χραισμέω

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χραισμέω Medium diacritics: χραισμέω Low diacritics: χραισμέω Capitals: ΧΡΑΙΣΜΕΩ
Transliteration A: chraisméō Transliteration B: chraismeō Transliteration C: chraismeo Beta Code: xraisme/w

English (LSJ)

Ep. Verb (not in Od. or Hes.), pres. only in Nic.Th. 914: fut. 3sg.
A χραισμήσει Il.20.296, Ep. inf. -ησέμεν 21.316: aor. 1 Ep. 3sg. χραίσμησε 16.837; inf. χραισμῆσαι 11.120: used by Hom. most freq. in aor. 2, 3sg. ἔχραισμε 14.66, Ep. χραῖσμε 5.53, 7.144; subj. 3sg. χραίσμῃ, χραίσμῃσι, 1.28, 11.387; 3pl. χραίσμωσι 1.566; inf. χραισμεῖν ib.242, al.:—prop. ward off something destructive from one, c. acc. rei et dat. pers., οὐ κορύνη οἱ ὄλεθρον χραῖσμε σιδηρείη Il.7.144; οὐδέ τί οἱ χραισμήσει λυγρὸν ὄλεθρον 20.296; τοῖς οὔ τις δύνατο χραισμῆσαι ὄλεθρον Τρώων 11.120: once c. acc. pers. (supplied), μή νύ τοι οὐ χραίσμωσιν [με] ἆσσον ἰόνθ' keep [me] off from you, 1.566.
2 more freq. c. dat. pers. only, defend, succour (though the notion of warding off injury is always implied), freq. in Il., 1.28, 5.53, al.: c. neut. Adj., χραισμεῖν τι assist, avail at all, 1.242, 21.193, al.; abs., 14.66, 15.652.—Hom. uses χραισμεῖν with negs. expressed or implied (in Il.21.193, εἰ δύναταί τι χραισμεῖν is ironical for οὔτι χ. δύναται), cf. 15.32. In positive clauses first in A.R.2.249, al.; imper. χραίσμετε Id.2.218. (Said by Sch.A.R.2.218 to belong to the dialect of the Clitorians in Arcadia.)

German (Pape)

[Seite 1368] ungebr. praes., von welchem Stamme folgde, jedoch bloß epische Formen vorkommen: fut. χραισμήσω, aor. I. ἐχραίσμησα, aor. II. ἔχραισμον; Hom. hat vom fut. nur χραισμήσει u. χραισμησέμεν, Il. 20, 296. 21, 316, vom aor. I. χραίσμησε und χραισμῆσαι, öfter in der Il., und am häufigsten aor. II., χραῖσμε, Il. 14, 66 mit dem augm. ἔχραισμε, conj. χραίσμῃ u. χραίσμῃσι, χραίσμωσι, inf. χραισμεῖν; nur in der Il.; – etwas Verderbliches von Einem abwehren, abhalten; οὐ κορύνη οἱ ὄλεθρον χραῖσμε σιδηρείη Il. 7, 144; οὐδέ τί οἱ χραισμήσει λυγρὸν ὄλεθρον 20, 296; τοῖς οὔτις δύνατο χραισμῆσαι ὄλεθρον Τρώων 11, 120; häufiger mit dem bloßen dat. der Person, Einem beistehen, ihn schützen, ihm helfen, nützen, doch so, daß immer an eine Abwehr eines Uebels zu denken ist; μή νύ τοι οὐ χραίσμῃ σκῆπτρον Il. 1, 28; τοῖς δ' οὔτι δυνήσεαι χραισμεῖν, 1, 242; 15, 652 u. öfter; seltner mit dem bloßen acc., χραισμεῖν τι, Il. 1, 589. 21, 193; auch ganz ohne Casus, 14, 66. 15, 652. Übrigens braucht Hom. das Wort nur in verneinenden Sätzen, denn auch Il. 21, 193, εἰ δύναταί τι χραισμεῖν, ist mit Hohn gesprochen u. steht für οὐ χραισμεῖν δύναται. In der Od. u. bei Hesiod. findet sich das Wort nicht. – Einzeln bei sp. D.: οὐ γεῖσσα χραισμήσουσι Lycophr. 292; ἀνεψιαῖς ὄρνισι χραισμῆσαι γάμους 547; u. so in positiven Sätzen auch Ap. Rh. 2, 249, χραίσμετε, imperat. 2, 218, wo der Schol. bemerkt, daß die Klitorier in Arkadien das Wort übh. für βοηθεῖν, ἐπαρκεῖν brauchten; Nic. Th. 643 von Arzenei. – Vgl. übrigens Buttm. Lexil. I p. 5 ff., der den Zusammenhang mit χράω, χράομαι, χρηστός zeigt.

