τρικυμία

From LSJ
Revision as of 17:49, 17 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐκῡμία Medium diacritics: τρικυμία Low diacritics: τρικυμία Capitals: ΤΡΙΚΥΜΙΑ
Transliteration A: trikymía Transliteration B: trikymia Transliteration C: trikymia Beta Code: trikumi/a

English (LSJ)

ἡ,
A group of three waves, τὸ μέγιστον (κῦμα) τῆς τρικυμίας = the biggest wave of the group of three Pl.R.472a; ἑτέραν περιμεῖναι χἀτέραν τρικυμίαν = resist one enormous wave after another Men.536.8: then, a mighty wave or swell, E.Hipp.1213, Tr.83 (pl.), Id.ap Satyr. Vit.Eur.Fr.38 iii 14, Com.Adesp. in PSI10.1176.11: metaph. κακῶν τρικυμία = enormous waves of evils A.Pr.1015; σῶσαι ἐκ τῆς τρικυμίας τοῦ λόγου = save from the third wave of discourse Pl.Euthd.293a; ἐν ἁπάσαις τρικυμίαις τῆς τύχης = in all the violent waves of chance Luc.Dem.Enc.33; αἱ τῶν βασάνων τρικυμίαι = the swelling waves of tortures LXX4 Ma.7.2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 la troisième vague, plus forte sur certaines côtes que les deux premières;
2 vague énorme ; fig. déluge (de maux, de paroles, etc.) ; p. ext. calamité.
Étymologie: τρεῖς, κῦμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρικυμία -ας, ἡ [τρι -, κῦμα] drievoudige golf, enorme golf; overdr.. κακῶν τρικυμία tsunami van ellende Aeschl. PV 1015; σῶσαι ἐκ τῆς τρικυμίας τοῦ λόγου redden uit de stormvloed van het betoog Plat. Euthyd. 293a.

German (Pape)

[ῡ], ἡ, dreifache, dah. sehr große Woge, od. richtiger die dritte Woge, die an einigen Küsten regelmäßig größer und gefährlicher als die beiden vorhergehenden sein soll, wie in andern Gegenden die zehnte, dah. fluctus decumanus der Römer; Αἰγαῖον πόρον τρικυμίαις βρέμοντα, Eur. Troad. 83; und übertragen, τρικυμία κακῶν, Aesch. Prom. 1017; vgl. σὺν κλύδωνι καὶ τρικυμίᾳ, Eur. Hipp. 1213; und so Luc. ἐν ἁπάσαις τρικυμίαις τῆς τύχης, Dem. enc. 33. – Auch τρικυμία λόγου, ungeheurer Wortschwall, Plat. Euthyd. 293a; vgl. Jacobs Ach.Tat. p. 879.

Russian (Dvoretsky)

τρῐκῡμία:третий, т. е. самый сильный и опасный вал (ср. лат. fluctus decumanus, русск. девятый вал) Eur., Plat.: κακῶν τ. Aesch. лавина бедствий; ἐν ἁπάσαις τρικυμίαις τῆς τύχης Luc. во всех житейских бурях; ἡ τ. τοῦ λόγου Plat. неудержимый поток слов.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και τρικυμιά Ν
μεγάλη θαλασσοταραχή, φουρτούνα
νεοελλ.
μτφ.
1. πνευματική, ψυχική ταραχή («σ' εκείνη την τρικυμιά, που μ' άνοιξε το μνήμα», Σολωμ.)
2. δυσμενής περίσταση, ταλαιπωρία («πέρασε πολλές τρικυμίες στα γεροντάματα»)
αρχ.
1. πολύ μεγάλο κύμα ή το τρίτο κύμα, που είναι συνήθως μεγαλύτερο και πιο επικίνδυνο από τα δύο προηγούμενα («ἑτέραν περιμεῖναι χἀτέρον τρικυμίαν», Μέν.)
2. φρ. α) «τρικυμία κακῶν» — η δίνη που επιφέρουν οι συμφορές (Αισχύλ.)
β) «τρικυμία τῆς τύχης» — καταδρομή της τύχης (Λουκιαν.)
γ) «τρικυμία λόγου» — τερατώδης κομπορρημοσύνη (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κῦμα + κατάλ. -ία (πρβλ. πεντα-κυμία)].

Greek Monotonic

τρῐκῡμία: ἡ (κῦμα), το τρίτο κύμα, ως εκ τούτου πελώριο κύμα επειδή το τρίτο υπέθεταν πως ήταν το μεγαλύτερο (όπως στη Λατ. το fluctus decu­ma­nus), σε Πλάτ.· μεταφ., τρικυμία κακῶν, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκῡμία: ἡ, τὸ τρίτον κῦμα, πελώριον κῦμα, ὅταν τρία κύματα συναφθῶσιν εἰς ἕν, ἐπειδὴ τὸ τρίτον ὑπετίθετο ὡς τὸ μέγιστον (ὡς ἐν τῇ Λατ. fluctus decumanus)· τὸ μέγιστον (κῦμα) τῆς τρικυμίας Πλάτ. Πολ. 472Α· ἑτέραν περιμεῖναι χἀτέραν τρ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 7. 8· ἀκολούθως καθόλου, ὡς καὶ νῦν, ἰσχυρὰ κύματα, ταραχὴ θαλάσσης, «φουσκοθαλασσιά», Εὐρ. Ἱππ. 1213, Τρῳ. 83· - μεταφ., τρ. κακῶν Αἰσχύλ. Πρ. 1015· σῶσαι ἐκ τῆς τρ. τοῦ λόγου Πλάτ. Εὐθύδ. 293Α· ἐν ἁπάσαις τρ. τῆς τύχης Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 33.

Middle Liddell

τρῐ-κῡμία, ἡ, κῦμα
the third wave, a huge wave, for the third was supposed to be the largest (as in Lat. the fluctus decumanus), Plat.:—metaph., τρ. κακῶν Aesch.

English (Woodhouse)

crop, storm, big wave, big waves

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=τό τρίτο κῦμα, πελώριο κῦμα, φουσκοθαλασσιά). Ἀπό τό τρίς + κῦμα τοῦ κύω (=φουσκώνω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στίς λέξεις κῦμα καί τρίαινα.