ἱστορικός

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστορικός Medium diacritics: ἱστορικός Low diacritics: ιστορικός Capitals: ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: historikós Transliteration B: historikos Transliteration C: istorikos Beta Code: i(storiko/s

English (LSJ)

ἱστορική, ἱστορικόν,
A exact, precise, scientific, μίμησις Pl.Sph.267e; τῶν παρὰ τοῖς ἄλλοις εὑρημένων ἱ. well-informed respecting.. or able to recount.., Arist.Rh.1359b32; ἀποδείξεις ἱστορικῶν Phld.D.1.23. Adv. ἱστορικῶς = scientifically, accurately, Arist.GA757b35; by personal observation, καταμαθεῖν τι Gal.14.275.
II belonging to history, historical, πραγματεῖαι D.H.1.1; τύπος (opp. λογικός) Id.Dem.24; ἀναγραφή Id.1.4; γράμματα Plu.Them.13: Subst., historian, Arist. Po.1451b1, Aristeas 31, Phld.Rh.1.200S., D.H.4.6, D.S.1.6, etc.; ἱστορικώτατος βασιλέων Plu.Sert.9. Adv. ἱστορικῶς, ἱ. καὶ διδασκαλικῶς Str. 1.1.10; ἱστορικῶς καὶ ἐξηγητικῶς, opp. ἀποδεικτικῶς, Phld.Mus.p.12 K.; but ἐξηγητικώτερον ἢ ἱστορικώτερον, of Aristotle's method in HA, Antig.Mir.60.

German (Pape)

[Seite 1271] das Wissen betreffend, wissenschaftlich; τὴν δὲ μετ' ἐπιστήμης ἱστορικήν τινα μίμησιν Plat. Soph. 267 e; bes. geschichtlich, ἀνὴρ φιλόσοφος καὶ γραμμάτων οὐκ ἄπειρος ἱστορικῶν Plut. Them. 13, öfter; ὁ, der Geschichtschreiber, Ἰόβα τοῦ πάντων ἱστορικωτάτου βασιλέων, der beste Geschichtschreiber, Sertor. 9. – Adv., nach Weise eines Geschichtschreibers, λέγειν Arist. gen. anim. 3, 8; Strab. I p. 6.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 historique : τὰ ἱστορικά les histoires;
2 propre aux recherches de l'histoire, habile historien ; historien en gén;
Sp.
ἱστορικώτατος.
Étymologie: ἵστωρ.

Russian (Dvoretsky)