French (Bailly abrégé)

f. χραισμήσω, ao. ἐχραίσμησα, ao.2 ἔχραισμον, pf. inus.
être utile, être secourable, porter secours : τινι, à qqn ; τι, en qch ; οὐ κορύνη οἱ ὄλεθρον χραῖσμε IL litt. sa massue ne lui fut d'aucun secours quant à la mort, càd ne put le préserver de la mort.
Étymologie: χραίσμη.

Russian (Dvoretsky)

χραισμέω:
1 отвращать, отстранять (ὄλεθρόν τινι Hom.): τοῖς οὔ τις δύνατο χραισμῆσαι ὄλεθρον Τρώων Hom. никто из троянцев не мог спасти их от гибели;
2 приходить на помощь, помогать (τινι Hom.): μή νύ τοι οὐ χραίσμωσιν ὅσοι θεοὶ εἰσ᾽ ἐν᾽ Ὀλύμπῳ Hom. и не помогут тебе все, какие есть на Олимпе, боги.

Greek (Liddell-Scott)

χραισμέω: Ἐπικ. ῥῆμα οὔ ὁ ἐνεστὼς ἀπαντᾷ μόνον έν Νικ. Θηρ. 914· - μέλλ. γ΄ ἑνικ. χραισμήσει Ἰλ. Υ. 296, Ἐπικ. ἀπαρέμφ. -ησέμεν Φ. 316 - ἀόρ. α΄ Ἐπικ. ἑνικ. χραίσμησι, ἀπαρ. χραισμῆσαι, συχν. ἐν τῇ Ἰλ.· - ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. συχνότατα ἐν τῷ Ἐπικ. ἀορ. α΄ χραῖσμε, ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ἰλ., καὶ (πλὴν ἐν Ἰλ. Ξ. 66) ἀείποτε ἄνευ αὐξήσ., ὑποτ. χραίσμῃ καὶ χραίσμῃσι, χραίσμωσι, ἀπαρέμφ. χραισμεῖν. Κυρίως ἀποσοβῶ, ἀμύνω, ἀποκρούω καταστρεπτικόν τι πρᾶγμα ἀπό τινος, ὡς τὸ ἀρκέω, Λατ. defenere, μετ’ αἰτ. πράγμ. καὶ δοτ. προσ., οὐ κορύνη οἱ ὄλεθρον χραῖσμε σιδηρείη Ἰλ. Η. 144· οὐδέ τί οἱ χραισμήσει λυγρὸν ὄλεθρον Υ. 296 τῶν οὔ τις δύνατο χραισμῆσαι ὄλεθρον Τρώων Λ. 120· ἐν Ἰλ. Α. 566, μή νύ τοι οὐ χραίσμωσιν ... ἆσσον ἰόνθ’, ἐνταῦθα ὑπακουστέον τὴν αἰτιατ. με, μήπως δέν με ἀποκρούσωσιν ἢ ἐμποδίσωμεν ἀπὸ σοῦ, ὅταν ἐπέλθω ἢ ἐπιπέσω. 2) συνηθέστερον μετὰ μόνης δοτ. προσ., ὑπερασπίζω τινά, βοηθῶ, ὠφελῶ (εἰ καὶ ἡ ἔννοια τοῦ ἀποκρούειν ἀδικίαν ἢ βλάβην ἀείποτε συνυπάρχει), λίαν συχνὸν ἐν Ἰλ., ὡς: μή νύ τοι οὐ χραίσμῃ σκῆπτρον καὶ στέμμα θεοῖο Α. 28· ἀλλ’ οὔ οἱ τότε γε χραῖσμ’ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα Ε. 53· ὡσαύτως μετ’ οὐδ. ἀντωνυμ. ἢ ἐπιθέτου, χραισμεῖν τι, παρέχειν βοήθειάν τινα ἢ ὠφέλειαν, Α. 242, Φ. 193, κ. ἀλλ.· καὶ ἀπολ., Ξ. 66, Ο. 652. - Ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν τοῦ χραισμεῖν μόνον μετ’ ἀρνήσεως· διότι ἐν Ἰλ. Φ. 193, εἰ δύναταί τι χραισμεῖν, κεῖται εἰρωνικῶς ἀντὶ οὔτι χρ. δύναται. Ἐν καταφατικαῖς προτάσεσι πρῶτον παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Β. 249, κτλ.· παρ’ αὐτῷ δὲ εἶναι ἐν χρήσει καὶ ἡ προστ. χραίσμετε Β. 218. - Ἡ λέξις δὲν εὑρίσκεται ἐν τῇ Ὀδ. οὔτε παρὰ τῷ Ἡσιόδῳ. (Τὸν ἀόριστ. β΄ χραισμεῖν, ἔχραισμον, πρέπει νὰ λάβωμεν ὡς τὸν τύπον τὸν πλησιέστατον πρὸς τὴν ῥίζαν, εἰς τοῦτον δὲ προσετέθη μέλλ. καὶ ἀόρ. α΄ κατ’ ἀναλογίαν σχηματισθέντες. - Ἡ συγγένεια τῆς λέξεως πρὸς τὸ χρήσιμος (ἐκ τοῦ χράω Γ.) εἶναι φανερά, ἴδε Buttm. Lexil. ἐν λ. Λίγεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Β. 218, ὅτι ἀνήκει εἰς τὴν διάλεκτον τῶν Κλειτορίων έν Ἀρκαδίᾳ.)

