δίκη

From LSJ
Revision as of 15:25, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίκη Medium diacritics: δίκη Low diacritics: δίκη Capitals: ΔΙΚΗ
Transliteration A: díkē Transliteration B: dikē Transliteration C: diki Beta Code: di/kh

English (LSJ)

[ῐ], ἡ,

   A custom, usage, αὕτη δ. ἐστὶ βροτῶν this is the way of mortals, Od.11.218; ἡ γὰρ δ. ἐστὶ γερόντων 24.255, etc.; ἥ τ' ἐστὶ δ. θείων βασιλήων 4.691; ἡ γὰρ δμώων δ. ἐστίν 14.59, etc.; ἡ γὰρ δ., ὁππότε . . this is always the way, when... 19.168 (so in late Prose, ἥπερ ἱππομαχίας δ. Arr.An.3.15.2); δίκαν ἐφέπειν τινός to imitate him, Pi.P.1.50; δ. ἐπέχειν τινός to be like... Anon.Lond.6.18; normal course of nature, ἐκ τουτέων ὁ θάνατος οὐ γίνεται κατά γε δίκην, οὐδ' ἢν γένηται Hp.VC3: hence,    2 adverb. in acc. δίκην, in the way of, after the manner of, c. gen., λύκοιο Pi.P.2.84; πώλου S. Fr.659; τοξότου Pl.Lg.705e; in later Prose, Arist.Mu.395b22, Luc. Dem.Enc.31, Alciphr.1.6, etc.: mostly of living creatures or persons, but also of things, as δίκην ὕδατος, ἀγγείου, A.Th.85 (lyr.), Pl. Phdr.235d.    II order, right, μή τι δίκης ἐπιδευές nothing short of what is fit, Il.19.180; opp. βία, might, 16.388; opp. σχέτλια ἔργα, Od.14.84; personified, Hes.Th.902, A.Th.662, etc.; Δίκης βωμός Id.Ag.383 (lyr.), Eu.539 (lyr.); Truth, Pi.P.8.71.    2 δίκη ἐστί, = δίκαιόν ἐστι, A.Ag.259, cf. 811, Eu.277.    3 Adverb. usages, δίκῃ duly, rightly, Il.23.542, Pl.Criti.112e; ἐν δίκᾳ Pi.O.6.12, cf.S.Tr.1069, etc.; σὺν δίκῃ Thgn.197, Pi.P.9.96, A.Th.444, etc.; κατὰ δίκην Hdt. 7.35, E.Tr.888, etc.; μετὰ δίκης Pl.Lg.643e; πρὸς δίκης S.OT1014, El.1211 (but πρὸς δίκας on the score of justice, Id.OC546 (lyr.)); διαὶ δίκας A.Ch.641; ἐκ δίκης Herod.4.77: opp. παρὰ δίκαν Pi.O.2.18, etc.; ἄνευ δίκης A.Eu.554; πέρα δίκης Id.Pr.30; βίᾳ δίκης Id.Supp.430 (lyr.); δίχα δίκης without trial, Plu.Ages.32; πρὸ δίκης in preference to legal proceedings, Th.1.141.    III judgement, δίκην ἰθύντατα εἰπεῖν give judgement most righteously (cf. ἰθύς), Il.18.508: esp. in pl., Λυκίην εἴρυτο δίκῃσί τε καὶ σθένεϊ ᾧ 16.542; περὶ οἶδε δίκας Od.3.244, etc.; δίκαι σκολιαί Hes.Op.219,250; κρῖνε εὐθεῖαν δίκην A.Eu.433.    IV after Hom., of proceedings instituted to determine legal rights, hence,    1 lawsuit, Pl.Euthphr.2a, D.18.210, etc.; prop. private suit or action, opp. γραφή (q. v.), Lys.1.44, etc.; ἐκαλοῦντο αἱ γραφαὶ δίκαι, οὐ μέντοι αἱ δίκαι καὶ γραφαί Poll.8.41; οἱ δίκην ἔχοντες the parties to a suit, IG7.21.8 (Megara), cf. Plu.Cic. 17.    