σκυτάλη

From LSJ
Revision as of 07:21, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠτάλη Medium diacritics: σκυτάλη Low diacritics: σκυτάλη Capitals: ΣΚΥΤΑΛΗ
Transliteration A: skytálē Transliteration B: skytalē Transliteration C: skytali Beta Code: skuta/lh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A staff, cudgel, club, D.S.3.8; σ. ἀγριέλαιος, of Heracles' club, AP9.237 (Eryc.); cf. σκύταλον:—Special usages:    1 at Sparta, staff or baton, used as a cypher for writing dispatches, a strip of leather being rolled slantwise round it, on which the dispatches were written lengthwise, so that when unrolled they were unintelligible: commanders abroad had a staff of like thickness, round which they rolled these strips, and so were able to read the dispatches:—hence σκυτάλη came to mean a Spartan dispatch, Th.1.131, X.HG3.3.8, Ar.Lys.991, Plu.Lys.19, Gell.17.9.15; and, generally, dispatch, message, as Pi. calls the bearer of his ode σκυτάλα Μοισᾶν O.6.91, where the Sch. quotes ἀχνυμένη σκυτάλη (dub. sens.) from Archil. (Fr.89.2); ἡ σκυτάλης περιτροπή, of labour in vain (cf. ὕπερος), Pl.Tht.209d.    2 pole or staff, like those of a sedan-chair, LXX Ex.30.4.    3 strickle for levelling grain piled up in a measure, σ. δικαία PTeb.823.15, PAmh.2.43.10 (both ii B.C.), cf. Poll.4.170.    4 wooden tally or ticket on a money-bag, etc., Diosc.Hist.4, D.S.13.106.    5 strip or rod of metal or ivory, κασσιτέρου Inscr.Délos 442 B170 (ii B.C.); ἐλέφαντος ibid.; cf. Hld.9.15.    6 scourge whip, Moer.p.346P.    7 handle or lever in a machine, Orib.49.3.3; handspike for turning a wheel, Ph.Bel.68.6, 85.2, Hero Bel.86.12 (pl.).    II sucker from a stem, Gp.9.11.4, al.    III cylinder or roller wherewith weights are moved, Arist.Mech.852a16, cf. CPHerm. 95.16 (iii A.D.).    IV a serpent, of uniform roundness and thickness, Nic.Th.384, Sor. ap. Philum.Ven.27.3 (for Plu.Crass.32 v. Σκύλλα).    2 a fish of like shape, Opp.H.1.184.    V finger-bone, phalanx, Paul.Aeg.6.43, Tz.H.9.126.

German (Pape)

