Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νεφρός

From LSJ
Revision as of 21:20, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφρός Medium diacritics: νεφρός Low diacritics: νεφρός Capitals: ΝΕΦΡΟΣ
Transliteration A: nephrós Transliteration B: nephros Transliteration C: nefros Beta Code: nefro/s

English (LSJ)

ὁ, in plural, kidneys, Diog.Apoll.6, Hp.Aph.4.78, Pl.Ti.91a, etc.: in dual, Ar.Ra.475: rarely in sg., Id.Lys.962, Euphro 1.25: euphemism for ὄρχεις, Philippid.5.4: metaph., LXX Ps.15(16).7. (Cf. OHG. nioro 'kidney', Praenest. nefrones, Lanuv. nebrundines 'kidneys', 'testicles'.)

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
rein;
NT: LXX les reins, partie la plus intime de la personne, siège des sentiments, des désirs, de la volonté.
Étymologie: DELG cf. gloses de Festus nefrones, nebrundines.

German (Pape)

ὁ, gew. im plur., die Nieren; Ar. Ran. 476, 1278; Plat. Tim. 91a; Med. – Auch = ὄρχεις, Philippds Ath. IX.384e. – Soll mit φρήν, φρενός zusammenhangen.

Russian (Dvoretsky)

νεφρός:
1 анат. (преимущ. pl. и dual.) почка rph., Plat. etc.;
2 досл. внутренности, перен. сокровенные мысли (ὁ ἐρευνὼν νεφροὺς καὶ καρδίας NT).

Greek (Liddell-Scott)

νεφρός: ἐν τῷ πληθ., οἱ νεφροί, «τὰ νεφρά», Ἱππ. Ἀφ. 1252, Πλάτ. Τίμ. 91Α, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ δυϊκῷ, Ἀριστοφ. Νεφ. 475· σπανίως ἐν τῷ ἑνικ., Ἀριστοφ. Λυσ. 962, Εὔφρων ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 25· ― ὡσαύτως ἐν τῇ μαγειρικῇ κατ’ εὐφημισμὸν ἀντὶ τοῦ ὄρχεις, καλοί γε... οἱ νεφροί, καὶ δύ’ ἁρπάσασα (ἡ Γνάθαινα) κατέπιεν Φιλιππίδης ἐν «Ἀνανεώσει»1. (Ἐντεῦθεν νεφρίδιος, νεφρῖτις, κτλ.· πρβλ. Ἀρχ. Γερμ. niero (niere)).

English (Strong)

of uncertain affinity; a kidney (plural), i.e. (figuratively) the inmost mind: reins.

English (Thayer)

νεφρου, ὁ, a kidney (Plato, Aristophanes); plural the kidneys, the loins, as the Sept. for כְּלָיות, used of the inmost thoughts, feelings, purposes, of the soul: with the addition of καρδίας, Wisdom of Solomon 1:6.

Greek Monolingual

ο και νεφρό, το (ΑΜ νεφρός, Μ και νεφρό και νεφρόν, τὸ)
βιολ. απεκκριτικό και ωσμωρρυθμιστικό όργανο τών σπονδυλοζώων και ορισμένων ασπονδύλων που διατηρεί την ισορροπία του νερού και τών αλάτων και απεκκρίνει τα υποπροϊόντα του μεταβολισμού από τον οργανισμό
νεοελλ.
φρ. α) «μού κόπηκαν τα νεφρά» και «άνοιξαν τα νεφρά μου» — καταπονήθηκα, κουράστηκα πολύ
β) «κόβω τα νεφρά κάποιου» — καταβάλλω ή καταπονώ κάποιον
γ) «τεχνητός νεφρός»
ιατρ. μηχανική και φυσικοχημική συσκευή με την οποία αντικαθίσταται η λειτουργία τών νεφρών
νεοελλ.-μσν.
στον πληθ. οι νεφροί ή τα νεφρά
η περιοχή του σώματος όπου βρίσκονται τα παραπάνω όργανα, η οσφύς
μσν.
φρ. α) «ἀχαμνίζουν [ή βλάπτονται, ή πέφτουν, ή πιάνονται] τὰ νεφρά μου» — καταβάλλομαι, εξασθενώ από μεγάλη κούραση
β) «καταλύω τοὺς νεφρούς» — εξασθενίζω, καταβάλλω κάποιον
αρχ.
1. (στη μαγειρική κατ' ευφημισμόν) οι όρχεις
2. μτφ. η έδρα τών επιθυμιών, τών διαθέσεων («ὁ ἐρευνῶν νεφροὺς καὶ καρδίας», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νεφρός, που απαντά συνήθως στον πληθ. νεφροί (πρβλ. νεφρό), ανάγεται σε ΙΕ τ. negwh-ros και αντιστοιχεί ακριβώς στα πρενεστ. nefronẽs και λανουβ. nebrundines. To τελευταίο θα οδηγούσε σε ρίζα nebh-. To πιθανότερο όμως είναι ότι η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα neghw, δηλ. σε ρίζα με χειλοϋπερωικό φθόγγο (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. nioro, γερμ. Niere, αρχ. σουηδ. niūre). Μερικοί, τέλος, υποστηρίζουν ότι η λ. νεφρός ανάγεται σε διαφορετική μορφή ρίζας, την engw «πρήξιμο, όγκος», στην οποία ανάγονται και τα ελλ. ἀδήν και λατ. inguen «αίμα». Η άποψη αυτή εμφανίζει όμως μεγάλες ερμηνευτικές δυσχέρειες (προϋποθέτει αντιμετάθεση του en σε ne και εναλλαγή τών gwh και gw).
ΠΑΡ. νεφρί(ον), νεφριαίος, νεφρικός, νεφρίτης, νεφριτικός, νεφρίτις
αρχ.
νέφρησις, νεφρίδιος, νεφρώδης
μσν.
νεφριακός
νεοελλ.
νεφραμιά, νεφριδικός, νεφρίδιο, νεφρίνη, νέφρωμα, νεφρωμένος, νεφρώνας, νέφρωση, νεφρωτικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεφροειδής
αρχ.
νεφρομήτρα
νεοελλ.
βλ. νεφρ(ο)-. (Β' συνθετικό) αρχ. περίνεφρος.

Greek Monotonic

νεφρός: ὁ, στον πληθ., νεφροί, νεφρά, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως και στον δυϊκό, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

νεφρός, οῦ, ὁ,
in pl. the kidneys, Plat., etc.; so in dual, Ar.

Chinese

原文音譯:nefrÒj 尼弗羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:年青 攜帶 相當於: (כִּלְיָה‎)
字義溯源:腎臟^,腎,情感所在,心思,肺腑
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 腎(1) 啓2:23

Mantoulidis Etymological

(πληθ. τά νεφρά).
Παράγωγα: νεφρίδιος, νεφρῖτις (=ἀρρώστεια τῶν νεφρῶν), νεφροειδής.