νῆστις

From LSJ
Revision as of 20:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῆστις Medium diacritics: νῆστις Low diacritics: νήστις Capitals: ΝΗΣΤΙΣ
Transliteration A: nē̂stis Transliteration B: nēstis Transliteration C: nistis Beta Code: nh=stis

English (LSJ)

gen. ιος or ιδος, ὁ and ἡ (v. infr.); also dat.

   A νήστει Hp. Acut.60: pl. νήστεις Antiph.138, D.H.Rh.9.16: (νη-, ἔδω):—not eating, fasting, of persons, ἀνώγοιμι πτολεμίζειν υἷας Ἀχαιῶν νήστιας, ἀκμήνους Il.19.207; νήστιες ἄχρι… κνέφαος Od.18.370, cf. Diocl.Fr.43, Ev.Matt.15.32, etc.; νήστισιν ἐπιθέντες οἱ πολέμιοι Onos.12.1: c. gen., νῆστις βορᾶς E.IT973: metaph., νῆστιν ἀνὰ… ψάμμαν over the hungry sand, A.Pr.573 (lyr.).    2 with an abstract Subst., freq. in A., νῆστιν νόσον famine, Ag. 1016 (lyr.); ν. λιμός Ch.250; νήστισιν αἰκίαις the pains of hunger, Pr.599 (lyr.); νήστιδες δύαι Ag.1621; also νῆστις ὀσμή the bad breath of one fasting, Phryn.PSp.91 B.    3 Act., causing hunger, starving, πνοαὶ νήστιδες A.Ag.193 (lyr.).    II as Subst., νῆστις, ἡ, acc. νῆστιν Ar.Fr.318.3, 506.4, Eub.110.    1 the intestinum jejunum, from its always being found empty, Hp.Carn. 19, Ar.Fr.506.4, Eub.63.5 (anap.), cf. Arist.PA675b33.    2 ν. κεστρεύς, fish so called because its stomach was always found empty, Ar.Fr.156, etc.: hence in Com., of 'empty bellies', ἐγὼ δὲ κεστρεὺς νῆστις οἴκαδ' ἀποτρέχω Alex.256, etc., cf. Ath.7.307d.    3 Νῆστις, ἡ, = ὕδωρ, Emp.6.3, cf. Alex.322.

German (Pape)

[Seite 254] ιος u. ιδος (νη – ἐσθίω), nicht essend, fastend, u. nicht gegessen habend, nüchtern; Il. 19, 207; νήστιες, Od. 18, 370; νῆστιν, Aesch. Prom. 573; νῆστις βορᾶς, Eur. I. T. 973; Theopomp. bei Ath. VII, 308 a, wo der κεστρεύς νῆστις heißt u. der Grund dieses Namens angegeben wird; auch akt., Hunger erregend, πνοαὶ νήστιδες, Ag. 186, πόνος, 322, νῆστιν ὤλεσεν νόσον, 989, αἱ νή. στιδες δύαι, 1604, λιμός, Ch. 248. Es findet sich auch der gen. νήστεως u. plur. νήστεις, vgl. Lob. zu Phryn. 326. – Ἡ νῆστις ist auch der Leerdarm, intestinum jejunum, weil er immer leer gefunden wird. – Empedocl. bei Arist. de anim. 1, 5 nannte so das Element des Wassers u. der Luft. S. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

