κῆρυξ

Revision as of 03:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ῡκος, ὁ, Aeol. κᾶρυξ [ᾱ] Sapph.Supp.20a.2, Pi.N.8.1:—but κήρῡκος, ου, ὁ, EM775.26: (κηρύσσω):—

   A herald, pursuivant: generally, public messenger, envoy, κ. λιγύφθογγοι Il.2.50, al.; κηρύκων, οἳ δημιοεργοὶ ἔασιν Od.19.135; κ. Διῒφίλοι Il.8.517; κ., Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν 1.334; θεῶν κ., of Hermes, Hes.Op.80, cf.Th.939, A.Ag. 515, Ch.124: distd. from πρέσβεις, as being messengers between nations at war, Sch.Th.1.29, cf. A.Supp.727, Pl.Lg.941a, D.12.4: used interchangeably with ἀπόστολος, Hdt.1.21: as pr.n.of a family at Athens, Th.8.53, And.1.116, Paus.1.38.3, Poll.8.103; functioning as μάγειροι at festivals, Clidem.3, 17; Κηρυκίδαι Phot.    b as fem., Pi.N.8.1, Nonn.D.4.11.    2 crier, who made proclamation and kept order in assemblies, etc., Ar.Ach.42 sq.; ὁ κ. ἀνεῖπεν And.1.36, etc.; ὁ τῶν μυστῶν κ., at Eleusis, X.HG2.4.20, cf. SIG845 (Eleusis, iii A.D.), Philostr.VS2.33.4.    3 auctioneer, ὑπὸ κήρυκος πωλεῖν Thphr.Fr.97; ἀπέδοτο πάντα τὰ ἔργα ὑπὸ κήρυκα IPE12.32B35 (Olbia, iii B.C.), cf. PHib.1.29.21 (iii B.C.); ἀποδίδοσθαι ὑπὸ κήρυκι Ammon. Diff.p.81 V. (v.l. ὑπὸ κήρυκα Ptol.Asc.p.399 H.).    4 generally, messenger, herald, θεοὶ κήρυκες ἀγγέλλουσι S.OC1511, cf. E.El.347; of the cock, Ar.Ec.30; of writing, Id.Th.780 (anap.); κ. καὶ τάφος εἰμὶ βροτοῦ IG14.1618; of Homer, ἡρώων κάρυκ' ἀρετᾶς ib.1188: metaph., κ. καὶ ἀπόστολος 1 Ep.Ti.2.7, al.    II trumpet-shell, e.g. Triton nodiferum, and smaller species, Arist.HA528a10, al., Hp.Vict.2.48, Diocl.Fr.133, Macho ap.Ath.8.349c, Gal.4.670, Alciphr.1.7, Alex. Trall.3.7. [ῡ exc. acc. pl. κήρῠκας Antim.19 (s.v.l.), cf. κηρῠκιον AP 11.124 (Nicarch.): but accented κῆρυξ, Hdn.Gr.1.44, etc.] (Cf. Skt. kārús 'poet', kīrtis 'fame'.)

Greek (Liddell-Scott)

