ἀξίωσις

From LSJ
Revision as of 17:58, 23 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξίωσις Medium diacritics: ἀξίωσις Low diacritics: αξίωσις Capitals: ΑΞΙΩΣΙΣ
Transliteration A: axíōsis Transliteration B: axiōsis Transliteration C: aksiosis Beta Code: a)ci/wsis

English (LSJ)

gen. -εως, Ion. -ιος, ἡ,
A thinking worthy, τῆς ἀξιώσιος εἵνεκα τῆς ἐμεῦ γῆμαι for your deeming it fit to marry from my family, Hdt.6.130.
2 being thought worthy, one's reputation, character, διὰ τὴν προϋπάρχουσαν ἀξίωσιν Th.1.138, cf. 6.54; τὴν ἀξίωσιν μὴ ἀφανίζειν Id.2.61; excellence, τῶν ποιημάτων D.H.Comp.4.
3 dignity, rank, Id.6.71, al., App.BC1.79; λοχαγοῦ τάξις καὶ ἀξίωσις Arr.Tact.12.4.
4 dignity of style, D.H.Comp. 18.
II demand, claim, on grounds of merit (opp. χρεία, on grounds of necessity), Th.1.37; ἀξίωσις χάριτος ib.41, cf. Plb.1.67.10, PRyl.120.17 (ii A. D.), etc.; generally, request, ἐχθροῦ δεηθέντος μὴ ἀποστραφῇς τὴν ἀξίωσιν Epicur.Fr.215.
b petition, ἀξίωσις ἔγγραφος Plu. Demetr.42; = libellus, D.C.60.30.
III opinion, principle, maxim, τὴν ἀξίωσιν ταύτην εἰλήφεσαν.. Th.2.88, cf. Aeschin.3.220.
IV ἀξίωσις τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα the established meaning of words, Th.3.82.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Morfología: [jón. gen. ἀξιώσιος Hdt.6.130]
I 1reputación, fama τὴν ἀ. τῶν καλῶν E.Fr.15, ἀ. ἀρετῆς Th.1.69, κατὰ τὴν ἀ. Th.2.37, τὴν ἀ. μὴ ἀφανίζειν Th.2.61, διὰ ... τὴν προϋπάρχουσαν ἀ. Th.1.138, ἐπιβουλεύει εὐθὺς ὡς ἀπὸ τῆς ὑπαρχούσης ἀξιώσεως κατάλυσιν τῇ τυραννίδι Th.6.54
en crít. lit. excelencia, elegancia τῶν ποιημάτων D.H.Comp.17.14, del estilo, D.H.Comp.806.
2 dignidad, rango μεγαλοπρέπεια ἀ. κατὰ λογισμὸν ὀρθὸν τὸν σεμνότατον Pl.Def.412e, λοχαγοῦ ... ἀ. Arr.Tact.12.4, ὑμῖν μόνοις ὑποκατακλίνονται τῆς ἀξιώσεως ἑκόντες D.H.6.71, ᾔτει δ' αὐτοὺς τήν τε ἀξίωσιν App.BC 1.79, στρατηγικὸς κατ' ἀ. App.Syr.51, οἵ τε ἐν ἀξιώσεσιν ὄντες los que están en el poder, los dignatarios Hdn.2.6.3.
II 1opinión, estimación τὴν ἀ. ... εἰλήφεσαν habían tomado la decisión Th.2.88, τὴν ἀξίωσιν ταύτην ... οἴει λανθάνειν μεταφέρων crees que no se nota que traes esa exigencia Aeschin.3.220
voluntad, deseo τῆς ἀξιώσιος εἵνεκα τῆς ἐξ ἐμεῦ γῆμαι por su deseo de casarse con mi hija Hdt.6.130.
2 reclamación ἀφ' ἡμῶν ... ἀ. Th.1.37
petición ἀ. χάριτος petición de una conducta agradecida Th.1.41, ἐγγράφους ἀξιώσεις peticiones por escrito Plu.Demetr.42, cf. Plb.1.67.10, 21.24.2, D.C.60.30.6b, SB 5343.52 (II d.C.), PRyl.120.17 (II d.C.), PCair.Isidor.67.4 (III d.C.), POxy.2711.7 (III d.C.), Origenes Or.14.2 (p.331.8).
3 de las palabras significado, sentido τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων el sentido usual de las palabras Th.3.82.

