λύτρον
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
English (LSJ)
τό, (λύω)
A price of release:
1 ransom, mostly in plural (later sg., D.S.20.84, Plu.2.295c, etc.), τῶν λ. τὴν δεκάτην the tithe of the ransom-money, Hdt.5.77; Ἕκτορος λύτρα, title of Il.24 and of play by Aeschylus; λύτρα λαβεῖν τινος receive as ransom for... Th.6.5; τῆς θυγατρὸς λύτρα φέρων Pl.R. 393d; λύτρα ἀποδιδόναι, καταθεῖναι, pay ransom, D.53.11, 13; εἰσενεγκεῖν εἰς λύτρα contribute towards ransom, ib.7; ἀφιέναι ἄνευ λύτρων release without ransom, X.HG7.2.16, cf. Aeschin.2.100, D.19.169, etc.; δώσουσιν ἕκαστος λύτρα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ Κυρίῳ a ransom of his soul, LXX Ex.30.12; sg. in NT, λ. ἀντὶ πολλῶν Ev.Matt.20.28, Ev.Marc.10.45; λ. ὑπὲρ γαμέτου IG14.607f (Carales); pl., sum paid for manumission of a slave, POxy.48.6 (i A. D.), etc.
b sum paid for redemption of a pledge, in plural, PBad.3.4 (ii B. C.), etc.
2 atonement, τί γὰρ λ. πεσόντος αἵματος; (so Canter for λυγρόν) A.Ch.48; of blood-money, LXX Ex.21.30, al.
3 generally, recompense, λύτρον καμάτων for toil, Pi.I.8(7).1; συμφορᾶς Id.O.7.77.
II a plant, = λυσιμάχειος, Ps.-Dsc.4.3.
German (Pape)
[Seite 73] τό, Lösegeld, Sühnung, αἵματος, Aesch. Ch. 47; bes. im plur., Plat. Rep. III, 393 d; Thuc. 6, 5, ζῶντα λαβόντες ἀφῆκαν ἄνευ λύτρων, Xen. Hell. 7, 2, 16, Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 moyen de délivrance, rançon, prix d'une rançon;
2 moyen d'expier, gén..
Étymologie: λύω.
Russian (Dvoretsky)
λύτρον: τό
1 (преимущ. pl.) выкупные деньги, выкуп: λύτρα ἀνδρῶν αἰχμαλώτων λαβεῖν τι Thuc. взять что-л. в качестве выкупа за пленных;
2 искупление, возмещение (συμφορᾶς Pind.; αἵματος Aesch.; δοῦναί τι λ. ἀντὶ πολλῶν NT);
3 воздаяние, вознаграждение (καμάτων Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
λύτρον: τό, (λύω) ἡ γινομένη πληρωμή, 1) τὸ χρῆμα τὸ διδόμενον πρὸς λύτρωσίν τινος, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τῶν λ. τὴν δεκάτην, τὸ δέκατον τῶν χρημάτων τῆς ἀπολυτρώσεως, Ἡρόδ. 5. 77· Ἕκτορος λύτρα, ὄνομα δράματος τοῦ Αἰσχύλ.· λύτρα λαμβάνειν τινός τι, λαμβάνειν τι ὡς λύτρον τινός, Θουκ. 6. 5· τῆς θυγατρὸς λύτρα φέρων Πλάτ. Πολ. 393D· λύτρα ἀποδιδόναι, καταθεῖναι Δημ. 1250. 1, καὶ 18· εἰσφέρειν εἰς λύτρα, συνεισφέρειν εἰς..., ὁ αὐτ. ἐν 1248· 25· ἀφιέναι ἄνευ λύτρων, ἀπολύειν ἄνευ λύτρων, Ξεν. Ἑλλην. 7. 2, 16· μετὰ γενικῆς, λύτρα ἀνδρῶν... αἰχμαλώτων λαβὼν τὴν γῆν Θουκ. ἔνθ’ ἀνωτ., 2) ἐξιλασμός, ἐξιλέωσις, λύτρον συμφορᾶς, διὰ τήν..., Πινδ. Ο. 7. 141· τί γὰρ λ. πεσόντος αἵματος (οὕτως ὁ Canter ἀντὶ λυγρόν)· Αἰσχύλ. Χο. 84· οὕτω καὶ ἐν τῷ πληθ., τῆς θυγατρὸς λ. φέρειν Πλάτ. Πολ. 393D· ― συχνάκις παρὰ Χριστιανοῖς συγγραφ., λ. ἀντὶ πολλῶν Εὐαγγ. κ. Ματθ. 20. 28· λ. ὑπὲρ γαμέτου Ἑλλ. Ἐπιγρ. 547. 12. 3) καθόλου, ἀμοιβή, ἀνταμοιβή, λύτρον καμάτων Πινδ. Ι. 8 (7) 1. ΙΙ. lythrum, φυτόν τι ὅμοιον τῷ λυσιμαχίῳ., Διοσκ. 4. 3.