[Seite 908] ἡ (ξύω, vgl. σκύταλον), Stock, Stab, Stecken, bes. ein oben dicker Knittel, Knüppel, Keule, Plat. Theaet. 209 d u. Sp.; auch Walze, Rvllbaum, um vasten fortzurollen, Mathem. vett. – Bei den Lacedämoniern ein geheimes Schreiben, welches auf einen Riemen od. Streifen, den man um einen Stab wickelte, so in fortlaufenden Zeilen überquer geschrieben wurde, daß nur der das Geschriebene recht lesen konnte, der den Streifen um einen Stab von gleicher Dicke wickelte; Λακωνική, Ar. Lys. 991, wo die Schol. bemerken, daß der Stab in zwei Stücke geschnitten, und eines dem Feldherrn gegeben wurde, das andere in der Stadt zurückblieb; κήρυκα πέμψαντες καὶ σκυτάλην, Thuc. 1, 131; Xen. Hell. 3, 3, 89; Gell. N. A. 17, 9; dah. übh. Nachricht, Botschaft, σκυτάλα Μοισᾶν, Pind. Ol. 6, 91. – Bei Nic. Ther. 384 eine Schlange, so dick wie ein Stock.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠτάλη: [ᾰ], ἡ, ῥάβδος, ῥόπαλον, κορύνη, «ματσοῦκα», Διόδ. 3. 8· σκ. ἀγριέλαιος, τὸ ῥόπαλον τοῦ Ἡρακλέους, Ἀνθ. Π. 9. 237· πρβλ. σκύταλον· - ἰδιαίτεραι χρήσεις: 1) ἐν Σπάρτῃ ἐκαλεῖτο οὕτω ῥάβδος κυλινδρικὴ χρησιμεύουσα πρὸς γραφὴν μυστικῶν παραγγελιῶν, οὕτω: - περιείλισσον ἱμάντα ἐκ δέρματος λοξῶς περὶ αὐτὴν καὶ ἐπ’ αὐτοῦ ἔγραφον τὴν παραγγελίαν κατὰ μῆκος, ὥστε ἦτο ἀδύνατον νὰ νοηθῶσι τὰ γεγραμμένα ἐκτυλισσομένου τοῦ ἱμάντος· οἱ δὲ ἀποδημοῦντες στρατηγοὶ εἶχον ῥάβδον τοῦ αὐτοῦ πάχους καὶ οὕτω τυλίσσοντες ἐπ’ αὐτὴν τὸν ἱμάντα ἠδύναντο νὰ ἀναγνώσωσι τὰ γεγραμμένα· - ἐντεῦθεν σκυτάλη κατήντησε νὰ σημαίνῃ παραγγελίαν τῶν ἐν Σπάρτῃ ἀρχῶν, Θουκ. 1. 131, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 8, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 991, Πλουτ. Λύσανδρ. 19, Α. Γέλλ. 17. 9· καὶ καθόλου, παραγγελία, ἄγγελμα, ὡς ὁ Πίνδ. καλεῖ τὸν φέροντα τὴν ᾠδὴν αὐτοῦ σκυτάλα Μοισᾶν, Ο. 6. 154, ἔνθα ὁ Σχολ. μνημονεύει τὴν φράσιν ἀχνυμένη σκυτάλη ἐκ τοῦ Ἀρχιλ. (Ἀποσπ. 82), πρβλ. Πλούτ. 2. 152Ε· - ἡ σκυτάλης περιτροπή, ἐπὶ κόπου ματαίου (ἴδε ἐν λέξ. ὕπερος), Πλάτ. Θεαίτ. 209D. 2) ῥάβδος, ξύλον, οἷον τὸ ξύλον φορείου, Ἑβδ. (Ἔξ. Λ΄, 4). 3) κανὼν δι’ οὗ «ἔκοπτον» τὸν ἐντὸς μέτρου σῖτον καὶ ἰσοπέδωνον αὐτὸν πρὸς τὰ χείλη τοῦ μέτρου, «κόφτρα», Πολυδ. Δ΄, 170. 4) ξύλινον πινάκιονἀβάκιον ἐπὶ βαλλαντίου ἢ σακκιδίου χρημάτων, κτλ., Διόδ. 13. 106. 5) ταινίαῥάβδος ἐκ μετάλλου, Ἡλιόδ. 9. 15. ΙΙ. βλαστὸς ἢ παραφυὰς ἀπὸ τοῦ κορμοῦ, Γεωπ. 9. 11, 4, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. κύλινδρος ἐφ’ οὗ κυλινδούμενα μεγάλα βάρη μετακινοῦνται, Ἀριστ. Μηχαν. 9. 1., 11, 1· οὕτω Λατ. scutula παρὰ τῷ Καίσ. ἐν Γαλ. Πολ. 3. 40. IV. ὄφις ἔχων τὸ αὐτὸ πάχος καὶ στρογγυλότητα, Νικ. Θηρ. 384. 2) ἰχθὺς ὅμοιος κατὰ τὸ σχῆμα, Ὀππ. Ἁλ. 1.184. V. = φάλαγξ ΙΙΙ, Τζέτζ. Ἱστ. 9, 126, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