2 trial of the case, πρὸ δίκης Is.5.10, etc.; μέχρι τοῦ δίκην γενέσθαι Th.2.53; court by which it was tried, ἐν ὑμῖν ἐστι καὶ τῇ δίκῃ Antipho 6.6.    b δίκην εἰπεῖν to plead a cause, X.Mem.4.8.1; δ. μακρὰν λέγειν Ar.V.776, cf. Men.Epit.12.    3 the object or consequence of the action, atonement, satisfaction, penalty, δίκην ἐκτίνειν, τίνειν, Hdt.9.94, S.Aj.113: adverbially in acc., τοῦ δίκην πάσχεις τάδε; A.Pr.614; freq. δίκην or δίκας διδόναι suffer punishment, i. e. make amends (but δίκας δ., in A.Supp.703 (lyr.), to grant arbitration); δίκας διδόναι τινί τινος Hdt.1.2, cf. 5.106; ἔμελλε τῶνδέ μοι δώσειν δίκην S.El.538, etc.; also ἀντί or ὑπέρ τινος, Ar.Pl. 433, Lys.3.42; also δίκην διδόναι ὑπὸ θεῶν to be punished by... Pl. Grg.525b; but δίκας ἤθελον δοῦναι they consented to submit to trial, Th.1.28; δίκας λαμβάνειν sts. = δ. διδόναι, Hdt.1.115; δίκην ἀξίαν ἐλάμβανες E.Ba.1312, Heracl.852; more freq. its correlative, inflict punishment, take vengeance, Lys.1.29, etc.; λαβεῖν δίκην παρά τινος D.21.92, cf.9.2, etc.; so δίκην ἔχειν to have one's punishment, Antipho 3.4.9, Pl.R.529c (but ἔχω τὴν δ. have satisfaction, Id.Ep.319e; παρά τινος Hdt.1.45); δίκας or δίκην ὑπέχειν stand trial, Id.2.118, cf. S. OT552; δίκην παρασχεῖν E.Hipp.50; θανάτου δίκην ὀφλεῖν ὑπό τινος to incur the death penalty, Pl.Ap.39b; δίκας λαγχάνειν τινί D.21.78; δίκης τυχεῖν παρά τινος ib.142; δίκην ὀφείλειν, ὀφλεῖν, Id.21.77, 47.63; ἐρήμην ὀφλεῖν τὴν δ. Antipho 5.13; δίκην φεύγειν try to escape it, be the defendant in the trial (opp. διώκειν prosecute), D. 38.2; δίκας αἰτέειν demand satisfaction, τινός for a thing, Hdt.8.114; δ. ἐπιτιθέναι τινί Id.1.120; τινός for a thing, Antipho 4.1.5; δίκαι ἐπιφερόμεναι Arist.Pol.1302b24; δίκας ἀφιέναι τινί D.21.79; δίκας ἑλεῖν, v. ἔρημος 11; δίκην τείσασθαι, v. τίνω 11; δὸς δὲ δίκην καὶ δέξο παρὰ Ζηνί h.Merc.312; δίκας διδόναι καὶ λαμβάνειν παρ' ἀλλήλων, of communities, submit causes to trial, Hdt.5.83; δίκην δοῦναι καὶ λαβεῖν ἐν τῷ δήμῳ X.Ath.1.18, etc.; δίκας δοῦναι καὶ δέξασθαι submit differences to a peaceful settlement, Th.5.59.    V Pythag. name for three, Plu.2.381f, Theol.Ar.12; for five, ib.31. (Cf. Skt. diś-, diśā 'direction', 'quarter of the heavens'.)

