σκηνόω

From LSJ
Revision as of 15:29, 13 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνόω Medium diacritics: σκηνόω Low diacritics: σκηνόω Capitals: ΣΚΗΝΟΩ
Transliteration A: skēnóō Transliteration B: skēnoō Transliteration C: skinoo Beta Code: skhno/w

English (LSJ)

A pitch tents, encamp, ἐσκήνωσαν v.l. for ἐσκήνησαν in X.An.2.4.14; σκηνοῖεν v.l. for σκηνῷεν (cj.) in ib.7.4.12.
2 = σκηνέω (q.v. sub fin.), live in a tent or dwell in a tent, ἐν τῷ ὁμοῦ σκηνοῦν prob. cj. in Id.Cyr.2.1.25: generally, settle, take up one's abode, κατὰ τὰς κώμας σκηνοῦν Id.An.4.5.23; σκηνοῦν ἐν ταῖς οἰκίαις ib.5.5.11; ἐν τῇ ἀκροπόλει, οὗπερ αὐτὸς ἐσκήνου Id.HG5.4.56, cf. LXX Jd.5.17, al., J.AJ3.12.6: metaph., ὁ λόγος . . ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν Ev.Jo.1.14:—hence in pf.Pass., live or be, πόρρω ἐσκήνωται (v.l. ἐσκήνηται) τοῦ θανάσιμος εἶναι Pl.R. 610e.
II trans., pitch a tent, σκηνὰς . . σκηνώσας Polyaen.7.21.6.
2 τὸν τόπον τὸν νῦν σκενοῖ (sic) the place which he now inhabits, dub. in PCair.Zen.499.89 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 895] 1) ein Zelt, eine Hütte, Laube errichten, bauen, σκηνάς Polyaen. 7, 21, 6. – 2) in einem Zelte wohnen, übh. sich ansiedeln, niederlassen, aufhalten; pass. oder med., οὕτω πόῤῥω ἐσκήνωται τοῦ θανάσιμος εἶναι, Plat. Rep. X, 610 e; wie σκηνέω, lagern, Xen. An. 2, 4, 14. 7, 4, 11; ἐν ταῖς οἰκίαις, 5, 5, 11; schmausen, Cyr. 6, 1, 49.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνόω: στήνω σκηνάς, στρατοπεδεύομαι, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 14., 7. 4, 11. 2) = σκηνέω (ὃ ἴδε ἐν τέλ.), ζῶ, κατοικῶ ἐν σκηνῇ, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 1, 25· καθόλου, κατοικίζομαι, καταλύω, κατὰ τὰς κώμας ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 5, 23· ταῖς οἰκίαις αὐτόθι 5. 5, 11· ἐν τῇ ἀκροπόλει ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 5. 4, 56· ― ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ. πρκμ., ζῶ, εἶμαι, ὑπάρχω, πόρρω ἐσκήνωται (διάφορ. γραφ. ἐσκήνηται) τοῦ θανάσιμος εἶναι Πλάτ. Πολ. 610Ε. ΙΙ. στήνω σκηνήν, Πολύαιν, 7. 21, 6. 2) κατοικῶ μετὰ σκηνῶν, ἐρείπια Πλουτ. Κάμιλλ. 31.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. σκηνώσω, ao. ἐσκήνωσα, pf. Pass. ἐσκήνωμαι;
I. tr. dresser une tente ; fig. ἐρείπια PLUT s’établir dans des ruines;
II. intr. :
1 planter des tentes, camper;
2 vivre sous une tente;
3 en gén. prendre ses quartiers : κατὰ κώμας XÉN dans des villages ; ἐν οἰκίαις XÉN dans des habitations;
4 p. ext. habiter, résider, ἔν τινι.
Étymologie: σκήνος.

English (Strong)

from σκῆνος; to tent or encamp, i.e. (figuratively) to occupy (as a mansion) or (specially), to reside (as God did in the Tabernacle of old, a symbol of protection and communion): dwell.

English (Thayer)

σκήνω; future σκηνώσω; 1st aorist σκηνωσα; "to fix one's tabernacle, have one's tabernacle, abide (or live) in a tabernacle (or tent), tabernacle" (often in Xenophon; Demosthenes, p. 1257,6); God σκηνώσει ἐπ' αὐτούς, will spread his tabernacle over them, so that they may dwell in safety and security under its cover and protection, to dwell (ἐν with a dative of place, ἐν ταῖς οἰκίαις, Xenophon, an. 5,5, 11); ἐν ἡμῖν, among us, μετά τίνος, with one, σύν τίνι, to be one's tent-mate, Xenophon, Cyril 6,1, 49. (Compare: ἐπισκηνόω, κατασκηνόω.)

Greek Monotonic

σκηνόω: μέλ. -ώσω (σκηνή
I. 1. στήνω σκηνές, κατασκηνώνω, σταθμεύω, στρατοπεδεύω, σε Ξεν.
2. σκηνέω, διαμένω σε σκηνή, στον ίδ.· γενικά, εγκαθίσταμαι, καταλύω, στον ίδ.· σε Παθ. παρακ., ζω ή είμαι, υπάρχω, σε Πλάτ.
II. καταγίνομαι επαγγελματικά με την κατασκευή σκηνών ή στήνω σκηνή, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σκηνόω: тж. med. Xen., Plat., Plut., NT = σκηνάω и σκηνέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκηνόω [σκηνή] ook med. zijn tent opslaan, zich legeren:. σ. ἐν ταῖς οἰκίαις zijn intrek nemen in de huizen Xen. An. 5.5.11.

Middle Liddell

σκηνόω, fut. -ώσω σκηνή
I. to pitch tents, encamp, Xen.
2. = σκηνέω, to dwell in a tent, Xen.: generally, to settle, take up one's abode, Xen.:—in perf. pass. to live or be, Plat.
II. to occupy with tents, Plut.

Chinese

原文音譯:skhnÒw 士咳挪哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:帳棚 相當於: (אָהַל‎)
字義溯源:住帳棚,住,支搭帳棚,用帳棚,會幕;源自(σκῆνος)=茅舍),而 (σκῆνος)出自(σκηνή)=帳棚), (σκηνή)出自(σκεῦος)*=器具),或出自(σκιά)=影子*)參讀 (ἀπολείπω)同義字
同源字:1) (ἐπισκηνόω)搭棚於其上 2) (κατασκηνόω)紮營 3) (κατασκήνωσις)宿營 4) (σκηνή)帳棚 5) (σκηνοπηγία)住棚節 6) (σκηνοποιός)製帳棚者 7) (σκῆνος)茅舍 8) (σκηνόω)住帳棚 9) (σκήνωμα)帳幕
出現次數:總共(5);約(1);啓(4)
譯字彙編
1) 支搭帳幕(2) 啓12:12; 啓13:6;
2) 他要支搭帳幕(1) 啓21:3;
3) 用帳幕(1) 啓7:15;
4) 住(1) 約1:14