αρετή
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
Greek Monolingual
η (AM ἀρετή)
1. αγαθή φύση, εντιμότητα, χρηστότητα, καλοσύνη κάποιου
2. (για πρόσωπα και πράγματα) χαρίσματα, προτερήματα, πλεονεκτήματα
3. ικανότητα, επιτηδειότητα
4. ανδρεία, γενναιότητα
5. (για τον Θεό) μεγαλείο
6. διάκριση, δόξα, τίτλος, υπόληψη, καλή φήμη
7. εκλεκτή ποιότητα καταβολής
αρχ.
1. ευημερία, προκοπή κάποιου
2. υπεροχή σε τέχνη ή επάγγελμα, δεξιοτεχνία
3. εκδούλευση, υπηρεσία κάποιου
4. (για ζώα ή χώρες) ευφορία, γονιμότητα, παραγωγικότητα
5. (για πράγματα) τελειότητα κατασκευής
6. στον πληθ. α) ευγένεια καταγωγής
β) έξοχες, εξαιρετικές ιδιότητες
γ) γενναία, λαμπρά κατορθώματα
δ) (για θεούς) θαύματα
ε) είδος πολεμικής μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αφηρημένο ουσιαστικό που αποτελεί μάλλον υστερογενή σχηματισμό από ΙΕ άρος «καλός, ταιριαστός, κατάλληλος» και φέρει το επίθημα των αφηρημένων θηλ. ουσιαστικών -ta (πρβλ. τελετή, αήτη, λατ. iuventa). Δεν φαίνεται πιθ. η σχέση της λ. με τα αρέσκω, αρέσαι (οπότε θα επρόκειτο για πρωτογενή σχηματισμό από αρε -) ή το αραρίσκω (οπότε αρετή θα σήμαινε «συναρμογή»). Στον Όμηρο η λ. αρετή αναφέρεται κυρίως στους πολεμιστές και δηλώνει την ανδρεία και την πνευματική - σωματική υπεροχή
η αρετή αποτελεί ιδανικό για το οποίο ζει και πεθαίνει ο ομηρικός ήρωας. Αργότερα η έννοια της αρετής επεκτείνεται και σε επίπεδο ομάδας, αναφερόμενη στον πολιτισμό της αρχαίας πόλης. Η λ. παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον στη μελέτη της ιστορίας της ελληνικής σκέψης. Έτσι, λ.χ., ο Πλάτων ανάγει την αρετή σε φιλοσοφικό -ηθικό σύστημα, ενώ οι Σχολαστικοί προσδιορίζουν τέσσερεις κύριες ανθρώπινες αρετές: την ανδρεία, τη φρόνηση, τη σωφροσύνη και τη δικαιοσύνη. Στον χριστιανισμό εξάλλου η αρετή εντάσσεται στο πλέγμα των ηθικών αξιών που αναφέρονται στην ψυχή του ανθρώπου. Πίστη, ελπίδα, αγάπη, προσευχή, ταπείνωση αποτελούν ψυχικές αρετές, ενώ στη θεολογία ως κατεξοχήν ανθρώπινες αρετές θεωρούνται η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη. Η αρετή αποτελεί επίσης θεϊκή ιδιότητα και εκφράζει τη θεϊκή δύναμη, δόξα και ανωτερότητα. Γενικά η αρετή αναφέρεται στα ψυχικά και σωματικά προτερήματα του ανθρώπου, ενώ όταν χρησιμοποιείται για ζώα ή πράγματα δηλώνει προσόν, πλεονέκτημα ή ποιότητα.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. αρετώ
μσν.
αρεταίνω.
ΣΥΝΘ. (α' συνθετικό) αρχ. αρεταλόγος, αρετηφόρος
νεοελλ.
αρετολογία
(β' συνθετικό) ενάρετος
αρχ.
μισάρετος, πανάρετος, παντάρετος, φιλάρετος. Απαντούν επίσης τα ανθρωπωνύμια: Αγησάρετος, Αινησάρετος, Αιχμάρετος, Αμομφάρετος, Αμφάρετος, Αναξαρέτα, Αρεταγένης, Αρεταγέτας, Αρετάδας, Αρεταίος, Αρετακλής, Αρετάκριτος, Αρετάνασσα, Αρετάφιλος, Αρετέας, Αρέτης, Αρετοκλής, Άρετος, Αρέττιπος, Αρετώ, Αρέτων, Αρετώνυμος, Αριστάρετος, Αρχαρέτα, Δαμάρετος, Δειναρέτη, Δεξαρέτα, Δημάρετος, Ευάρετος, Εχαρέτα, Ηγησάρετος, Θαυμάρετος, Ιππαρέτη, Καλλισταρέτη, Κλεαρέτας, Κλεάρετος, Κλειναρέτη, Κλειταρέτη, Κριναρέτη, Κτησαρέτη, Κυδαρέτα, Λεαρέτη, Λυσαρέτη, Μνασάρετος, Νεαρέτα, Νικάρετος, Νικησαρέτη, Ξενάρετος, Ξηνήρετος, Ονησαρέτη, Πανάρετος, Πανταρέτη, Πασάρετος, Πεδάρετος, Πεισσάρετος, Σωσαρέτα, Σωτάρετος, Τιμαρέτη, Τιμησαρέτη, Τυχαρέτα, Φαιναρέτη, Φιλαρέτα, Χρυσαρέτα].