κῆρυξ: Δωρ. κᾶρυξ (περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε ἐν τέλ.), -ῡκος, ὁ: Αἰολ. ὡσαύτως κήρῡκος, ου, ὁ, Ἐτυμολ. Μέγ. 775. 26· (κηρύσσω)· ― κῆρυξ, διαλαλητής, «κράχτης», καὶ καθόλου δημόσιος ἀγγελιαφόρος μετέχων καὶ τοῦ χαρακτῆρος τοῦ πρέσβεως, λίαν ἔντιμον ὑπούργημα κατὰ τοὺς ἀρχαιοτάτους χρόνους, Λατ. praeco, caduccator, legatus, Ὅμ., κτλ. Οἱ κήρυκες συνεκάλουν τὴν ἐκκλησίαν, Ἰλ. Β. 50, 97, 437, 442, Ι. 10, Ὀδ. Β. 6, κτλ.· καὶ ἐτήρουν τὴν τάξιν ἐν αὐτῇ, Ἰλ. Β. 280, Σ. 503· διεχώριζον τοὺς διαμαχομένους, Η. 274, κἐξ.· εἶχον τὴν ἐπιμέλειαν τῆς προπαρασκευῆς τῶν θυσιῶν καὶ πανηγύρεων, Γ. 245, κἑξ., Ὀδ. Υ. 276· ἔτι δὲ καὶ ἰδιωτικῶν συμποσίων, Ἰλ. Η. 183, Σ. 558, κτλ. Ὡς δημόσιοι ὑπάλληλοι καλοῦνται δημιοεργοί, Ὀδ. Τ. 135. Τὸ ἔμβλημα τῆς ἐπισημότητος αὐτῶν ἦτο τὸ σκῆπτρον, Ἰλ. Σ. 505, Ὀδ. Β. 37, κτλ. Ἀπὸ τῶν ἡρωϊκῶν χρόνων τὸ ὑπούργημα αὐτῶν ἐθεωρεῖτο ἱερὸν καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῶν ἀπαραβίαστον ὡς διατελούντων ὑπὸ τὴν ἄμεσον προστασίαν τοῦ Διός, καὶ ἐθεωροῦντο θεῖοι, Διῒ φίλοι Ἰλ. Δ. 192, Θ. 517· Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν Α. 334, κτλ.· δι’ ὃ ἐχρησιμοποιοῦντο ὅπως διαβιβάζωσιν ἀγγελίας μεταξὺ πολεμίων, Ι. 170, Ω. 149, 178, Ὀδ. Κ. 59, 102. Μεθ’ Ὅμηρον ὁ Ἑρμῆς καλεῖται κῆρυξ τῶν θεῶν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 80, Θεογ. 939, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 515, Χο. (165). Κατὰ μεταγενεστέρους χρόνους τὸ μὲν ὑπούργημα αὐτῶν διέμεινε τὸ αὐτὸ σχεδόν, ἀλλὰ διακρίνεται ἀπὸ τοῦ τῶν πρέσβεων, διότι οἱ κήρυκες διεβίβαζον ἀγγελίας μεταξὺ ἐθνῶν ἐν πολέμῳ πρὸς ἄλληλα διατελούντων, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 29· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 727, Πλάτ. Νόμ. 941Α, Δημ. 159. 20., 283. 2· ἐν χρήσει ἐναλλὰξ μετὰ τοῦ ἀπόστολος, Ἡρόδ. 1. 21. Ἱερατικόν τι γένος ἐν Ἀθήναις ἔφερε τὸ ὄνομα Κήρυκες, ἀπὸ Κήρυκος τοῦ Ἑρμοῦ, Ἀνδοκ. 15. 28, Παυσ. 1. 38, 3, Πολυδ. Η΄, 103· Κηρυκίδαι παρὰ Φωτ. β) κῆρυξ ὡς θηλ. ἀπαντᾷ παρὰ Πινδ. Ν. 8. 1, Νόνν. 4. 11· τὸ Ἀττ. θηλ. εἶναι κηρύκαινα. 2) ἐν Ἀθήναις, κῆρυξ, ὅστις ἐκήρυττε καὶ ἐτήρει τάξιν ἐν ταῖς συνελεύσεσι κτλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 42, κἑξ.· ὁ κ. ἀνεῖπεν Ἀνδοκ. 6. 4, κτλ.· ὁ τῶν μυστῶν κ., ἐν Ἐλευσῖνι, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 20. 3) καθόλου, ἀγγελιαφόρος, θεοὶ κήρυκες ἀγγέλουσι Σοφ. Ο. Κ. 1511, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 347· ἐπὶ τοῦ ἀλεκτρυόνος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 30· ἐπὶ τῆς γραφῆς, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 780. 4) παρ’ Ἐκκλ., ἱεροκῆρυξ. ΙΙ. εἶδος ὀστρακοδέρμου ἢ κοχλίου ἔχοντος κόγχην ἑλικοειδῶς συνεστραμμένην, δυναμένην νὰ χρησιμεύσῃ καὶ ὡς εἶδος σάλπιγγος, τὸ buccinum, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6., 5. 12, 3, κ. ἀλλ., πρβλ. Μάχωνα παρ’ Ἀθην. 349C· ὅθεν, 2) ἀκανθωτόν τι κολαστήριον ὄργανον, Ἰακωψίου Μαρτ. Πολυκάρπου 2. ῡ ἀείποτε, διότι ἐν Ἰλ. Ρ. 324 κήρυκ’ Ἠπυτίδῃ διορθοῦται ἀντὶ κήρυκι. Αἱ μόναι ἐξαιρέσεις εἶναι κηρῠκας ἐν Ἀντιμάχῳ παρ’ Ἀθην. 475D, καὶ κηρῠκιον, ἐν Ἀνθ. Π. 11. 124. Οἱ Γραμματικοὶ ὅμως συμφώνως γράφουσι κῆρυξ, φοῖνιξ, κῆϋξ, ἴδε Πρισκιαν. 7. 8, 43, Δινδ. ἐν Στεφ. Θησ..

