δε
English (LSJ)
an enclitic post-position: joined, I to names of Places in the acc., to denote motion towards that place, οἶκόνδε (Att. οἴκαδε) home-wards, ἅλαδε sea-wards, Οὔλυμπόνδε to Olympus, Αἴγυπτόνδε to the Nile, θύραζε (for θύρασδε) to the door (v. sub vocc.); repeated with the possess. Pron., ὅνδε δόμονδε Il.16.445; sts. after εἰς, εἰς ἅλαδε Od.10.351; after the gen. Ἄϊδόσδε. b to names of persons, Πηλεΐωνάδε Il.24.338; to Prons., ἡμέτερόνδε, ὑμ-, Od.8.39, Il. 23.86; ὅνδε, v. supr. In Att. mostly joined to the names of places, Ἐλευσῖνάδε, etc.; also Ἀθήναζε, Θήβαζε (for Ἀθήνασδε, Θήβασδε); rarely, in Att., with appellatives, as οἴκαδε. c to time-words, βουλυτόνδε (v. βουλυτός). 2 to denote purpose only, μήτι φόβονδ' ἀγόρευε Il.5.252. II to the demonstr. Pron., to give it greater force, ὅδε, τοιόσδε, τοσόσδε, etc., such a man as this (v. sub vocc.).
Greek (Liddell-Scott)
δε: ἐγκλιτικὸν μόριον, ὅπερ συνάπτεται, Ι. μετὰ ὀνομάτων τόπων ὅπως δηλώσῃ κίνησιν εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, οἰκόνδε (Ἀττ. οἴκαδε), εἰς τὴν πατρίδα, ἅλαδε, εἰς τὴν θάλασσαν, Οὔλυμπόνδε, εἰς τὸν Ὄλυμπον, Αἴγυπτιόνδε, εἰς τὸν Νεῖλον, θύραζε (ἀντὶ θύρασδε), εἰς τὴν θύραν, Ὅμ.· ἐνίοτε ἐπαναλαμβανόμενον μετὰ τῆς κτητικῆς ἀντωνυμ., ὅνδε δόμονδε· καὶ ἐνίοτε καὶ προηγουμένης τῆς προθέσεως εἰς, ὡς εἰς ἅλαδε Ὀδ. Κ. 351· ἐν τῷ Ἄϊδόσδε ἀκολουθεῖ τῇ γεν., πρβλ εἰς Ἄιδου (ἐνν. οἶκον, τόπον)· παρ᾿ Ἀττ. κατὰ τὸ πλεῖστον προστίθεται εἰς τὰ ὀνόματα πόλεων, Ἐλευσῖνάδε, κτλ.˙ὡσαύτως Ἀθήναζε, Θήβαζε (ἀντὶ Ἀθήνασδε, Θήβασδε)· σπανίως παρ᾿ Ἀττ. μετὰ προσηγορικῶν, ὡς οἴκαδε. 2) ἐνίοτε σημαίνει μόνον σκοπόν, μήτι φόβονδ᾿ ἀγόρευε Ἰλ. Ε. 252. ΙΙ. προστίθεται εἰς τὴν δεικτικὴν ἀντωνυμίαν, ἵνα καταστήσῃ αὐτὴν δεικτικωτέραν, ὅδε, τοιόσδε, τοσόσδε. κτλ., ἄνθρωπος οἷος οὗτος, ὅσος οὗτος, κτλ.
English (Autenrieth)
inseparable enclitic suffix, appended to accusatives, denoting direction towards; e. g. οἶκόνδε, doubled in ὅνδε δόμονδε, with ellipsis of δόμον in Ἄιδόσδε.
