καθαίρεσις

From LSJ
Revision as of 15:07, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθαίρεσις Medium diacritics: καθαίρεσις Low diacritics: καθαίρεσις Capitals: ΚΑΘΑΙΡΕΣΙΣ
Transliteration A: kathaíresis Transliteration B: kathairesis Transliteration C: kathairesis Beta Code: kaqai/resis

English (LSJ)

καθαιρέσεως, ἡ,
A pulling down, demolition, Th.5.42, Isoc.7.66, X.HG2.2.15, IG22.1672.75 (iv B.C.), PMagd.9.6 (iii B.C.), etc.: metaph., τινῶν, opp. οἰκοδομή, 2 Ep.Cor.10.8; ἀναστήσωμεν τὴν καθαίρεσιν τοῦ λαοῦ ἡμῶν LXX 1 Ma.3.43: in concrete sense, αἱ καθαιρέσεις the débris, Ph.Bel.92.31.
2 generally, overthrow, subjugation, Jul.Caes. 320d; τῆς ἀνέτου ἐξουσίας Hdn.2.4.4; Ἰουλιανοῦ Id.3.1.1; killing, Plu.Ant.82.
3 reduction, diminution, opp. πρόσθεσις, Arist.Ph. 207a23: Medic., bringing down superfluous flesh, lowering, reducing, Hp.Epid.6.3.1, cf. Gal.17(2).368; τῶν σωμάτων Arist.GA738a31; τῶν ὄγκων Pl.Ti.58e.
4 eclipse of sun or moon (with reference to the magical process of drawing down those bodies), Sch.A.R.3.533 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1279] ἡ, das Herunternehmen, Niederwerfen, Niederreißen, Zerstören; τῶν ὄγκων Plat. Tim. 58 a; τοὺς νεωσοίκο υς ἐπὶ καθαιρέσει ἀποδόσθαι, zur Niederreißung verpachten, Isocr. 7, 66; Xen. Hell. 2, 2, 15 u. Sp. Gegensatz von αὔξησις, Arist. phys. ausc. 3, 6; σωμάτων, Abmagerung, gen. an. 2, 4; Hippocr. – Das Tödten, der Mord, Plut. Anton. 82 u. A. – Absetzung, Ἰουλιανοῦ Hdn. 3, 1, 1.

French (Bailly abrégé)

καθαιρέσεως (ἡ) :
1 destruction (d'une ville, etc.);
2 meurtre.
Étymologie: καθαιρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθαιρέσεως, ἡ [καθαιρέω] afbraak, verwoesting:; τοῦ Πανάκτου καθαίρεσις de verwoesting van Panacton Thuc. 5.42.1; overdr.: εἰς καθαίρεσιν ὑμῶν om u te schaden NT 2 Cor. 10.8. levensbeeïndiging:. συνεργὸς τῆς καθαιρέσεως helper bij haar levensbeeïndiging Plut. Ant. 82.4. het slinken; geneesk. vermagering.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθαίρεσις: εως ἡ
1 разрушение, снос, уничтожение (τοῦ Πανάκτου Thuc.; τῶν τειχῶν Xen.; ὀχυρωμάτων NT);
2 уменьшение, убывание (τῶν ὄγκων Plat.);
3 исхудание (τῶν σωμάτων Arst.);
4 умерщвление, убийство (sc. Κλεοπάτρας Plat.);
5 отнимание: ἔστι τὸ ἄπειρον ἐπὶ καθαιρέσει Arst. бесконечное существует (для нас) путем отнимаиия, т. е. как негативное понятие.

English (Strong)

from καθαιρέω; demolition; figuratively, extinction: destruction, pulling down.

English (Thayer)

καθαιρεσεως, ἡ (καθαιρέω, which see), a pulling down, destruction, demolition: ὀχυρωμάτων (A. V. of strongholds), τῶν τειχῶν, Xenophon, Hell. 2,2, 15; 5,1, 35; Polybius 23,7, 6; Diodorus excerpt. leg. 13; destructio murorum, Suetonius, Galba 12); εἰς οἰκοδομήν καί οὐκ εἰς καθαίρεσιν ὑμῶν, for building up (increasing) not for casting down (the extinction of) the godly, upright, blessed life you lead in fellowship with Christ (see οἰκοδομή, 1): Thucydides down.)

Greek Monotonic

καθαίρεσις: καθαιρέσεως, ἡ (καθαιρέω), ανατροπή, κατεδάφιση, σε Θουκ., Ξεν.· καταστροφή, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

καθαίρεσις: -εως, ἡ, τὸ καθαιρεῖν, καταστρέφειν, καταστροφή, φόνος, σφαγή, Στησίχ. παρὰ Σουΐδ., Πλουτ. Ἀντών. 82· κατάλυσις, κατεδάφισις, Θουκ. 5. 42, Ἰσοκρ. 153Β, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 15· ἡ τῆς ἐξουσίας, κατάλυσις, ἀνατροπή, Ἡρῳδιαν. 2. 4, 9, πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ι΄, 8· ἡ κ. τοῦ λαοῦ = ὁ λαὸς ὁ καθαιρεθεὶς Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Γ 43)· - αἱ καθαιρέσεις, τὰ ἐρείπια, Ἀθήν. περὶ Μηχανημάτ. 92Β. 2) ἐλάττωσις, μείωσις, ἀντίθετον τῷ αὔξη, πρόσθεσις, Ἀριστ. φυσ. 3. 6, 9, κἑξ: - ἐν τῇ ἰατρικῇ, ἐλάττωσις τῆς πλεοναζούσης σαρκός, ἴσχνανσις, Ἱππ. 1174G· τῶν σωμάτων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 11· τῶν ὄγκων Πλάτ. Τίμ. 58Ε· = πρβλ. καθαιρέω ΙΙ. 6. 3) καθαίρεσις ἐκ τοῦ ἀξιώματος, Ἡρῳδιαν. 3. 1, 1· ἰδίως ἐπὶ ἐπισκόπου ἢ πρεσβυτέρου ἕνεκα ἀξιοποίνου πράξεως, Ἀλέξ. Ἀλ. 577C, 581Β, Συνόδ. Ἀντιοχ. 1, Ἀθαν. Ι. 260D, Ἐπιφάν. ΙΙ. 200Α, κλ. 4) ἔκλειψις ἡλίου καὶ σελήνης, «τινὲς δὲ καὶ τὰς ἐκλείψεις ἡλίου καὶ σελήνης καθαιρέσεις ἐκάλουν τῶν θεῶν» Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 533.