bâton, particul. :
1 bâton à gros bout;
2 à Sparte scytale, bâton d’une grosseur déterminée sur lequel on enroulait les lanières servant à écrire les dépêches d’État ; illisible une fois déroulée, la dépêche ne pouvait être lue que roulée de nouveau sur un bâton de même grosseur ; p. ext. dépêche, message, nouvelle;
3 p. anal. sorte de gros serpent.
Étymologie: cf. lat. scutula.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
ξύλινη κυλινδρική ράβδος που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Σπαρτιάτες για αποστολή κρυπτογραφημένων μηνυμάτων
νεοελλ.
1. μικρή κυλινδρική ράβδος που χρησιμοποιούν οι αθλητές σκυταλοδρομίας
2. ναυτ. καθένας από τους μοχλούς που περιστρέφουν τον εργάτη, το εξάρτημα του πλοίου με το οποίο σηκώνεται η άγκυρα, κν. μανέλα
3. ζωολ. ονομασία οφιδίου
4. φρ. «παραδίδωπαίρνω] τη σκυτάλη» — αφήνω κάποιον να συνεχίσει το έργο μου ή διαδέχομαι κάποιον στην εκτέλεση ενός έργου
μσν.-αρχ.
καθένα από τα οστά τών δακτύλων, φάλαγγα
αρχ.
1. ξύλινο ραβδί που χρησιμοποιούσαν ως όπλο, ματσούκι, ρόπαλο («ἀναλωθέντων δὲ τῶν ὀϊστῶν, σκυτάλαις ξυλίναις διαγωνίζονται», Διόδ.)
2. η περιελιγμένη ταινία στην οποία ήταν κρυπτογραφημένο το μήνυμα που στελνόταν από τις αρχές της Σπάρτης («πέμψαντες κήρυκα οἱ ἔφοροι καὶ σκυτάλην εἶπον τοῡ κήρυκος μὴ λείπεσθαι», Θουκ.)
3. (γενικά) άγγελμα, μήνυμα («ἠυκόμων σκυτάλα Μοισᾱν», Πίνδ.)
4. καθεμιά από τις ράβδους που υποβάσταζαν φορείο («καὶ ἔσονται ψαλίδες ταῑς σκυτάλαις ὤστε αἵρειν αὐτὸ ἐν αὐταῑς», ΠΔ)
5. κανόνας με τον οποίο ισοπέδωναν το χύμα σιτάρι με τα χείλη του χρησιμοποιούμενου μέτρου χωρητικότητας
6. ξύλινη πινακίδα, αβάκιο («ὄντων δὲ τῶν χρημάτων ἐν σακκίοις, καὶ τούτων ἔχοντος ἑκάστου σκυτάλην, ἔχουσαν τὴν ἐπιγραφήν», Διόδ.)
7. ράβδος ή ταινία από μέταλλο («σκυτάλας ἐλέφαντος, κασσιτέρου», επιγρ.)
8. μαστίγιο, καμουτσίκι
9. μοχλός μηχανής
10. μέσο για την μετάδοση κίνησης σε τροχό
11. βλαστός ή παραφυάδα
12. κύλινδρος τον οποίο χρησιμοποιούσαν κυλίοντάς τον, για την μετακίνηση, πάνω σε αυτόν, μεγάλων βαρών
13. είδος φιδιού που έχει ίδιο πάχος σε όλο του το μήκος
14. (κατά τον Ησύχ.) «σκυτάλαι
αἱ ἱππικαὶ ἶλαι... ἢ θύλακες δερμάτινοι»
15. φρ. α) «σκυτάλη ἀγριέλαιος» — το ρόπαλο του Ηρακλή
β) «σκυτάλης περιτροπή» — μάταιος κόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί < αμάρτυρο τ. σκύτος «κομμάτι αποφλοιωμένου ξύλου» (πρβλ. σκύτη / σκῦτος) + επίθημα -αλο- (βλ. και λ. σκύταλον), που δηλώνει όργανο (πρβλ. πάσσ-αλος, ῥόπ-αλον) και συνδέεται με τα: λιθουαν. skutas «κομμάτι, κουρέλι», skutu «ξεφλουδίζω». Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. scutula].

