σφαιρικός
English (LSJ)
σφαιρική, σφαιρικόν,
A globular, spherical, Placit.1.14.2, al., Cleom.1.1, al., Arist.PA680b14 (v.l.), Ptol.Geog.1.20.2. Adv. σφαιρικῶς = like a globe, spherically, Arist.Mu.393a1, Plu.2.404f.
2 σφαιρικὸς ἀριθμός = ἀποκαταστατικὸς (q.v.) ἀριθμός, Nicom.Ar.2.17, Theol.Ar.48, cf. σφαιροειδής 1.2.
II of a sphere, ἐπιφάνεια Euc.Opt.23 (recens.Theonis); προϋφέστηκεν ἡ γεωμετρία τῆς σφαιρικῆς (sc. ἐπιστήμης) Procl. in Euc.p.37 F.: Dor. fem. σφαιρικά, ἁ, Archyt.1.
2 concerning the celestial spheres, σφαιρικὰ . . [τέχνα] Ἀράτου IG12(5).891.4 (Tenos); ὁ σφαιρικὸς λόγος the doctrine of the spheres, D.S.4.27; so τὰ σφαιρικά AP11.318 (Phld.), Porph. ap. Eus.PE3.7, Jul.Or.4.148b; ἡ τῶν Θεοδοσίου σφαιρικῶν ἀστρονομία, a work cited by Olymp. in Phlb. p.280 S.; called τὰ Θεοδοσίου σφαιρικά by Sch.Autol.p.4 H., and still extant with the latter title (ed. J. L. Heiberg, Abh. d. Gesellsch. d. Wiss.zu Göttingen, Phil.-Hist.Kl., N.F. xix 3, Berlin 1927).
III ἡ σφαιρική (sc. τέχνη), = ἡ σφαιριστική, Ath.1.14e, 15c.
IV σφαιρικόν, τό, name of an eyesalve, Gal.12.784.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
en forme de sphère, sphérique.
Étymologie: σφαῖρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφαιρικός -ή -όν [σφαῖρα] bol-, van de bol, subst.. ἡ σφαιρική (ἐπιστήμη ) kennis van de bol Archyt. B 1.
German (Pape)
1 kugelrund.
2 zur Kugel, zur Erd- od. Himmelskugel gehörig, sphärisch, Plut.
Russian (Dvoretsky)
σφαιρικός:
1 шарообразный, сферический (σώματα Plut.);
2 касающийся небесных сфер, астрономический (λόγος Diod.).
Greek Monolingual
-ή, -ό / σφαιρικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σφαίρα
1. αυτός που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιροειδής («σφαιρικό σώμα»)
2. αυτός που ανήκει στη σφαίρα, ο σχετικός με τη σφαίρα («σφαιρική επιφάνεια»)
νεοελλ.
1. μτφ. ολόπλευρος («έγινε σφαιρική αντιμετώπιση του θέματος»)
2. φρ. α) «σφαιρική άτρακτος» — τμήμα της επιφάνειας της σφαίρας το οποίο περιλαμβάνεται μεταξύ δύο μέγιστων ημικυκλίων της
β) «σφαιρική τριγωνομετρία»
μαθημ. κλάδος της τριγωνομετρίας, του οποίου η βασική έννοια είναι η τρίεδρη γωνία που σχηματίζεται από τρεις ημιευθείες που εκκινούν από ένα κοινό σημείο στον χώρο
γ) «σφαιρικό τρίγωνο»
μαθημ. τρίγωνο που σχηματίζεται από το τμήμα της επιφάνειας μιας σφαίρας το οποίο περιορίζεται από τρία τόξα μέγιστων κύκλων, οι γωνίες του οποίου έχουν άθροισμα κυμαινόμενο μεταξύ δύο και έξι ορθών γωνιών
δ) «σφαιρικό πολύγωνο»
μαθημ. στρεβλό πολύγωνο σφαιρικής επιφάνειας που περιορίζεται από τόξα μέγιστου κύκλου
ε) «σφαιρική υπεροχή»
μαθημ. το άθροισμα τών γωνιών ενός σφαιρικού τριγώνου ελαττωμένου κατά δύο ορθές
στ) «σφαιρική γεωμετρία»
μαθημ. γεωμετρία όλων τών σχημάτων που χαράσσονται στην επιφάνεια της σφαίρας και ιδίως τών σφαιρικών τριγώνων τα οποία σχηματίζονται από τρία τόξα μέγιστων κύκλων
ζ) «σφαιρικό τμήμα»
μαθημ. τμήμα της σφαίρας το οποίο περιέχεται μεταξύ δύο παράλληλων κύκλων της
η) «σφαιρικός δακτύλιος»
μαθημ. στερεό το οποίο παράγεται όταν κυκλικό τμήμα, που στρέφεται γύρω από διάμετρο η οποία δεν το τέμνει, εκτελέσει μία πλήρη περιστροφή
θ) «σφαιρικός διαβήτης»
μαθημ. διαβήτης με κεκαμμένα άκρα με τρόπο που επιτρέπει, κατά περίπτωση, τη μέτρηση της εξωτερικής διαμέτρου ενός σώματος ή της εσωτερικής διαμέτρου ενός κυλίνδρου
ι) «σφαιρικός όνυξ»
μαθημ. βλ. όνυχας
ια) «σφαιρική ζώνη»
μαθημ. το τμήμα της επιφάνειας μιας σφαίρας το οποίο περιέχεται μεταξύ δύο παράλληλων επιπέδων που τέμνουν τη σφαίρα