German (Pape)

[Seite 628] ἡ, die Sitte, der Brauch, die Weise, das Recht; wahrscheinlich verwandt mit δείκνυμι, Wurzel Δικ-, vgl. das Latein. indĭco, dīco. – 1) die Sitte, der Brauch, die Weise, das Herkommen : ἥ τ' ἐστὶ δίκη βασιλήων Od. 4, 691; αὕτη δίκη ἐστὶ βροτῶν, ὅτε κέν τε θάνωσιν, das ist die Art und Weise, das Geschick der Sterblichen, 11, 218; δίκη δμώων, μνηστήρων, θεῶν, γερόντων, das eigenthümlich, herkömmlich den Sklaven, Greifen etc. Zukommende, Od. 14, 59. 18, 275. 19, 43. 24, 255; ἡ γὰρ δίκη, ὁππότε, so pflegt es zu gehen, wenn, 19, 168; ᾗπερ ἱππομαχίας δίκη Arr. An. 3, 15, 2. – Dah. δίκην, adv., nach Art u. Weise, wie; bes. bei Vergleichen mit lebenden Wesen, λακοιο δίκαν, wie ein Wolf, nach Wolfesart, Pind. P. 2, 84, der vollständiger τὰν Φιλοκτήταο δίκαν ἐφέπων ἐστρατεύθη 1, 50 sagt, Schol. τρόπον μετερχόμενος seine Weise befolgend , wie Philoktet; κυνός, ἀγγέλου, ναυτίλων, Aesch. Ag. 3 Ch. 193. 200; πώλου δ. Soph. frg. 597; πολεμίων Eur. Hec. 1162; ὄρνιθος, βοσκημάτων, τοξότου, Plat. Phaedr. 249 d Rep. IX, 586 a Legg. IV, 705 e; seltener bei leblosen Dingen, wie ὕδατος, ὀνειράτων, κύματος, Aesch. Spt. 85 Ag. 477. 1154; ἀγγείου δίκην πεπληρῶσθαι Plat. Phaedr. 255 d; κρατῆρος δ. Legg. VI, 773 c; τυμπάνων Strab. XI p. 506; – κατά γε δίκην, Hippocr., gehörig. – 2) die Gerechtigkeit, personificirt als T. des Zeus u. der Themis, Hes. To. 902 u. a. D., bes. Tragg.; das göttliche u. menschliche Recht, θεῶν, δαιμόνων, Soph. Ant. 366. 912; der βία entgegengesetzt, Il. 16, 388; vgl. Od. 14, 84; Hes. O. 973; δίκης ἐπιδευές, des Rechts ermangelnd, es entbehrend, Il. 19, 180; δίκην ἰθαντατα εἰπεῖν, am besten Recht sprechen, 18, 508; δίκας λαοῖς εὐθανειν Pind. P. 4, 153; πειραίνειν I. 7, 24; δίκην παραβαίνειν, μιαίνειν, Aesch. Ag. 763. 1654; ἔξω τῆς δίκης βαίνειν Plat. Legg. IX, 876 e; vgl. Eur. Andr. 788. – Als adverbiale Vrbdgn merke man: ἐν δίκῃ, im Recht, gerecht; Soph. Tr. 1 958; Pind. Ol. 6, 12 u. öfter; Plat. Phaedr. 266 a Legg. XII, 945 d; σὺν δίκῃ, Aesch. Spt. 426; Soph. Tr. 978; Pind. P. 9, 99; Her. 1, 115; und eben so δίκῃ, Il . 23, 549; Soph. El. 70, öfter; Plat. Critia. 112 e; μετὰ δίκης, Legg. I, 643 e; κατὰ δίκην, Eur. Tr. 887; Plat. Legg. III, 696 d; διὰ δίκης πᾶν ἔπος ἔλακον Aesch. Ch. 776; πρὸς δίκης, Soph. Bl. 1202; der Ggstz ist παρὰ δίκην , Pind. Ol. 2, 18 I. 6, 47; Plat. Legg, VI, 757 e; ἄνευ δίκης , Aesch. Eum. 554; ἄτερ δίκης, Suppl. 