νῆστις: ὁ καὶ ἡ, γεν. -ιος ἢ -ιδος, ἴδε κατωτ.· ὡσαύτως δοτ. νήστει Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394. πληθ. νήστεις, Ἀντιφάν. ἐν «Λάμπωνι» 1, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 9. 16· (νη-, ἐσθίω)· - ὁ μὴ ἐσθίων, ὁ νηστεύων, ἐπὶ προσώπων, ἀνώγοιμι πτολεμίζειν υἷας Ἀχαιῶν νήστιας, ἀκμήνους Ἰλ. Τ. 207· νήστιες ἄχρι... κνέφαος Ὀδ. Σ. 370· ὡσαύτως μετὰ γεν., νῆστις βορᾶς Εὐρ. Ι. Τ. 973· πλανᾷ τε νῆστιν ἀνὰ τὰν παραλίαν ψάμμαν Αἰσχύλ. Πρ. 573. 2) ὁ Αἰσχύλ. συχνάκις μεταχειρίζεται τὴν λέξ. μετ’ ἀφῃρ. οὐσιαστ., νῆστιν νόσον, πεῖναν, ἐν Ἀγ. 1016· ν. λιμὸς ὁ αὐτ. ἐν Χο. 250· νήστισιν αἰκίαις, μὲ τούς πόνους τῆς νηστείας, ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 600· πόνος ν. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 330· νήστιδες δύαι αὐτόθι 1622· ὡσαύτως, νῆστις ὀσμή, ἡ κακὴ ὀσμὴ τῆς ἀναπνοῆς τοῦ νηστεύοντος (πρβλ. νηστεύω), Α. Β. 52. 3) ἐνεργ., ὁ προξενῶν πεῖναν, πνοαὶ νήστιδες Αἰσχύλ. Ἀγ. 194. ΙΙ. ὡς οὐσιαστικ. νῆστις, ἡ, αἰτ. νῆστιν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421, Εὔβουλ. ἐν «Τίτθαις», 1, κ. ἀλλ.· πληθ. νῆστις Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302. 1) τὸ ἀείποτε κενὸν ἔντερον, intestinum jejunum, Ἱππ. 252. 8, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὔβουλ. ἐν «Λάκωσιν» 1. 5, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, ἐν τέλ. 2) παρὰ τῷ Ἐμπεδ. 161, 212, Νῆστις, Σικελική τις θεότης παριστάνουσα τὸ στοιχεῖον τοῦ ὕδατος, πρβλ. Εὐστ. 1130. 14. 3) ἰχθύς τις ἐκ τοῦ εἴδους τῶν κεστρέων, διότιστόμαχος αὐτοῦ εὑρίσκεται ἀείποτε κενός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 203, 302, κτλ.· - ἐντεῦθεν καὶ πολλὰ σκώμματα περὶ ἀνθρώπων λαιμάργων, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 307 κἑξ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.

French (Bailly abrégé)

ιος ou ιδος (ὁ, ἡ)
1 qui est à jeun ou qui jeûne;
2 qui excite la faim.
Étymologie: νη-, ἔδω.

English (Autenrieth)

ιος (νη-, ἔδω): not eating, without food, fasting.

English (Strong)

from the inseparable negative particle ne- (not) and ἐσθίω; not eating, i.e. abstinent from food (religiously): fasting.

English (Thayer)

accusative plural νήστεις and (so Tdf. (cf. Proleg., p. 1183) νῆστις (see Lob. ad Phryn., p. 326; Fritzsche, Commentary on Mark , p. 796f; cf. (WH s Appendix, p. 157b); Buttmann, 26 (23)), ὁ, ἡ (from νή and ἐσθίω, see νήπιος), fasting, not having eaten: Homer, Aeschylus, Hippocrates (430 B.C.>), Aristophanes, others.)

Greek Monolingual

(I)
νῆστις, ἡ (Α)
βλ. νήστιδα.
(II)
ο, η (Α νῆστις, γεν. -ιος και -ιδος)
(για πρόσ.) αυτός που δεν τρώει, νηστικός
αρχ.
1. αυτός που επιφέρει νηστεία («πνοαὶ δ' ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι», Αισχύλ.)
2. το αρσ. ως ουσ. (με σκωπτική σημ.) είδος λαίμαργου ψαριού του γένους τών κεστρέων, που ονομάστηκε έτσι επειδή το στομάχι του ήταν πάντοτε άδειο (α. «διὰ τί νῆστις μόνος τῶν ἰχθύων ὁ κεστρεὺς καλεῑται», Αριστοφ.
β. «ἆρ' ἔνδον ἀνδρῶν κεστρέων ἀποικία; ὡς μὲν γάρ εἰσι νήστιδες γιγνώσκετε», Αριστοφ.)
3. φρ. α) «νήστεις αἰκίαι, δύαι» — οι πόνοι της νηστείας
β) «νῆστις νόσος» ή «νῆστις λιμός» — ο λιμός (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. (νῆστις < νη-εδ-τις) με α' συνθετικό το στερ. πρόθημα νη- και β' συνθετικό το θ. εδ- του ρ. ἔδω «τρώω» με συριστικοποίηση (τροπή σε -σ-) του -δ- προ του -τ- (πρβλ. ὠμ-ηστής, ἐσθίω). Σχετικά με την κατάλ. -τι-ς έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Κατά μία άποψη, ο τ. νῆστις είναι ουσιαστικοποιημένος τ. του γ' εν. προσώπου νῆστι «δεν τρώει» (< στερ. πρόθημα νη- + ἔδμι «τρώω»). Κατ' άλλους, το επίθημα της λ. θα μπορούσε να παραβληθεί με τα επιθήματα τών μάρπ-τις, μάν-τις εξίσου αβέβαιης προέλευσης. Πιθανότερη, τέλος, θεωρείται η άποψη ότι το β' συνθετικό της λ. ανάγεται σε αμάρτυρο ἔδτις (< ἔδω «τρώω»), όν. δηλωτικό του δράστη ενέργειας του ρ. (πρβλ. νήστης [Ι])].