ιβ) «σφαιρική εκτροπή»
φυσ. η γεωμετρική εκτροπή ενός οπτικού συστήματος που έχει άξονα συμμετρίας, σύμφωνα με την οποία οι φωτεινές ακτίνες που προέρχονται από μια τοποθετημένη πάνω στον οπτικό άξονα του συστήματος σημειακή φωτεινή πηγή συναντούν το σύστημα σε σημεία τα οποία κείνται σε διαφορετικές θέσεις πάνω σε αυτό
ιγ) «σφαιρική αστρονομία»
αστρον. κλάδος της αστρονομίας ή αστρομετρίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών φαινομένων θέσεων και κινήσεων πάνω στην ουράνια σφαίρα τών διαφόρων ουράνιων σωμάτων, τα οποία εκλαμβάνονται ως υλικά σημεία
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται στις ουράνιες σφαίρες
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σφαιρική
(ενν. τέχνη) η δεξιότητα κάποιου να παίζει σφαίρα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σφαιρικόν
ονομασία κολλυρίου
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σφαιρικά
η γεωμετρική διδασκαλία περί σφαίρας
5. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Σφαιρικά
τίτλος έργου του Θεοδοσίου
6. φρ. α) «σφαιρικὸς ἀριθμός» — αριθμός που καθορίζει την αποκατάσταση ενός πλανήτη στη θέση που κατείχε στη σφαίρα (Νικόμ. Γερ.)
β) «σφαιρικὸς λόγος» — η διδασκαλία σχετικά με την ουράνια σφαίρα (Διόδ.).
επίρρ...
σφαιρικώς / σφαιρικῶς ΝΜΑ, και σφαιρικά Ν
σαν σφαίρα ή με τρόπο σφαιρικό
νεοελλ.
από όλες τις απόψεις, από όλες τις οπτικές γωνίες.
Greek Monotonic
σφαιρικός: -ή, -όν, σφαιροειδής, αυτός που έχει σχήμα σφαίρας, στρογυλλός· τὰ σφαιρικά, διδασκαλία ή δοξασία για τις ουράνιες σφαίρες, αστρονομία, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
σφαιρικός: -ή, -όν, σφαιροειδής, ἔχων σχῆμα σφαίρας, Πλούτ. 2. 883Β, διάφορ. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 35, Πτολ., κλπ. - Ἐπίρρ. -κῶς, ὡς σφαῖρα, Ἀριστ. π. Κόσμ. 3, 5, Πλούτ. 2. 404F. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς σφαῖραν ἢ περὶ σφαίρας πραγματευόμενος, τὰ σφαιρικά, ἡ γεωμετρικὴ διδασκαλία περὶ σφαίρας, Εὐκλείδ. 2) ὁ περὶ τῆς οὐρανίας σφαίρας ἢ ὁ περὶ αὐτῆς πραγματευόμενος, ὁ σφ. λόγος, ἡ διδασκαλία ἢ δοξασία περὶ τῶν σφαιρῶν, Διόδ. 4. 27· οὕτω, τὰ σφαιρικὰ Ἀνθ. Π. 11. 318, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 98C· ἡ τῶν σφ. ἀστρονομία, σύγγραμα μνημονευόμενον ὑπὸ τοῦ Ὀλυμπιοδ.· ὡσαύτως ἡ σφραιρικὴ (ἐξυπακ. ἐπιστήμη) Ἰάμβλ., Νικόμ. ΙΙΙ. ἡ σφαιρικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) = ἡ σφαιριστική, Ἀθήν. 14C, 15C.
Middle Liddell
σφαιρικός, ή, όν
globular, spherical: τὰ σφαιρικά the doctrine of the spheres, astronomy, Anth.
Translations
spherical
Arabic: كُرَوِيّ; Armenian: գնդաձեւ; Assamese: ঘূৰণীয়া, গোল, টুপুৰা; Asturian: esféricu; Bulgarian: сферичен, кълбовиден; Burmese: လုံး; Catalan: esfèric; Chinese Mandarin: 球形的, 球面的; Czech: kulovitý; Danish: sfærisk; Dutch: bolvormig; Esperanto: sfereca; Estonian: sfääriline; Finnish: pallomainen, pyöreä; French: sphérique; Galician: esférico; Georgian: სფერული; German: kugelförmig, sphärisch, kugelig; Greek: σφαιρικός; Ancient Greek: περίκυκλος, σφαιρικός, σφαιροειδής, σφαιρόμορφος; Hungarian: gömbölyű; Indonesian: bulat; Irish: sféarúil; Italian: sferico; Latin: globosus; Norwegian Bokmål: sfærisk; Nynorsk: sfærisk; Occitan: esferic; Ottoman Turkish: یومرو, طوپاق; Pashto: غونډ; Plautdietsch: runt; Polish: sferyczny, kulisty; Portuguese: esférico; Romanian: sferic; Russian: сферический; Scots: spherical; Spanish: esférico; Sundanese: buleud; Swedish: sfärisk, klotformad; Tagalog: timbulugin, timbulog; Ukrainian: сферичний, кулястий