703; βίᾳ δίκης, 430; πέρα δίκης, Soph. El. 511; δίχα δίκης, Plut. Ages. 32. – Im plur. bei Hom. = Rechtspflege; Λυκίην εἴρυτο δίκῃσί τε καὶ σθένεϊ ᾡ, Il. 16, 542; (Νέστωρ) πηρίοιδε δίκας ἠδὲ φρόνιν ἄλλων Od. 3, 244; vgl. 9, 215. 11, 570. So δίκαι σκολιαί, ungerechte Verwaltung des Rechts, Hes. O. 217. – 3) Rechtsfache, Proceß; δίκην κρίνειν, Aesch. Eum. 411. 446; Soph. Phil. 1850 u. A.; δίκην δικάζειν, Her. 3, 31 u. Folgde; δίκην κατ' ἄλλου ἀνδρὸς ἐψήφισαν Soph. Ai. 444; διὰ δίκης ἰὼν πατρί, anklagend, Ant. 738; die Vrbdgn ἐς δίκην ἄγειν, δίκην λαγχάνειν, αἱρεῖν, διώκειν, φεαγειν, ἐπεξέρχεσθαι s. unker diesen Verbis; δίκην ἔχειν, einen Proceß haben, verklagt sein, Plut. Mar. 6; – die Proceßhandlung selbst, τῇ προτεραίᾳ τῆς δίκης Plat. Phaed. 58 b; πρὸ δίκης, von gerichtlicher Entscheidung, Is. 5, 10; Plut. Fab. 9; μετὰ τὴν δίκην, Is. 5, 9; δίκη γίγνεται, die Sache kommt zur richterlichen Entscheidung, Thuc. 2, 53; – δίκην μακρὰν λέγειν Ar. Vesp. 777, wie oft bei Rednern; Xen. Mem. 4, 8, 1 δίκην εἰπεῖν, causam dicere, seine Sache vor Gericht führen. – Bei den Athenern ist δίκη in engerem Sinne u. im Ggstz von γρᾳφή = die Privatklage. Vgl. Meier u. Schömann Att. Proceß S. 165 ff, – 4) die richterliche Entscheidung, Strafe, Buße; am gewöhnlichsten δίκην δοῦναι, Aesch. Prom. 9 Soph. Ant. 228 Her. 1. 2 u. A., die Strafe leiden, die Buße entrichten; auch ὑφέξειν, Soph. O. R. 552; Eur. Hec. 1253; τίνειν, Soph. El. 290; ἐκτίνειν, Her. 9, 94; Plat. Phaedr. 249 a; auch im plur., τίνεις ματρὸς δίκας Aesch. Or. 530; δίκην διδόναι ὑπό τινος, bestraft werden, Plat. Gorg. 525 b; δίκην διδόναι καὶ λαμβάνειν παρ' ἀλλήλων Her. 5, 88, allgemeiner, Recht geben u. empfangen; bes. von den athenischen Bundesgenossen, welche nach Athen kamen u. dort ihre Processe führen u. entscheiden lassen mußten, wie δίκας διδόναι ἤθελον παρά τινι, sich einem Gerichte unterziehen, Thuc. 1, 28; δίκας τῶν διαφόρων ἀλλήλοις διδόναι καὶ δέχεσθαι 1, 140. Aber Her. 1, 115 ist δίκην ἔλαβε er erhielt seine Strafe; – αἰτεῖν δίκην τῆς ἁρπαγῆς, φυγῆς, τοῦ φόνου, 1, 2. 4, 164. 8, 114; δίκην ἑλέσθαι, ἔχειν, Genugthuung erhalten, haben, 9, 94; δίκην ἐπιθεῖναι, ὀφλεῖν u. ä. s. unter den entsprechenden Verbis.

Greek (Liddell-Scott)