Middle Liddell

καθαίρεσις, καθαιρέσεως καθαιρέω
a pulling down, rasing to the ground, Thuc., Xen.: destruction, NTest.

Chinese

原文音譯:kaqa⋯resij 卡特-埃西士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:向下-舉起 (著) 相當於: (הָרַס‎)
字義溯源:毀壞,拆除,敗壞,毀滅,攻破;源自(καθαιρέω)=取下);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(αἱρέομαι)*=取為己有)組成。參讀 (ἀπώλεια)同義字參讀 (καθαιρέω)同源字
出現次數:總共(3);林後(3)
譯字彙編
1) 敗壞(2) 林後10:8; 林後13:10;
2) 攻破(1) 林後10:4

English (Woodhouse)

destruction, lowering, overthrow, pulling an end to, putting an end to

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

demolitio, destruction, demolition, 5.42.1, 5.42.2.

Translations

destruction

Arabic: تَدْمِير‎, هَدْم‎, تَلَف‎; Belarusian: руйнаванне, разбурэнне, знішчэнне; Bulgarian: разрушение, унищожение; Catalan: destrucció; Chinese Mandarin: 毀滅, 毁灭, 破壞, 破坏; Czech: destrukce, zničení; Danish: ødelæggelse; Dutch: vernietiging; Esperanto: detruo; Finnish: tuhoaminen, hävitys, hävittäminen; French: destruction; Galician: destrución; Georgian: განადგურება; German: Zerstörung, Vernichtung; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐌻𐌿𐍃𐍄𐍃, 𐌵𐌹𐍃𐍄𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: καταστροφή, συντριβή, αφανισμός, χαλασμός, κατεδάφιση, κατάλυση; Ancient Greek: ἅλωσις, ἀμαύρωσις, ἀναίρεσις, ἀναστασία, ἀνάστασις, ἀναστάτωσις, ἀπόλειψις, ἀποτυμπανισμός, ἀποφθορά, ἀποφθορή, ἀπώλεια, ἄρσις, ἀφάνεια, ἀφανία, ἀφάνισις, ἀφανισμός, δανοτής, δαπάνη, δῄωσις, διακοπή, διάλυσις, διασκέδασις, διαφθορά, διαφθορή, διαφορά, εἴσπτωσις, ἐκρίζωσις, ἐκτριβή, ἔκτριψις, ἐξάλειψις, ἔξαρσις, ἐξαφάνισις, ἐξαφανισμός, ἐξολέθρευμα, ἐξολέθρευσις, ἐξώλεια, ἐπαναίρεσις, ἔπαρσις, ἐπιτριβή, ἐρήμωσις, θραῦμα, θραῦσις, καθαίρεσις, κατακονή, κατακονά, κατάλυσις, καταστροφή, καταφθορά, κοπή, λοιγός, ὀλέθρευσις, ὄλεθρος, σύντριψις, τὸ δαπανητικόν, φθαρσία, φθορά, φθορή, φθόρος; Hausa: ɓarna; Hebrew: הריסה‎, הרס‎, הַשְׁמָדָה‎, חֻרְבָּן‎; Hindi: नाश, विनाश; Icelandic: eyðilegging; Irish: loitiméireacht, líomhadh, eirleach, urbhaidh, argain; Italian: distruzione; Japanese: 破壊, 破棄, 湮滅; Korean: 파괴(破壞), 멸망(滅亡); Kurdish Central Kurdish: ناھێشتن‎, وێرانی‎; Latin: exitium, clades; Macedonian: уништување; Malayalam: സംഹാരം, നശിപ്പിക്കൽ; Maori: whakangaromanga, whakamōtītanga, turakanga; Norwegian Bokmål: ødeleggelse; Pali: atipāta; Persian: تخریب‎; Polish: niszczenie, zniszczenie, destrukcja; Portuguese: destruição; Romanian: distrugere; Russian: разрушение, уничтожение; Sanskrit: नाश, विनाश, भङ्ग, संहार, निधन, ध्वंस, विभङ्ग, विध्वंश, विघटन; Scottish Gaelic: milleadh; Serbo-Croatian Cyrillic: уништење; Roman: uništénje; Slovak: zničenie; Slovene: uničenje; Sorbian Lower Sorbian: pótopjenje, wopusćenje; Spanish: destrucción; Swahili: uharibifu; Swedish: förstörelse, ödeläggelse; Tajik: тахриб; Tocharian B: nkelñe; Turkish: izmihlal, harap etme, tahribat, yıkma, yok etme; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎚; Ukrainian: руйнування, знищення; Welsh: aball; Yiddish: אומקום