English (Autenrieth)

(χρήσιμος), aor. 2 ἔχραισμε, χραῖσμε, subj. χραίσμῃ(σι), -ωσι, inf. -εῖν, fut. χραισμήσω, inf. -σέμεν, aor. 1 χραίσμησε, inf. -ῆσαι: be useful to one in something (τινί τι), Il. 7.144; hence avail, help, ward off something, abs., and w. acc. (τὶ), Il. 1.566, 589. Always with negative.

Greek Monotonic

χραισμέω: μέλ. -ήσω, Επικ. απαρ. -ησέμεν· γʹ ενικ. αορ. αʹ χραίσμησε· επίσης, Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ χραῖσμε, υποτ. χραίσμῃ, χραίσμῃσι (χράω Γ, χράομαι
1. αποκρούω κάτι (καταστρεπτικό) από κάποιον, με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ.· ὄλεθρόν τινιχραισμέω, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με δοτ. προσ. μόνο, υπερασπίζομαι κάποιον, βοηθώ, υποστηρίζω, συντρέχω, ωφελώ αυτόν, στο ίδ.· χραισμεῖν τι, βοηθώ, συντρέχω, στο ίδ.

Middle Liddell

[χράω3, χράομαι
1. to ward off from one, c. acc. rei et dat. pers., ὄλεθρόν τινι χρ. Il.
2. c. dat. pers. only, to defend any one, help, aid, succour, avail him, Il.; χραισμεῖν τι to assist, avail at all, Il.

Frisk Etymology German

χραισμέω: (Ind. -μεῖ Nik. Th. 914, auch Inf. -μεῖν A. R.? [vgl. unten]),
{khraisméō}
Forms: Fut. χραισμήσω, Aor. -ῆσαι, öfter Aor. 2. ἔχραισμε, χραῖσμε, Ipv. χραίσμετε (A. R.), wozu Konj. χραίσμῃ, wohl auch Inf. -μεῖν
Grammar: v.
Meaning: nützen, helfen, fördern (alles Il.).
Derivative: Davon späte epische Nomina: χραίσμη f. Nutzen, Hilfe, Förderung (Nik., Rückbildung), -ήεις nützlich, förderlich (Nik.), -ησις f. = χραίσμη (Nik., metr. Inschr. Hypaepa), -ήϊον n. Hilfsmittel (Marc. Sid.), -ήτωρ m. Helfer, Förderer (Nonn.). Episches Verb unklarer Bildung, nach Sch. A. R. 2, 218 auch von den arkadischen Kleitoriern gebraucht (vgl. Ruijgh L’élém. ach. 164), zunächst ein Nomen *χραισμός voraussetzend. Dann erklärt sich der Aorist ἔχραισμε am einfachsten als Analogiebildung zu χραισμεῖν (eig. Präs. Inf.) nach ἔκτυπε: κτυπεῖν, ἔστυγε: στυγεῖν u.a. (Brugmann -Thumb 330 A. 1). Anders Schwyzer 723 u. 748 (als Alternative auch Brugmann-Thumb a.O.): ἔχραισμε eig. Ipf. von einem Denom. *χραίσμι̯ω, aber wegen χραισμεῖν als Aorist umgedeutet. Die außerpräs. χραισμήσω, -ῆσαι können zu ἔχραισμε gebildet sein (Chantraine Gramm. hom. 1, 347) und den späten Ind. Präs. χραισμεῖ hervorgerufen haben; der Inf. χραισμεῖν war von Anfang an zweideutig.
Etymology: Etymologisch dunkel. Anknüpfung an χρή, χρῆσθαι liegt semantisch nahe, aber eine Zerlegung in *χραισμός mit einer sonst unbekannten Tiefstufe neben χρῆσις (Brugmann -Thumb a.O. nach Mekler; auch Bechtel Lex. s.v. und Schwyzer 347) befriedigt nicht.
Page 2,1115