Greek Monolingual
(I)
δὲ (Α)
(δεικτικό εγκλιτικό μόριο)
1. φανερώνει κίνηση προς τόπο (α. οἶκονδε, οἶκαδε
προς το σπίτι, προς την πατρίδα
β. Ἐλευσίναδε
προς την Ελευσίνα)
2. προσέγγιση σε κάποιο πρόσωπο ή στην κατοικία του (Πηλεϊωνάδε
προς τον γιο του Πηλέως)
3. προτάσσεται η πρόθεση εἰς (ἐς) πλεοναστικά («ἐς ἅλαδε» — προς τη θάλασσα)
4. επισυνάπτεται σε ουσιαστικά για να δηλώσει σκοπό («μήτι φόβον δ' ἀγόρευε» — μη μιλάς για να μάς φοβίσεις)
5. επισυνάπτεται σε δεικτικές αντωνυμίες για επίταση (ὅδε, τοιόσδε, τοσόσδε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δεικτικό μόριο. Αρχικά τονιζόταν, αλλά προκειμένου να διαφοροποιηθεί από το δε (II) «αλλά» έγινε εγκλιτική λ. Τίθεται κυρίως μετά από αιτιατική πτώση και έχει τοπική σημασία (πρβλ. οίκον-δε, οίκα-δε, Αθήναζε < Αθήνασ-δε). Στον Όμηρο το -δε συνάπτεται σε ονόματα προσώπων (πρβλ. Πηλεϊωνάδε) αλλά και σε άλλες λέξεις (πρβλ. φόβον-δε, βουλυτόν-δε). Στη Μυκηναϊκή το μόριο -δε έχει τοπική σημασία μετά από ονομασίες τόπων. Ο τ. -δε πιθ. απαντά στο ό-δε με σημασία δεικτική, αλλά και στο δεύρο
πρβλ. αβεστ. -da στη λ. vaēsm∂n-da «στο σπίτι», αρχ. σλαβ. do (IE do), γερμ.-αγγλοσαξ. to (IE do)].———————— (II)
(AM δέ)
(μόριο με αντιθετική και αθροιστική κυρίως σημασία)
1. συνδέει λέξη ή πρόταση με προηγούμενή της με αντιθετική ή εναντιωματική σχέση («ο μεν... είναι ικανός, ο δε... ανίκανος», «νῡν μὲν Βοιωτίαν, πρότερον δὲ Καδμηίδα γῆν καλουμένην»)
2. σε αφήγηση κάποιου νέου στοιχείου (χωρίς να προηγείται μεν) («όταν δε έφτασαν στην πόλη», «ἦμος δ' ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς»)
3. τοποθετείται μετά από χρονικούς, αιτιολογικούς, υποθετικούς συνδέσμους για να επιτείνει τη σημασία τους («επειδή δε...», «όταν δε...»)
αρχ.
1. δηλώνει στενότερη σύνδεση με τη λέξη που συνεκφέρεται («ὄζει ἴων, ὄζει δὲ ῥόδων» — μυρίζει μενεξέδες, μυρίζει και ρόδα»)
2. γρήγορη διαδοχή περιστατικών («ὡς ἔφατ' εὐχόμενος τοῡ δ' ἔκλυε Φοῑβος Ἀπόλλων» — έτσι είπε στην προσευχή του κι αμέσως τον άκουσε ο Φοίβος Απόλλων)
3. χρησιμοποιείται σε επεξηγηματικές φράσεις (συνήθως παρενθετικές), όπως λ.χ. «ξυνέβησαν τὰ μακρὰ τείχη ἑλεῑν (ἦν δὲ σταδίων μάλιστα ὀκτώ)»
4. εισάγει ερώτηση που συνάπτεται στενά με τα προηγούμενα («καὶ ὁ Σωκράτης, εἰπέ μοι, ἔφη, κύνας δὲ τρέφεις;»)
5. χρησιμοποιείται με αιτιολογική σημασία («εὐνῇ δ' οὔποτ' ἔμικτο» — γιατί δεν έπεφτε στο κρεβάτι για έρωτα)
6. με βεβαιωτική σημασία μετά από δεικτική αντωνυμία («οἵη περ φύλλων γενεή, τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν» — έτσι βέβαια, έτσι ακριβώς είναι κι η γενιά των ανθρώπων)