ἱστορικός:
1 исследовательский, основательный, научный (ἡ μετ᾽ ἐπιστήμης μίμησις Plat.; ἕξις Plut.);
2 знающий, сведущий: ἀναγκαῖον καὶ τῶν παρὰ τοῖς ἄλλοις εὑρημένων ἱστορικὸν εἶναι Arst. необходимо быть осведомленным и о том, что открыто другими;
3 касающийся истории, исторический (γράμματα Plut.);
4 сведущий в истории (Ἰόβας ὁ πάντων ἱστορικώτατος βασιλέων Plut.).
II ὁ историк: ὁ ἱ. καὶ ὁ ποιητὴς τοῦτο διαφέρει, τὸ τὸν μὲν τὰ γενόμενα λέγειν, τὸν δὲ οἷα ἂν γένοιτο Arst. историк и поэт различаются тем, что первый говорит о происшедшем, второй же о том, что могло бы произойти.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστορικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς γνῶσιν ἢ ἔρευναν, τὴν μὲν μετὰ δόξης μίμησιν δοξομιμητικὴν προσείπωμεν, τὴν δὲ μετ’ ἐπιστήμης ἱστορικήν τινα μίμησιν Πλάτ. Σοφιστ. 267Ε· ἀναγκαῖον καὶ τῶν παρὰ τοῖς ἄλλοις εὑρημένων ἱστορικὸν εἶναι, νὰ εἶναι γνώστης καὶ τῶν ὑπὸ τῶν ἄλλων εὑρημένων, ἢ νὰ ἔχῃ τὴν ἱκανότητα νὰ ἐκθέτῃ αὐτὰ, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 8. ΙΙ. ἀνήκων εἰς τὴν ἱστορίαν, ἱστορικός, τοῖς δὲ τὰς ἱστορικὰς πραγματείας ἐκφέρουσιν Διον. Ἁλ. Περὶ Θουκυδ. Χαρακτ. 50· ἀνὴρ φιλόσοφος καὶ γραμμάτων οὐκ ἄπειρος ἱστορικῶν Πλουτ. Θεμιστ. 13· - ὡς οὐσιαστ., ἱστορικὸς συγγραφεύς, Ἀριστ. Ποιητ. 9. 2, κτλ.· -ώτατος Πλουτ. Σερτώριος 9· - Ἐπίρρ. -κῶς, λεπτομερῶς, Ἀριστ. π. Ζ, Γεν. 3. 8, 1, Στράβ. 6.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἱστορικός, -ή, -όν) ιστορία
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιστορία
2. το αρσ. ως ουσ. ο ιστορικός
μελετητής της ιστορίας και συγγραφέας σχετικού έργου
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει στην ιστορική πραγματικότητα, ο πραγματικός, ο αληθινός («τα πρόσωπα του δράματος είναι ιστορικά»)
2. αυτός που παρουσιάζει ή εξετάζει το αντικείμενο του από την άποψη της εξέλιξης του («εξετάζει τα πράγματα κατά τρόπο ιστορικό»)
3. το αρσ. ως ουσ. ο ιστορικός
ο καθηγητής του μαθήματος της ιστορίας
4. το ουδ. ως ουσ. το ιστορικό
α) η μορφή με την οποία συνέβη ή εξελίχθηκε κάποιο γεγονός ή ζήτημα, έκθεση γεγονότων με τη μορφή που έγιναν
β) ιατρ. η μορφή της εξέλιξης μιας ασθένειας
5. φρ. α) «ιστορικοί χρόνοι»
i) οι χρόνοι για τα γεγονότα τών οποίων υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες ή άλλα τεκμήρια, σε αντιδιαστολή με τους μυθικούς χρόνους
ii) γραμμ. οι χρόνοι που δηλώνουν ότι η δράση του υποκειμένου ανάγεται στο παρελθόν
β) «ιστορικός ενεστώς» — ο ενεστώτας που χρησιμοποιείται αντί αορίστου, δηλαδή για γεγονότα αναφερόμενα στο παρελθόν
γ) «ιστορικό μουσείο» — το μουσείο στο οποίο εκτίθενται αντικείμενα που έχουν σχέση με την ιστορία του τόπου ή αναπαριστούν σειρά γεγονότων
δ) «ιστορικό δράμα» και «ιστορικό μυθιστόρημα» — το δράμα ή το μυθιστόρημα του οποίου η υπόθεση έχει ληφθεί από πραγματικά γεγονότα
ε) «ιστορική γραφή» — η ορθογραφία που έχει παραδοθεί από τα κείμενα
στ) «ιστορικός υλισμός» — η εφαρμογή τών αρχών του διαλεκτικού υλισμού στη μελέτη της κοινωνίας και η αντίστοιχη θεωρία, κατά την οποία η εξέλιξη τών τρόπων παραγωγής τών υλικών αγαθών είναι η κύρια δύναμη που καθορίζει την εξέλιξη της ζωής της κοινωνίας και την εξέλιξη της ιστορίας ζ) «ιστορικό κόστος» — το πραγματικό κόστος που προκύπτει από τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν, υπολογιζόμενες στην πραγματική τους τιμή ή στην τιμή της αντικατάστασής τους
(νεοελλ.- μσν.) πολύ σημαντικός, αξιομνημόνευτος
μσν.
επιτήδειος στη ζωγραφική
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έρευνα, στην εξέταση, ο επιστημονικός, ο ακριβής
2. αυτός που είναι καλά πληροφορημένος για κάτι, ο γνώστης
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱστορικόν
η ιστορία.
επίρρ...
ιστορικώς και -ά (ΑΜ ἱστορικῶς)
με τρόπο ιστορικό
μσν.-αρχ.
επιστημονικά, με ακρίβεια.

Greek Monotonic

ἱστορικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει την ιστορική έρευνα, ιστορικός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἱστορικός, ή, όν
of or for inquiry: historical, Plut.