Translations

help

Afar: cate; Afrikaans: help; Albanian: ndihmë; Arabic: سَاعَدَ‎, عَاوَنَ‎, غَاثَ‎; Egyptian Arabic: سَاعِد‎; Aragonese: achudar, aduyar; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܗܲܝܸܪ‎, ܥܵܕܹܪ‎; Classical Syriac: ܥܕܪ‎; Armenian: օգնել; Aromanian: agiut; Asturian: ayudar, audar, axudar, aidar; Azerbaijani: kömək etmək, yardım etmək; Basque: lagundu; Bau Bidayuh: batu', batu'; Belarusian: памагаць, памагчы, дапамагаць, дапамагчы; Bengali: সাহায্য করা; Brunei Malay: tulung; Bulgarian: помагам, помогна; Burmese: ကူ, ကူညီ; Catalan: ajudar, aidar; Cebuano: tabang; Chinese Dungan: бонцу; Mandarin: 幫助/帮助, 幫忙/帮忙; Cornish: gweres, skoodhya; Corsican: aiutà; Crimean Tatar: yardım etmek; Czech: pomáhat, pomoct or pomoci; Danish: hjælpe; Dutch: helpen; Esperanto: helpi; Estonian: aitama; Extremaduran: ayual; Faroese: hjálpa; Finnish: auttaa, opastaa; Franco-Provençal: èdiér; French: aider, secourir; Friulian: judâ, socori; Galician: axudar; Georgian: დახმარება; German: helfen; Middle High German: hëlfen; Gothic: 𐌷𐌹𐌻𐍀𐌰𐌽, 𐌲𐌰𐌷𐌹𐌻𐍀𐌰𐌽; Greek: βοηθώ, βοηθάω, συντρέχω; Ancient Greek: ἀλκάθω, ἀμυνάθω, ἀμύνω, ἀμφιπένομαι, ἀντεισάγω, ἀντιλαμβάνω, ἀοσσέω, ἀρήγω, ἀρκέω, ἀρωγέω, ἀτανύω, βοηδρομέω, βαθόημι, βοηθέω, βοηθῶ, ἐπαρήγω, ἐπαρκέω, ἐπιβοηθέω, ἐπικουρέω, ἐπικουρῶ, ἐπωφελέω, προσαρκέω, προσωφελέω, συμφέρω, χραισμέω, χραισμῶ, ὠφελέω, ὠφελῶ; Haitian Creole: ede; Hawaiian: kōkua; Hebrew: עזר‎, סייע‎; Higaonon: tabang; Hiligaynon: abáng-ábang; Hindi: मदद करना; Hungarian: segít; Icelandic: hjálpa; Ido: helpar; Indonesian: bantu; Sundanese: bantos; Interlingua: adjutar, succurrer; Irish: cuidigh le, cabraigh le, tug cúnamh do; Italian: aiutare; Japanese: 助ける, 手伝う; Javanese: nulung; Kazakh: болысу, ермек ету, жәрдем беру, көмек көрсету, көмектесу; Khmer: ជួយ; Korean: 돕다; Kumyk: болушмакъ; Kurdish Central Kurdish: یارمەتی دان‎; Kyrgyz: жардам көрсөтүү, жардам кылуу, жардам берүү, көмөк берүү; Ladino: ayudar; Lao: ຊ່ອຍ, ຊ່ວຽ; Latin: adiuvo, adiuto, iuvo, auxilio, opitulor, suppetior, animo; Latvian: līdzēt, palīdzēt; Lingala: kosálisa; Lithuanian: padėti; Lombard: iuttà, vütà; Low German: helpen; Luxembourgish: hëllefen; Macedonian: помага; Malay: tolong, bantu; Mansaka: tabang; Maore Comorian: usaidia; Maori: āwhinatanga; Maranao: tabang, ogop; Nahuatl: palehuia; Navajo: bíká iishyeed; Neapolitan: ajutà; Nepali: मदत गर्नु; Ngazidja Comorian: usaidia, uɗiriki; Norman: aîdgi; North Frisian: heelpe, halep; Norwegian: hjelpe; Occitan: ajudar, aidar; Old English: helpan; Old Javanese: tuluṅ; Old Portuguese: ajudar; Oromo: gargaaruu; Ossetian: ӕххуыс кӕнын; Papiamentu: yuda; Persian: کمک کردن‎, یاری کردن‎; Polish: pomagać, pomóc; Portuguese: ajudar, socorrer; Quechua: yanapay, yanapai; Romanian: ajuta, asista; Romansch: gidar, güder, güdar; Russian: помогать, помочь; Saho: xate; Salar: bañna; Sardinian: agiadai, agiuare, agiudai; Campidanese: aggiudai; Logudorese: aggiudare, azudare; Sassarese: achidà, aggiuddà; Scottish Gaelic: cuidich; Serbo-Croatian Cyrillic: помагати, по̀моћи; Roman: pomágati, pòmoći; Shan: ၸွႆႈထႅမ်, ၸွႆႈ; Sicilian: ajutari; Sinhalese: උදව් කරනවා; Slovak: pomáhať, pomôcť; Slovene: pomagati; Southern Altai: болуш-; Spanish: ayudar; Swahili: kusaidia; Swedish: hjälpa; Tagalog: tumulong, tulungan; Tajik: ёри кардан, кумак кардан; Tamil: உதவு; Tatar: ярдәм итәргә, ярдәм күрсәтергә; Tetum: tulun; Thai: ช่วยเหลือ, ช่วย; Tok Pisin: helpim; Turkish: yardım etmek; Turkmen: kömekleşmek, ýardam etmek; Ukrainian: допомагати, допомогти, помагати, помогти; Urdu: مدد کرنا‎; Uyghur: ياردەملەشمەك‎, ياردەم بەرمەك‎; Uzbek: qarashmoq, yordam bermoq, yordamlashmoq; Venetian: jutar, giutar, agiutar, aidar, daidar, alturiar; Vietnamese: giúp, giúp đỡ; Welsh: helpu, cynorthwyo; West Frisian: helpe; Western Bukidnon Manobo: tavang, uɣup; Yiddish: העלפֿן‎; Yucatec Maya: áant