English (Slater)
λύτρον requital c. gen. τόθι λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκὺ Τλαπολέμῳ ἵσταται πομπὰ καὶ κρίσις (O. 7.77) Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε λύτρον εὔδοξον, ὦ νέοι, καμάτων ἀνεγειρέτω κῶμον (I. 8.1)
English (Strong)
from λύω; something to loosen with, i.e. a redemption price (figuratively, atonement): ransom.
English (Thayer)
λύτρου, τό (λύω), the Sept. passim for כֹּפֶר, גְּאֻלָּה, פִּדְיון, etc.; the price for redeeming, ransom (paid for slaves, ἀντί πολλῶν, to liberate many from the misery and penalty of their sins, Pindar, Aeschylus, Xenophon, Plato, others.)
Greek Monotonic
λύτρον: τό (λύω), πληρωμή που αποδίδεται·
1. λέγεται για λύτρα, κυρίως στον πληθ.· χρήματα που δίνονται για την απελευθέρωση κάποιου, σε Ηρόδ.· λύτρα λαβεῖν τινος, λαμβάνω κάτι ως λύτρα για..., σε Θουκ.· λύτραἀποδιδόναι, καταθεῖναι, πληρώνω λύτρα, σε Δημ.
2. εξιλέωση, λύτρον συμφορᾶς, για τον όλεθρο, σε Πίνδ.· στον πληθ., σε Πλάτ.· ομοίως, επίσης, λύτρον ἀντὶ πολλῶν, σε Καινή Διαθήκη
3. γενικά, αμοιβή, ανταμοιβή, αποζημίωση, σε Πίνδ.
Middle Liddell
λύτρον, ου, τό, [λύω]
a price paid,
1. for ransom, a ransom, mostly in plural ransom-money, Hdt.; λύτρα λαβεῖν τινος to receive as ransom for…, Thuc.; λύτρα ἀποδιδόναι, καταθεῖναι to pay ransom, Dem.
2. an atonement, συμφορᾶς for calamity, Pind.; in plural, Plat.; so also, λύτρον ἀντὶ πολλῶν NTest.
3. generally, a recompense, Pind.
Chinese
原文音譯:lÚtron 呂特朗
詞類次數:名詞(2)
原文字根:釋放(者) 相當於: (פָּדָה)
字義溯源:釋放的憑藉,贖價,釋放的人,救恩的價值;源自(λύω)*=解開)。這字可讓我們極清楚的看見,基督獻身的代替性質:人子來為要捨命,作多人的贖價( 可10:45)。比較: (ἀντίλυτρον)=贖價
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編:
1) 贖價(2) 太20:28; 可10:45
Mantoulidis Etymological
τό (=χρήματα γιά τήν ἀπελευθέρωση κάποιου). Ἀπ τό λύω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.