Greek Monotonic

σκῠτάλη: [ᾰ], ἡ,
I. ράβδος, ρόπαλο, μπαστούνι, σε Ανθ.· στη Σπάρτη, ραβδί ή ρόπαλο σε σχήμα κυλίνδρου που χρησίμευε στη γραφή μυστικών μηνυμάτων, στην κρυπτογράφηση· μια λωρίδα από δέρμα περιελισσόταν λοξά γύρω από τη ράβδο, και πάνω σ' αυτήν γραφόταν η μυστική αναγγελία κατά μήκος, ώστε, όταν ξετυλιγόταν η λωρίδα, ό,τι είχε γραφεί ήταν ακατανόητο· εξού σκυτάλη κατέληξε να σημαίνει το μυστικό άγγελμα των Σπαρτιατών, σε Θουκ., Ξεν.· και, γενικά, το μήνυμα, σε Πίνδ. (αμφίβ. προέλ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυτάλη -ης, ἡ, Dor. σκυτάλα [~ σκῦτος] knuppel, stok; spec. in Sparta berichtenstok, een stok die werd gebruikt om boodschappen te coderen en te ontcijferen: om de stok werd schuin een stuk leer gewonden, waarop in de lengte van de stok een boodschap werd geschreven. Die was dan alleen maar leesbaar voor iemand die het stuk leer om een stok van gelijke dikte wond; spreekw..; ἡ σκυτάλης περιτροπή het om en om draaien van een berichtenstok (d.w.z. het eindeloos herhalen van dezelfde handeling) Plat. Tht. 209d; πέμψαντες κήρυκα... καὶ σκυτάλην door een bode met een berichtenstok te sturen Thuc. 1.131.1; vandaar (geheim) bericht (uit Sparta); uitbr. boodschapper. Pind. een slangensoort. Plut. Crass. 32.5.

Russian (Dvoretsky)

σκῠτάλη: дор. σκῠτάλᾱ (τᾰ) ἡ
1) булава, палица, дубина Plat., Diod., Plut., Luc., Anth.;
2) скитала (род шифрованного послания у спартанцев; послание писалось на спирально обернутом вокруг палки ремне, а адресат прочитывал его, наматывая полученный ремень на палку такой же толщины и формы) Thuc., Xen.;
3) послание, весть Pind., Plut.;
4) деревянная табличка (с указанием количества денег в мешке) Diod.;
5) скитала (род змеи) Plut.;
6) каток (для перекатывания тяжестей) Arst.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: stick, club, spar, drum in diff. technical mean. (Archil., Pi.). From the lit. is esp. known the letter-staff, which the Spartans used for secret dispatches. Metaph. as des. of a snake (Nic. a. o.), of a fish (Opp.; Strömberg Fischn. 36).
Other forms: Beside σκύταλον n. stick, club (Pi., Hdt., Ar., X.).
Derivatives: Dimin. σκυτάλ-ιον n. (Ar., hell. a. late), -ίς f. (Hdt., hell a. late); further -ίας m. as name of a σίκυος (Thphr.; Strömberg Theophr. 91) a. o.; -ωτός provided with a σ. (Hero, EM); -ισμός m. fist-law, in Argos (D.S., Plu.); -όομαι to be clubbed (EM, H.) with -ωσις (Trozen).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Instrument name like ῥόπαλον, πάσσαλος a. o. (Chantraine Form. 245 f.); no certain connection. First from *σκύτος (cf. σκυτίζει σπαράττει H. ?), which agrees formally with Lith. skùtas rag, piece, patch. Besides the primary verb skutù, skùsti shave, plane, peel (cf. on ξύω); so *σκύος, -άλη prop. *'planed piece of wood'? (Lith. skutùlė wooden box with cover (Rozwadowski, s. Glotta 2, 356) is a loan from MLG schuttel, from Lat. scutella). -- Lat. LW [loanword] scutula. Cf. σκῦρος, σκύτη and σκῦτος.