suffered, S.OC516; λόγοι τῶν ἀναιδῶν ἀναιδέστεροι Ar.Eq.385: τὸ ἀναιδές = ἀναίδεια, βλέφαρα πρὸς τἀνειδὲς ἀγαγών E.IA379; ἔνθα τἀνειδὲς κρατεῖ Diph.111b; εἰς ἀναιδὲς . . δός μοι σεαυτόν S.Ph.83; ἐπὶ τὸ ἀναιδέστερον τραπέσθαι Hdt.7.39.
III Adv. ἀναιδῶς S.OT354, E.Alc.694, Ar.Th.525, etc.: Sup. ἀναιδέστατα Heraclit.15.
Spanish (DGE)
-ές
I esp. de pers.
1 irrespetuoso, irreverente, desvergonzado para c. la realeza, de los pretendientes de Penélope Od.1.254, 13.376, 20.29, cf. ἐς τὸ ἀναιδέστερον ἐτράπευ cometiste la mayor falta de respeto Hdt.7.39, para c. los padres ὦ θρέμμ' ἀναιδές S.El.622, para c. los ancianos ὅπου ἀναισχυντοῦσι γέροντες, ἀνάγκη καὶ νέους ἐνταῦθα εἶναι ἀναιδεστάτους Pl.Lg.729c, para c. la divinidad ἀ. ὀφθαλμός mirada irreverente LXX 1Re.2.29
•subst. τἀναιδές E.IA 379.
2 desvergonzado, sinvergüenza, descarado, sin escrúpulos de Agamenón ὦ μέγ' ἀναιδές Il.1.158, οὐκ ἀναιδὲς δοκεῖ μὴ εἰδότας ἐπιστήμην ἀποφαίνεσθαι τὸ ἐπίστασθαι οἷόν ἐστιν; ¿no es un descaro no sabiendo lo que es «saber» proclamar lo que es la ciencia? Pl.Tht.196d, ἀναιδὲς καὶ θρασὺ βλέπειν Cratin.341D, ὁ ἀτενὴς ὀφθαλμός Arist.HA 492a12
•λόγοι Ar.Eq.385, γνώμη D.21.91
•op. ἀνδρεῖος descarado D.8.68
•subst. εἰς ἀναιδὲς ... δός μοι σεαυτόν séme falto de escrúpulos S.Ph.83, cf. Diph.111b
•en rel. con la conducta sexual desvergonzado, impúdico γυνή D.C.76.3.1, πρόσωπον LXX Pr.7.13
•de los himnos fálicos ἀναιδέστατα εἴργαστ' ἄν Heraclit.B 15, γέγον' ἔργ' ἀναιδῆ de la historia de Edipo, S.OC 516
•en rel. c. la antropofagia ἐξ ἀναιδοῦς φάρυγος ὠθήσει κρέα del cíclope antropófago, E.Cyc.592 (pero quizá tb. en el sent. II 1).
II de fuerzas irracionales, animales fabulosos y n. abstr.
1 que rompe todas las barreras, irrefrenable, despiadado, atroz de peñas que caen Il.4.521, 13.139, Od.11.598, de Cerbero, Hes.Th.312, οὐδ' ὧδ' ἀναιδὴς οὐδεμία πόρδαλις ninguna pantera es tan indomable (como una mujer), Ar.Lys.1015 cf. 369, λέοντος ἀναιδέα θυμὸν ἔχοντος Hes.Th.833, de fieras y monstruos ὀδόντας Theoc.24.24, ὄσσε A.R.2.407, cf. Call.Fr.186.29, 368.1, ἄκανθαι Ach.Tat.4.19.3, σύες Nonn.D.11.346
•del mar sin sentimientos, implacable, IG 4.358 (Corinto), Κυδοιμός Il.5.593, θάνατος Thgn.207, Pi.O.10.105.
2 desenfrenado, desatado, abusivo ἐλπίς Pi.N.11.45, ἀναιδέσι φαρμάκοις con colores exagerados, chillones de una pintura, Plu.2.64a.
III adv. ἀναιδῶς, jón. ἀναιδέως Call.Fr.194.100
1 irrespetuosa o irreverentemente para c. un rey, S.OT 354, c. un dios ἐάν τις αὐτὸν ἀ. ἐγχείρῃ θεάσασθαι X.Mem.4.3.14.
2 desvergonzadamente contra toda norma social o moral ἀ. διεμάχου τὸ μὴ θανεῖν E.Alc.694
•poco escrupulosamente χρηματίζεσθαι Pl.R.556b, εἴρησθον τὼ λόγω Pl.Phdr.243c
•imprudentemente ἐροῦμεν ἀλλήλας ἄνολβ' ἀναιδέως Call.l.c.
German (Pape)
[Seite 189] ές (αἰδώς), unverschämt, dreist, rücksichtslos, vom Bettler, Od. 17, 449, u. öfter von den Freiern; vgl. Il. 1, 158; κυδοιμός, das niemand verschonende Schlachtgetümmel, 5, 593; λᾶας Od. 11, 598, der Stein des Sisyphus, der die Qualen des ihn immer aufs neue den Berg hinauf Wälzenden nicht achtet; vgl. Il. 4, 521. 13, 139; πότμος ἀναιδής, Pind. Ol. 11, 110. Andere erkl. gewaltig, unbändig, σκληρός, βίαιος, vgl. χεῦμα Bianor. 5 (IX, 278); ὀδόντες Theocr. 24, 24. Sonst vielfach bei Tragg. u. in Prosa, gew. von Personen. Gegensatz αἰδούμενος, Xen. Cyr. 8, 1, 13; θρασύτατος καὶ ἀναιδέστατος, Hell. 2, 3, 22; doch auch von Sachen, ἀναιδέστατος λόγος Is. 1, 27; φάρμακα, in der Malerei, Plut. discr. ad et. am. 32; Soph. πέπονθ' ἀναιδῆ O. C. 518. – Adv. ἀναιδῶς, Plat. Phaedr. 243 b; ohne Scheu, Xen. Mem. 4, 3, 14.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
impudent, effronté ; avec un gén. ἀναιδὴς δηϊοτῆτος IL insatiable de butin ; τὸ ἀναιδές l'impudence ; τὸ ἀναιδέστατον le comble de l'impudence.