German (Pape)

[Seite 271] ἡ, 1) die Würdigung, Her. 6, 133; übh. wie ἀξίωμα, Würde, Ansehen, Thuc. 2, 65; μορφῆς ἀξιώσει βασιλικός Dion. Hal. 1, 58; die Meinung, Thuc. 3, 9; ἀξίωσιν λαβεῖν, eine Meinung fassen, 2, 88. – 2) Bitte, Thuc. 1, 37. 41; Pol. 1, 67 u. öfter; ἀξ. ἔγγραφος, schriftliches Gesuch, Plut. Demetr. 42. – 3) die Geltung od. Bedeutung eines Wortes, ὀνόματος Thuc. 3, 82.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
I. 1 estime, considération dont on jouit;
2 valeur ou signification des mots par rapport aux choses auxquelles ils s'appliquent;
3 haut rang, dignité;
II. 1 action de daigner faire qch;
2 prétention, demande, requête;
3 action de considérer comme juste ; opinion, principe.
Étymologie: ἀξιόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀξίωσις: εως, ион. ιος ἡ
1 оказание чести: δορεὴν δοῦναί τινι τῆς ἀξιώσιος εἵνεκέν τινος Her. одарить кого-л. за то, что он удостоил чего-л.;
2 честь, достоинство (Ἑλλήνων Thuc.);
3 благородство, знатность (ἀξιώσει προήκειν Thuc.);
4 требование, тж. пожелание или просьба (ἀπό τινος Thuc.; ἀξιώσεις καὶ παρακλήσεις Polyb.; ἀ. ἔγγραφος Plut.);
5 мнение, взгляд (ἀξίωσιν λαβεῖν Thuc.; μεταφέρειν ἀξίωσιν ἐκ δημοκρατίας Aeschin.);
6 значение, смысл (ὀνομάτων Thuc., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀξίωσις: γεν. εως, Ἰων. -ιος, ἡ, (ἀξιόω), τὸ θεωρεῖν τι ἄξιον, καλόν, τῆς ἀξιώσιος εἵνεκεν τῆς ἐξ ἐμεῦ γῆμαι, ἕνεκα τοῦ ὅτι νομίζεις ἄξιον νὰ λάβῃς γυναῖκα ἐκ τῆς ἐμῆς οἰκογενείας, Ἡρόδ. 6. 130. 2) τὸ νὰ θεωρῆταί τις ἄξιος, ἡ ὑπόληψις, ὁ χαρακτήρ τινος, διὰ τὴν προϋπάρχουσαν ἀξ. Θουκ. 1. 138· τὴν ἀξ. μὴ ἀφανίζειν ὁ αὐτ. 2. 61: ἡ πραγματικὴ ἀξία πράγματός τινος, τὸ ἔξοχον, ἡ ὑπεροχή, Schäf Διον. π. Συνθέσ. σ. 54. ΙΙ. ἀπαίτησις, ἀξίωσις βασιζομένη ἐπὶ λόγων ἀξίας (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴ χρεία, ἥτις στηρίζεται ἐπὶ λόγων ἀνάγκης), Θουκ. 1. 37· ἀξ. χάριτος αὐτ. 41, πρβλ. Πολύβ. 1. 67, 10, κτλ.· ὡς ἀπὸ τῆς ὑπαρχούσης ἀξ. Θουκ. 6. 54. ΙΙΙ. τὸ νομίζειν καλόν, γνώμη, ἀρχή, ἀξίωμα, τὴν ἀξ. ταύτην εἰλήφεσαν ὁ αὐτ. 2. 88· πρβλ. Αἰσχίν. 85. 17. IV. καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξεν τῇ δικαιώσει «καὶ τὴν ἀνέκαθεν συνήθη σημασίαν τῶν λέξεων μετέβαλον ἐν τοῖς ἔργοις τῆς στάσεως, ᾗ ἐδόκει αὐτοῖς δίκαιον πρὸς τὸ ἴδιον πάθος (Δούκας) Θουκ. 3. 82.

Greek Monolingual

(AM ἀξίωσις) αξιώ
1. απαίτηση που βασίζεται σε δικαιώματα
2. (γενικά) απαίτηση
νεοελλ.
φρ. «έργο αξιώσεων» — αξιόλογο, ανώτερου επιπέδου έργο
αρχ.
1. το να θεωρείται κάτι άξιο, καλό
2. το να θεωρείται κάποιος άξιος
3. υπόληψη
4. χαρακτήρας
5. γνώμη, αρχή, αξίωμα
6. φρ. «ἀξίωσις ὀνομάτων» — καθιερωμένη σημασία των λέξεων.