Greek Monotonic

νῆστις: -ιος, ὁ και ἡ (νη-, ἐσθίω), γεν. -ιος ή -ιδος, πληθ. νήστιες ή νήστεις·
1. αυτός που δεν τρώει, που απέχει από το φαγητό· λέγεται για πρόσ., σε Όμηρ.· με γεν., νῆστις βορᾶς, σε Ευρ.· μεταφ., νῆστιν ἀνὰ ψάμμαν, πάνω από την «πεινασμένη» άμμο, σε Αισχύλ.
2. νῆστις νόσος, λιμός, φοβερή πείνα, λιμός, στον ίδ.· νήστισιν αἰκίαις, με πόνους από την πείνα, σε Αισχύλ.· νήστιδες δύαι, στον ίδ.
3. Ενεργ., αυτός που προκαλεί πείνα, που οδηγεί στη λιμοκτονία· πνοαὶ νήστιδες, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

νῆστις: II ἡ (acc. νῆστιν) анат. тощая кишка Arph., Arst.

Russian (Dvoretsky)

νῆστις: ιος и ῐδος adj. [νη + ἔδω
1) (тж. ν. βορᾶς Eur.) ничего не евший, голодный (νήστιες ἄχρι κνέφαος Hom.);
2) возбуждающий или причиняющий голод (πνοαί Aesch.): ν. νόσος Aesch. голод (вследствие неурожая); νήστιες αἰκίαι Aesch. мучительный голод; νήστιδες δύαι Aesch. бедствия, приносимые голодом.

Frisk Etymological English

-ιος, -ιδος
Grammatical information: m. a. f.
Meaning: not eating, fasting, sober (jejune) (Il.); subst. f. part of the small intestine, intestinum ieiunum, as it was found always empty upon section (Hp., Arist.; Strömberg Wortstudien 63); second. masc. νήστης (Semon., Arist.), f. νήστειρα (Nic. Al. 130; Fraenkel Nom. ag. 1, 126 A. 2). With pleonastic ἀ- (cf. ἀβέλτερος) ἄνηστις = ἄσιτος (A. Fr. 433 Mette, Cratin. 45).
Other forms: dat. also -ει, nom. pl. also -εις.
Derivatives: νηστεύω fast with νηστεία, f. fasting (IA.) and the rare and late adj. νήστιμος (pap.; Arbenz 87), -ικός (Aët.) belonging to fasting.
Origin: IE [Indo-European] [not in Pok.] *n̥-h₁d-ti- not eating, fasting, sober
Etymology: From the negation n̥- and the verb for eat (not as substantiv. of 3. sg. *νῆστι he does not eat; Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 48 = Kl. Schr. 2, 1150, Syntax 2,252 (Schwyzer 504 n. 6). -- On the Sicilian watergoddess Νῆστις (Emp. 6, 3), which does not belong here s. Mayer Mél. Bq 2, 135 f. w. further lit.

Middle Liddell

νῆστις, ιος, ὁ, [νη-, ἐσθίω
1. not eating, fasting, of persons, Hom.; c. gen., νῆστις βορᾶς Eur.:—metaph., νῆστιν ἀνὰ ψάμμον over the hungry sand, Aesch.
2. νῆστις νόσος, λιμός hungry famine, Aesch.; νήστισιν αἰκίαις the pains of hunger, Aesch.; νήστιδες δύαι Aesch.
3. act. causing hunger, starving, πνοιαὶ νήστιδες Aesch.