Étymologie: ἀ, αἰδώς.
Russian (Dvoretsky)
ἀναιδής:
1 бесстыдный, наглый (προΐκτης, μνηστῆρες Hom.; θρέμμα Soph.; λόγος Isae., Arph.);
2 дерзкий, смелый (ἐλπίς Pind.);
3 безжалостный, жестокий, страшный (κυδοιμὸς δηϊοτῆτος, λᾶας, sc. Σισύφου Hom.; πότμος Pind.; ἔργα Soph.; ὀδόντες Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναιδής: -ές, (αἰδέομαι) ἀναίσχυντος, ἀπερίσκεπτος, περὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος, ὦ μέγ’ ἀναιδὲς Ἰλ. Α. 158˙ περὶ τῶν μνηστήρων τῆς Πηνελόπης, Ὀδ. Α. 254, καὶ ἀλλ., καὶ ἐν Ἀττ. ποιήσει, ὦ θρέμμ’ ἀναιδὲς Σοφ. Ἠλ. 622. 2) μετὰ γεν., κυδοιμὸν ἀναιδέα δηϊοτῆτος, ἀκόρεστον μάχης, Ἰλ. Ε. 593. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων ὡς ἐν Ὀδ. Λ. 598, ὁ λίθος τοῦ Σισύφου καλεῖται λᾶας ἀναιδής, ὁ σκληρός, ὁ ἀνηλεής, (πρβλ. Ἰλ. Δ. 521, Ν. 139)˙ μετέπειτα, πότμος ἀν. Πινδ. Ο. 10 (11). ἐν τέλ. ἐλπὶς ἀν., ἄπληστος, ὁ αὐτ. Ν. 11. 59˙ ἔργ’ ἀναιδῆ Σοφ. Ο. Κ. 516˙ λόγοι τῶν ἀναιδῶν ἀναιδέστεροι Ἀριστ. Ἱππ. 383: - τὸ ἀναιδὲς = ἀναίδεια, βλέφαρα πρὸς τἀναιδὲς ἀγαγὼν Εὐρ. Ι. Α. 379˙ ἔνθα τἀναιδὲς κρατεῖ Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 29˙ εἰς ἀναιδὲς.. δός μοι σεαυτὸν Σοφ. Φ. 83˙ ἐπὶ τὸ ἀναιδέστερον τραπέσθαι Ἡρόδ. 7. 39. ΙΙΙ. -δῶς Σοφ. Ο. Τ. 354, Εὐρ., Ἀριστοφ., κτλ.
English (Autenrieth)
ές (αἰδώς): shameless, pitiless; applied to inanimate things (personified), κυδοιμός, ‘ruthless,’ Il. 5.593; πέτρη, Il. 13.139; λᾶας, Od. 11.598.
English (Slater)
ἀναιδής cruel ἀναιδέα θάνατον (O. 10.105) δέδεται γὰρ ἀναιδεῖ ἐλπίδι γυῖα (N. 11.45) παῦσέν [τ]ἔργ' ἀναιδῆ sc. of Laomedon fr. 140a. 59 (33).
Greek Monolingual
-ες (Α ἀναιδής)
αυτός που δεν έχει αιδώ, ντροπή, αδιάντροπος, αναίσχυντος, αυθάδης
αρχ.
1. βίαιος, σκληρός, ανελέητος, άσπλαχνος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναιδές
αναίδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + αἰδώς.
ΠΑΡ. αναίδεια
αρχ.
ἀναιδίζομαι.
ΣΥΝΘ. αρχ.. ἀναιδομάχας
νεοελλ.
αναιδολογία].
Greek Monotonic
ἀναιδής: -ές (αἰδώς),
I. 1. αδιάντροπος, σε Όμηρ., Σοφ.
2. με γεν., ἀναιδέα δηϊοτῆτος, ακόρεστος για μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.
II. λέγεται για πράγματα, λᾶας ἀναιδής, ο ανηλεής βράχος, λέγεται για τον Σίσυφο, σε Ομήρ. Οδ.· ἔργ' ἀναιδῆ, σε Σοφ.· τὸ ἀναιδές, συνηρ. τἀνειδές = ἀναίδεια, σε Ευρ.· ἐπὶ τὸ ἀναιδέστερον τραπέσθαι, σε Ηρόδ.
III. επίρρ. -δῶς, σε Σοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
αἰδώς
I. shameless, Hom., Soph.
2. c. gen., ἀναιδέα δηϊοτῆτος insatiate of strife, Il.
II. of things, λᾶας ἀναιδής the reckless stone, of Sisyphus, Od.; ἔργ' ἀναιδῆ Soph.: —τὸ ἀναιδές, contr. τἀνειδές, = ἀναίδεια, Eur.; ἐπὶ τὸ ἀναιδέστερον τραπέσθαι Hdt.
III. adv. -δῶς, Soph., etc.
English (Woodhouse)
barefaced, impertinent, impudent, shameless, pushing
Mantoulidis Etymological
(=ἀναίσχυντος, αὐθάδης). Ἀπό τό α στερητ. + αἰδώς τοῦ αἰδοῦμαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.