Greek Monotonic

ἀξίωσις: γεν. -εως, Ιων. -ιος, (ἀξιόω),
I. 1. άξια θεώρησης, σε Ηρόδ.
2. η θεώρηση κάποιου ως άξιου, υπόληψη, φήμη, σε Θουκ.
II. διεκδίκηση, αξίωση, απαίτηση, στον ίδ.
III. η θεώρηση ότι κάτι είναι πρέπον, γνώμη, αρχή, αξίωση, στον ίδ.
IV. ἀξ. τῶν ὀνομάτων, η σημασία των λέξεων, στον ίδ.

Middle Liddell

ἀξιόω
I. a thinking worthy, Hdt.
2. a being thought worthy, reputation, Thuc.
II. a demand or claim, Thuc.
III. a thinking fit, an opinion, principle, maxim, Thuc.
IV. ἀξ. τῶν ὀνομάτων the meaning of words, Thuc.

English (Woodhouse)

claim, demand

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

petición dirigida a Helios δέομαι, κύριε, πρόσδεξαί μου τήνδε ἀξίωσιν te pido, señor, que acojas esta petición mía P III 587

Translations

request

Afrikaans: aanvraag; Arabic: طَلَب‎, مَسْأَلَة‎, ضَرَاعَة‎; Armenian: խնդրանք, խնդիր, խնդիրք; Avar: гьари; Azerbaijani: xahiş; Belarusian: просьба, запыт, заяўка, хадайніцтва, патрабаванне, прашэнне; Bulgarian: молба, заявка, просба, прошение; Carpathian Rusyn: просьба; Catalan: petició, sol·licitud, requesta; Chinese Mandarin: 請求/请求; Czech: prosba, žádost, požadavek; Danish: anmodning; Dutch: verzoek, vraag; Estonian: palve, avaldus; Finnish: pyyntö; French: requête, demande; Georgian: თხოვნა, მოთხოვნა; German: Bitte, Nachfrage, Wunsch, Begehren, Begehr, Ersuchen, Gesuch; Gothic: 𐌰𐌹𐌷𐍄𐍂𐍉𐌽𐍃; Greek: αίτηση, αίτημα; Ancient Greek: αἴτημα, αἴτησις, ἀξίωμα, ἀξίωσις, δέησις, ἐξαίτησις, παράκλησις, χρεία, χρείη; Hebrew: בַּקָּשָׁה‎; Hindi: निवेदन, अनुरोध, फ़रमाइश; Hungarian: kérés, kívánság; Indonesian: minta; Italian: richiesta; Japanese: 依頼, 要求, 要望, 願い; Kazakh: бұйымтай, өтініш; Khmer: សំណូម, សំណើ; Korean: 요망(要望), 요구(要求), 부탁(付託); Kurdish Central Kurdish: داوا‎, تکا‎, خواست‎; Northern Kurdish: daxwaz, doz, dawa, rica, tika; Kyrgyz: өтүнүч, суроо; Latin: petitum; Latvian: prasīšana, lūgšana; Lithuanian: prašymas; Macedonian: барање, молба; Malayalam: അഭ്യർത്ഥന; Norwegian Bokmål: anmodning, oppfordring; Nynorsk: oppfordring; Persian: درخواست‎, خواهش‎; Polish: prośba, żądanie; Portuguese: pedido, requisição, requerimento; Punjabi: ਗੁਜਾਰਸ਼; Romanian: cerere; Russian: просьба, запрос, заявка, ходатайство, требование, прошение; Scottish Gaelic: iarraidh; Serbo-Croatian Cyrillic: мо̀лба; Roman: mòlba; Slovak: prosba, žiadosť, požiadavka; Slovene: prošnja, zahteva; Spanish: solicitud, petición; Sundanese: suhun; Swahili: ombi; Swedish: begäran, bön, önskemål, önskan; Tagalog: paki-usap; Tajik: дархост, хоҳиш, илтимос; Tamil: வேண்டுகோள்; Thai: การขอ; Turkish: istek, talep, rica; Ukrainian: просьба, запит, заявка, прохання, вимога; Uyghur: تەلەپ‎; Uzbek: iltimos, soʻrov, talab; Welsh: cais; Yiddish: בקשה‎; Zazaki: reca, waştış, taleb