7. τίθεται στην απόδοση υποθετικού λόγου («εἰ δὲ καὶ μὴ δώωσιν, ἐγὼ δὲ κεν αὐτὸς ἕλωμαι» — κι αν δε μού δώσουν, εν τοιαύτη περιπτώσει εγώ μόνος μου θα πάρω).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μόριο της Ελληνικής, με αντιθετική και αθροιστική κυρίως σημασία. Χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν ως ανταποδοτικό του μεν, στο οποίο αντιτίθεται. Γενικότερα, δηλώνει κάτι νεώτερο ή διαφορετικό έναντι αυτού που ελέχθη προηγουμένως. Κανονικά τίθεται στη δεύτερη θέση της προτάσεως στην οποία απαντά, συχνά συνδυάζεται με τα ου, μη και προηγείται του γε. Το δε, γνωστό ήδη από τη Μυκηναϊκή και τον Όμηρο, είναι εύχρηστο καθ' όλη τη διάρκεια της Ελληνικής μέχρι σήμερα, όπου εμφανίζεται στον γραπτό κυρίως λόγο. Εκτός της Ελληνικής δεν υπάρχει ακριβές αντίστοιχο σε άλλη ΙΕ γλώσσα είτε γιατί δεν εκφράζεται καθόλου, ως περιττό, είτε γιατί αντικαθίσταται από άλλες λέξεις της ίδιας σημασίας (πρβλ. όμως, αλλά, εντούτοις, έναντι αυτού κ.λπ.). Η ετυμολογία του είναι αβέβαιη. Πιθ. προήλθε από βράχυνση (ή συστολή) του δη, αφενός μεν επειδή εξασθένησε η αρχική του σημασία, αφετέρου δε επειδή συμπροφερόταν με παρακείμενα στοιχεία στον γρήγορο λόγο].———————— (III)
βλ. δεν.
Greek Monotonic
δε: εγκλιτ. μόριο, προσαρτούμενο στο τέλος,
I. 1. σε ονόματα τόπων στην αιτ., για να δηλώσει κίνηση, κατεύθυνση προς εκείνο το μέρος· οἶκόνδε (Αττ. οἴκαδε), στην πατρίδα· ἅλαδε, στη θάλασσα· Οὐλυμπόνδε, στον Όλυμπο· θύραζε (αντί θύρασδε), προς την πόρτα, σε Όμηρ.· μερικές φορές με τις κτητικές αντων., ὅνδε δόμανδε· και μερικές φορές ακόμα και μετά το εἰς, όπως στο εἰς ἅλαδε, σε Ομήρ. Οδ.· στο Ἀϊδόσδε ακολουθ. τη γεν., = εἰς Ἅιδου (ενν. οἶκον). Στην Αττ. προσαρτάται στα ονόματα των πόλεων· Ἐλευσῑνάδε, Ἀθήναζε, Θήβαζε (αντί Ἀθήνασδε, Θήβασδε),
2. μερικές φορές δηλώνει μονάχα σκοπό· μήτι φόβονδ' ἀγόρευε, μη μιλάς καθόλου εξαιτίας του φόβου.
II. το -δε χρησιμ. επίσης για να επιτείνει τη σημασία ορισμένων αντωνυμιών, ὅ-δε, τοιόσδε κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
δε: энклит. и неотделяемая частица со знач.:
1) (усиленной указательности): ὅδε вот он, вот этот-то; τοιόσδε такой вот, вот именно такой;
2) (cum acc. - направления, редко с предлогом εἰς) в, к, на, в сторону: Οὔλυμπόνδε Hom. на Олимп; Ἐλευσῖνάδε Xen., Lys. в Элевсин; ὅνδε δόμονδε Hom. в его дом; εἰς ἅλαδε Hom. в море (на вопрос куда?); Ἀϊδόσδε (sc. δόμον или οἶκον) Hom. в Аид; πόλεμόνδε Hom. на войну; μήτι φόβονδ᾽ ἀγόρευε Hom. не склоняй меня к бегству; τέλοσδε Hom. до конца, к концу.