δίκη: [ῐ], ἡ, (ἴδε ἐν. λ. δείκνυμι)· - τὸ ὀρθὸν, τὸ δίκαιον· ἀλλ’ ἐπειδὴ κατὰ τοὺς ἀρχαίους χρόνους τὸ δίκαιον ἐξηρτᾶτο ἐκ τῆς συνηθείας, ἡ ἐξ ἀρχῆς σημασία τῆς λέξεως δίκη ἦτο συνήθεια, ἕξις, αὕτη δίκη ἐστὶ βροτῶν, αὕτη εἶναιφύσις τῶν θνητῶν, Ὀδ. Λ. 218· ἡ γὰρ δίκη ἐστὶ γερόντων Ω.255, κτλ.· ἥ τ’ ἐστὶ δίκη θείων βασιλήων Δ.691· ἡ γὰρ δμώων δίκη ἐστὶν Ξ.59, κτλ.· - ἡ γὰρ δίκη ὁππότε…, αὕτη εἶναισυνήθεια,ὁπόταν…, Τ.168˙ δίκην ἐφέπειν τινός, μετέρχομαι τόν τρόπον τινός, μιμοῦμαί τινα, Πίνδ. Π. 1. 97˙― ἡ συνήθης πορεία τῶν πραγμάτων, ἐκ τοτέων ὁ θάνατος οὐ γίνεται κατά γε δίκην, οὐδ’ἢν γένηται Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 898· ἐντεῦθεν, 2) ἐπιρρηματικῶς κεῖται ἡ αἰτ. δίκην, κατὰ τὸν τρόπον, κατὰ τὴν συνήθειαν τοῦ…, μετὰ γεν., Πίνδ. Π.2.155, Σοφ. Ἀποσπ. 587, καὶ συχνάκις παρὰ Πλάτ. (ἴδε Ruhnk. Τίμ.)· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ζῴων, ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ὡς δίκην ὕδατος, ἀγγείου Αἰσχύλ. Θήβ. 85. Πλάτ. Φαίδρ. 235D· ὡσαύτως ὡς τὸ χάριν, ἕνεκα…, Schneidewin Σιμων. σ. 74 ΙΙ. καλὴ συνήθεια, τάξις ἁρμονία, νόμος, δίκαιον· μή τι δίκης ἐπιδευές, μηδὲν ὀλιγώτερον ἢ κατώτερον τοῦ ὀρθοῦ, Ἰλ. Τ. 180· ἀντίθ. βία, ἰσχύς, δύναμις ἐπιβαλλομένη, Ἰλ. Π. 388, Ὀδ. Ξ. 84· προσωποπ. ὡς θεά, θυγάτηρ τοῦ Διὸς καὶ τῆς Θέμιδος, ὡς τὸ Ρωμ. Poena, Ἡσ. Θ. 902, Αἰσχύλ. Θήβ. 662, κτλ.· Δίκης βωμὸς ὁ αὐτ. Ἀγ. 384, Εὐμ. 539 ― παρὰ Πινδ. Ἀλήθεια, Π. 8. 100. 2) δίκη ἐστί, ὡς τὸ δίκαιόν ἐστι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 259, πρβλ. 811, Εὐμ. 257. 3) ἐν ποικίλαις ἐπιρρηματ. χρήσεσι δίκῃ, δικαίως, προσηκόντως, ὀρθῶς, Ἰλ. Ψ. 542, Τραγ.· ἐν δίκῃ Πίνδ. Ο. 6. 19. Σοφ. Τρ. 1069, κτλ.· σὺν δίκῃ Θέογν. 196, Πίνδ. Π. 9. 170, Αἰσχύλ., κτλ.· κατὰ δίκην Ἡρόδ. 7. 35, Εὐρ. Τρῳ. 888· μετὰ δίκης Πλάτ. Νόμ. 643Ε· πρὸς δίκης Σοφ. Ο. Τ. 1014, Ἠλ. 1211· ἀντίθ. παρὰ δίκην Πίνδ. Ο. 2. 30, κτλ·. ἄνευ ἢ ἄτερ δίκης Αἰσχύλ. Εὐμ. 554, Ἱκέτ. 703· πέρα δίκης ὁ αὐτ. Πρ. 30· βίᾳ δίκης ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 430· δίχα δίκης Πλούτ. Ἀγησ. 32. ΙΙΙ. κρίσις, γνώμη, ἀπόφασις, δίκην ἰθύντατα εἰπεῖν, ἐκφέρω ἀπόφασιν διακαιοτάτην (πρβλ. ἰθύς), Ἰλ. Σ. 508· ἰδίως κατὰ πληθ., αἱ δίκαιαι κρίσεις τῶν βασιλέων, Λυκίην εἴρυτο δίκῃσί τε καὶ σθένεϊ ᾧ Π. 542, πρβλ. Ὀδ. Γ. 244, κτλ.· ἐντεῦθεν καθόλου ἐπὶ πάσης ἀποφάσεως ἢ κρίσεως, δίκαι σκολιαί, ἀντίθ. ἰθεῖαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 217, 248, πρβλ. 260, Ἰλ. Ψ. 579. IV. μεθ’ Ὅμηρ., ἐπὶ πάσης ἐνεργείας καθιερωμένης πρὸς καθορισμὸν τοῦ κατὰ νόμον δικαίου καὶ ἀπονομὴν τῆς δικαιοσύνης, ἑπομένως, 1) πᾶσα ὑπόθεσις δικαστική, διαδικασία, Δημ. 298. 2· κυρίως, ἰδιωτικὴ δίκη, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ γραφὴ (δημοσία καταγγελία, δίκη ἐπὶ δημοσίου ἐγκλήματος), Λυσ. 95. 