Frisk Etymology German

νῆστις: -ιος, -ιδος,
{nē̃stis}
Forms: Dat. auch -ει, Nom. pl. auch -εις m. u. f.; sekund. mask. νήστης (Semon., Arist. u.a.), f. νήστειρα (Nik. Al. 130; Fraenkel Nom. ag. 1, 126 A. 2). Mit pleonastischem ἀ- (vgl. ἀβέλτερος) ἄνηστις = ἄσιτος (A. Fr. 433 Mette, Kratin. 45).
Meaning: nicht essend, fastend, nüchtern (seit Il.); Subst. f. Teil des Dünndarms, intestinum ieiunum, weil es bei den Sektionen immer leer befunden wurde (Hp., Arist. u. a.; Strömberg Wortstudien 63);
Derivative: Davon das Verb νηστεύω fasten mit νηστεία, -η f. das Fasten (ion. att.) und die seltenen und späten Adj. νήστιμος (Pap. u.a.; Arbenz 87), -ικός (Aët.) zum Fasten gehörig.
Etymology : Von der Satznegation νε- und dem Verb für essen, u. zw. vielleicht als Substantivierung der 3. sg. *νῆστι er ißt nicht; Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 48 = Kl. Schr. 2, 1150, Syntax 2,252 (Schwyzer 504 A. 6). — Zur sizilischen Wassergöttin Νῆστις (Emp. 6, 3), die nicht hierher gehört, s. Mayer Mél. Bq 2, 135 f. m. weiterer Lit.
Page 2,318

Wikipedia EN

The jejunum (/dʒɪˈdʒuːnəm/) is the second part of the small intestine in humans and most higher vertebrates, including mammals, reptiles, and birds. Its lining is specialized for the absorption by enterocytes of small nutrient molecules which have been previously digested by enzymes in the duodenum.

The jejunum lies between the duodenum and the ileum and is considered to start at the suspensory muscle of the duodenum, a location called the duodenojejunal flexure. The division between the jejunum and ileum is not anatomically distinct. In adult humans, the small intestine is usually 6-7m long, about two-fifths of which (2.5 m) is the jejunum.

Wikipedia FR

Le jéjunum (de l'adjectif latin jejune, qui signifie « jeûne » ou « affamé ») est la partie centrale de l'intestin grêle, en aval du duodénum et en amont de l'iléon. Chez l'Homme adulte, il mesure en général de 2 à 8 m de long et son diamètre est de l'ordre de 2 à 4 cm. Il commence juste après l'angle de Treitz (ou angle duodéno-jéjunal), qui fait la jonction entre le duodénum et le jéjunum.

Il apparaît plus rouge que l'iléon, ceci est dû à sa vascularisation plus importante. Il n'est vascularisé que par l'artère mésentérique supérieure et ses nombreuses branches.

Le pH du jéjunum est en général entre 7 et 8 (neutre ou légèrement alcalin). Le jéjunum et l'iléon sont suspendus par le mésentère, qui confère une grande mobilité à l’intestin au sein de l'abdomen.

Au sein de la cavité abdominale, le jéjuno-iléon est entouré par le cadre colique.

La paroi interne du jéjunum est constituée d'une muqueuse tapissée de nombreux replis, qui permettent une meilleure absorption des lipides, des glucides et des protides grâce à l'augmentation de la surface totale interne. Il est formé ensuite d'une musculeuse dont les fibres internes sont circulaires et les fibres externes longitudinales.

Wikipedia DE

Das Jejunum (Leerdarm) ist ein Teil des Dünndarms. Es macht beim Menschen etwa 2⁄5 des Dünndarms aus und ist mit bis zu zwei Metern Länge der zweitlängste der drei Abschnitte des Dünndarms. Er schließt sich an das Duodenum (Zwölffingerdarm) an und geht in das Ileum (Krummdarm) über. Seinen deutschen Namen „Leerdarm“ verdankt er der Tatsache, dass er nach dem Tod zumeist leer ist. Wie in den übrigen Teilen des Dünndarms finden im Leerdarm Verdauungsvorgänge und die Aufnahme der Nahrungsbestandteile (Kohlenhydrate, Proteine, Fette, Vitamine, Salze und Wasser) statt. Das „Magenknurren“ entsteht nicht im Magen, sondern wird durch Luftgeräusche im Jejunum verursacht. Daher wird dieser Darmteil auch als Knurrdarm bezeichnet.

Chinese

原文音譯:nÁstij 尼-士提士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:(反)喫(著)
字義溯源:未進食,禁食,空著肚,餓著;由(νή)X*=不)與(ἐσθίω / ἔσθω)=喫)組成,而 (ἐσθίω / ἔσθω)出自(ἑδραίωμα)X*=喫)。參讀 (νήπιος)同源字參讀 (ἄσιτος)同義字
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編
1) 餓著(2) 太15:32; 可8:3