aid

Armenian: օգնել; Belarusian: памагаць, памагчы; Bulgarian: помагам, подпомагам; Czech: pomáhat, asistovat, napomáhat; Danish: hjælpe, bistå; Dutch: helpen, bijstaan; Finnish: auttaa; French: aider; Friulian: judâ; Galician: axudar, acorrer; German: helfen; Greek: βοηθώ, βοηθάω; Ancient Greek: ἀλκάθω, ἀμυνάθω, ἀμύνω, ἀμφιπένομαι, ἀντεισάγω, ἀντιλαμβάνω, ἀοσσέω, ἀρήγω, ἀρκέω, ἀρωγέω, ἀτανύω, βοηδρομέω, βαθόημι, βοηθέω, βοηθῶ, ἐπαρήγω, ἐπαρκέω, ἐπιβοηθέω, ἐπικουρέω, ἐπικουρῶ, ἐπωφελέω, προσαρκέω, προσωφελέω, συμφέρω, χραισμέω, χραισμῶ, ὠφελέω, ὠφελῶ; Italian: aiutare; Japanese: 補助する, 援助する; Latin: iuvo, adiuvo, auxilior; Middle English: recoveren; Nahuatl: macoa; Polish: pomagać; Portuguese: ajudar, auxiliar; Romanian: ajuta; Russian: помогать; Spanish: ayudar; Swedish: bistå; Ukrainian: допомогати, підтримувати; Welsh: cymorthwyo