42, κτλ., πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 2Α· (κατὰ τὸν Πολυδ. Θ΄, 41, ἐκαλοῦντο αἱ γραφαὶ δίκαι, οὐ μέντοι αἱ δίκαι καὶ γραφαί)· πρβλ. γράφομαι, δικάζω, εἰσάγω, ἐμπορικός, κρίνω, κυρόω, λαγχάνω, ὀφλισκάνω· οἱ δίκην ἔχοντες, οἱ διαδικαζόμενοι, Keil Ἐπιγρ. 4. b. 8, πρβλ. Πλούτ. Κικ. 17. 2) αὐτὴ ἡ ἐκδίκασις τῆς ὑποθέσεως, πρὸ δίκης Θουκ. 1. 141, Ἰσαῖ. 57. 27, κτλ.· δίκη γίγνεται Θουκ, 2. 53· καὶ τὸ δικαστήριον ἐν ᾧ ἐξεδικάσθη αὕτη, ἐν ὑμῖν ἐστι καὶ τῇ δίκῃ Ἀντιφῶν 142. 5· εὐθεῖα δίκη (ἴδε εὐθυδικία) Αἰσχύλ. Εὐμ. 433. 3) τὸ ἐπιδιωκόμενον διὰ τῆς δίκης ἢ τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς, ἐξιλασμός, ἱκανοποίησις, ποινή, πρόστιμον, δίκην τίνειν, ἐκτίνειν Ἡρόδ. 9, 94, Σοφ. Αἴ. 113· καὶ συχνάκις, δίκην ἢ δίκας διδόναι, τιμωροῦμαι, Λατ. poenas dare, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ. (ἀλλὰ δίκας δ., ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 703, διανέμω, ἀποδίδω δικαιοσύνην)· δίκας διδόναι τινί, πληρώνω εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 2· τινός, διά τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. 106· τῶνδέ μοι δώσει δίκας Σοφ. Ἠλ. 538 κτλ.· ὡσαύτως, ἀντὶ ἢ ὑπέρ τινος Ἀριστοφ. Πλάτ. 433, Λυσίας 100. 9· ὡσαύτως, δίκην διδόναι ὑπό τινος, τιμωροῦμαι ὑπό…, Πλάτ. Γοργ. 525Β· ἀλλά, δίκας δοῦναι ἤθελον, συγκατετίθεντο νὰ ὑποβληθῶσιν εἰς δίκην, Θουκ. 1. 28· ― δίκας λαμβάνειν εἶνε ἐνίοτε = τῷ δ. διδόναι, Λατ. dare poenas, Ἡρόδ. 1. 115, Δημ. 110, ἐν τέλ., πρβλ. Ἐλμσλ. Ἡρακλ. 852· ἀλλὰ συνήθως = τῷ Λατ. sumere poenas, ἐπιβάλλω ποινήν, ἐκδίκησιν λαμβάνω, Λυσ. 94. 27, κτλ.· λαβεῖν δίκην παρά τινος Δημ. 544. 6, κτλ.· ― οὕτω, δίκην ἔχειν, ἔχω τὴν τιμωρίαν τινός, Ἀντιφῶν 124. 45, Πλάτ. Πολ. 529C (ἀλλ’ ὡσαύτως, ἔχω ἱκανοποίησιν, ὁ αὐτ. Νόμ. 319Ε· παρά τινος Ἡρόδ. 1. 45)· ― οὕτω καί, δίκας ἢ δίκην ὑπέχω, ὑφίσταμαι δίκην, ὑποβάλλομαι εἰς δίκην, ὁ αὐτ. 2. 118, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 552· δίκην παρέχειν Εὐρ. Ἱππ. 50· ― δίκην ὀφλεῖν ὑπό τινος, καταδικάζομαι εἰς ποινήν, Πλάτ. Ἀπολ. 39Β· δίκας λαγχάνειν τινὶ Δημ. 539. 23· δίκης τυγχάνειν παρά τινος ὁ αὐτ. 561. 1· δίκην ὀφλισκάνειν ἢ ὀφλεῖν ὁ αὐτ. 539. 21., 1158. 19, πρβλ. Ἀντιφῶντ. 131. 1· δίκην φεύγω, εἶμαι ὁ κατηγορούμενος ἐν τῇ δίκῃ (ἀντίθ. διώκω, εἶμαι ὁ κατήγορος), Δημ. 985. 6· ― δίκας αἰτέειν, ζητῶ ἱκανοποίησιν, τινός, διά τι πρᾶγμα, Ἡρόδ. 8. 114· δ. ἐπιτιθέναι τινὶ ὁ αὐτ. 1. 120· τινός, διά τι πρᾶγμα, Ἀντιφῶν 125. 37· ἐπιφέρειν Ἀριστ. Πολ. 5. 3, 4· δίκας ἀφιέναι τινὶ Δημ. 540. 11· δίκας ἑλεῖν, ἴδε ἐν λ. ἔρημος ΙΙ· δίκην τείσασθαι, ἴδε τίνω ΙΙ· ― ἐπὶ τέλους, δίκας διδόναι καὶ λαμβάνειν παρ’ ἀλλήλων, ἐπὶ ὑποτελῶν πολιτειῶν, αἵτινες ὤφειλον νὰ δικάζωσι τὰς ὑποθέσεις των ἐν τοῖς δικαστηρίοις τῆς ἀρχούσης πολιτείας, ὡς οἱ Αἰγινῆται ἐν Ἐπιδαύρῳ καὶ οἱ σύμμαχοι ἐν Ἀθήναις, Ἡρόδ. 5. 83, πρβλ. Ξεν. Ἀθην. 1, 18· δ. τῶν διαφόρων ἀλλήλοις διδόναι καὶ δέχεσθαι, ὑποβάλλειν τὰς πρὸς ἀλλήλους διαφορὰς εἰς εἰρηνικὴν διάλυσιν, Θουκ. 1, 40.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
règle :
I. usage, manière d’être ou d’agir : αὕτη δίκη ἐστὶ βροτῶν OD telle est la manière d’être des mortels ; δίκη βασιλήων OD, γερόντων OD coutume des rois, des vieillards ; adv. • δίκην à la manière de : δίκην ἀγγέλου ESCHL à la façon d’un messager ; κυνὸς δίκην ESCHL à la façon d’un chien ; δίκην ὕδατος ESCHL comme un torrent;
II. ce qui sert de règle, droit, justice ; ἔχει δέ μοι πρὸς δίκας τι SOPH mais (le meurtre que j’ai commis) a une excuse litt. a qch du côté de la justice ; δίκη ἐστί ESCHL c’est justice, cela est juste ; acc. adv. • δίκην, • ἐν δίκῃ, • σὺν δίκῃ, • μετὰ δίκης, • πρὸς δίκης, • κατὰ δίκην HDT avec justice, justement, à bon droit ; ἄνευ δίκης ESCHL, δίκης ἄτερ ESCHL, πέρα δίκης ESCHL, βίᾳ δίκης ESCHL, δίχα δίκης PLUT sans justice;
III. action judiciaire :
1 procès, particul. procès privé, p. opp. à γραφή, action publique ; δίκην διώκειν, être poursuivant, accusateur, demandeur, δίκην φεύγειν, être poursuivi, accusé, défendeur ; ἐς δίκην ἄγειν ATT citer en justice;
2 cours du procès, débats : τῇ προτεραίᾳ τῆς δίκης PLAT le premier jour du procès ; πρὸ δίκης THC avant l’ouverture du procès;
3 le plaidoyer : δίκην εἰπεῖν XÉN plaider une cause devant un tribunal;
4 décision judiciaire, jugement ; δίκην εἰπεῖν prononcer un jugement rendu ; en gén. décision, décret;
5 conséquence d’un jugement, peine, châtiment : δίκην διδόναι (lat. pœnas dare) être puni ; δίκην διδόναι τινός HDT être puni pour qch ; δίκην ὀφελεῖν PLAT encourir une peine ; δίκην ou δίκας τίνειν, ἐκτίνειν, ὑπέχειν, subir une peine, être puni ; δίκας ἄρνυμαι obtenir justice, δίκης τυγχάνω être puni ; δίκας λαμβάνειν, tirer vengeance, se venger, ou au contr. être puni ; δίκην αἰτέειν HDT, δίκην ἔχειν, obtenir satisfaction.
Étymologie: R. Δικ, cf. δείκνυμι.

English (Autenrieth)

usage, custom, hence right, justice; αὕτη δίκη ἐστὶ βροτῶν, the ‘inevitable way,’ Od. 11.218 ; μνηστήρων οὐχ ἥδε δίκη τὸ πάροιθε τέτυκτο, Od. 18.275; ἣ γὰρ δίκη, ὁππότε πάτρης | ἧς ἀπέῃσιν ἀνήρ, Od. 19.168; δίκῃ ἠμείψατο, ‘in the way of justice,’ ‘with an appeal to justice,’ Il. 23.542; pl., judgments, decisions, Od. 11.570.