French (Bailly abrégé)

mieux que κήρυξ;
υκος (ὁ, qqf ἡ)
I. toute personne qui annonce à haute voix :
1 dans les temps héroïques, héraut ou messager des dieux (Hermès);
2 héraut des rois;
3 postér. héraut pour les messages de paix et de guerre ; dans les assemblées publiques, sorte d’huissier chargé de faire les proclamations;
II. p. anal. coq.
Étymologie: R. Καρ, crier.

Spanish

heraldo

English (Strong)

from κηρύσσω; a herald, i.e. of divine truth (especially of the gospel): preacher.

English (Thayer)

less correctly (yet so L WH) κῆρυξ (on the accent see Winer s Grammar, § 6,1c.; (Buttmann, 13 (12)); Lipsius, Gramm. Untersuch., p. 36; (Chandler § 622; Göttling, p. 254 f; Lob. Paralip., p. 411; W. Dindorf in Stephanus Thesaurus, under the word; Tdf. Proleg., p. 101)), κήρυκος, ὁ (akin to γῆρυς a voice, a sound, γηρύω to utter a sound, to speak; (yet cf. Vanicek, p. 140)); common in Greek writings from Homer down; a herald, a messenger vested with public authority, who conveyed the official messages of kings, magistrates, princes, military commanders, or who gave a public summons or demand, and performed various other duties. In the O. T., God's ambassador, and the herald or proclaimer of the divine word: δικαιοσύνης, one who summoned to righteousness, of Noah, 2 Timothy 1:11.

Greek Monotonic

κῆρυξ: Δωρ. κᾶρυξ, -ῡκος, ,
1. αγγελιαφόρος, κήρυκας, διαλαλητής, κράχτης, δημόσιος κήρυκας, σε Όμηρ. κ.λπ. Στον Όμηρ., συγκαλούν τη λαϊκή συνέλευση, διαχωρίζουν τους αντιπάλους, είναι υπεύθυνοι για τις θυσίες, ενεργούν ως διπλωματικοί αντιπρόσωποι, και τα πρόσωπά τους είναι ιερά. Μετά τον Όμηρ., ο Ερμής αποκαλείται αγγελιαφόρος των θεών, σε Ησίοδ. κ.λπ.
2. στην Αθήνα, κήρυκας που ανακοίνωνε τις εκκλησίες του δήμου, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κῆρυξ -υκος, ὁ en ἡ, Aeol. en Dor. κᾶρυξ heraut, gezant, boodschapper:; κήρυκες λιγύφθογγοι herauten met helder stemgeluid Il. 2.50; θεῶν κ. boodschapper van de goden (Hermes) Hes. Op. 80; overdr.:; ὁ κῆρυξ ἀρτίως … κεκόκκυκεν de heraut (een haan) heeft zojuist gekraaid Aristoph. Eccl. 30; σμίλης ὁλκούς, κήρυκας ἐμῶν μόχθων krassen van mijn schrijfstift, bodes van mijn ellende Aristoph. Th. 780; christ. verkondiger:. κῆρυξ καὶ ἀπόστολος verkondiger en apostel NT 1 Tim. 2.7. plur. Kèrukes (naam van Atheense familie). stadsomroeper (die optreedt in volksvergadering e.d.):. ὁ τῶν μυστῶν κ. de omroeper bij de mysteriën Xen. Hell. 2.4.20. trompetschelp.

Russian (Dvoretsky)

κῆρυξ: иногда κήρυξ, дор. κᾱρυξ, ῡκος ὁ, редко ἡ
1) глашатай (Ἑρμῆς, κ., κηρύκων σέβας Aesch.): κηρύκεσσι κελεῦσαι κηρύσσειν ἀγορήνδε Ἀχαιούς Hom. приказать глашатаям созвать на площадь ахейцев;
2) (= ἄγγελος) вестник, гонец (αὐτοὶ θεοὶ κήρυκες ἀγγέλλουσί μοι Soph.);
3) (= ἀπόστολος) посланец, посол (Ἀλυάττης ἔπεμπε κήρυκα ἐς Μίλητον … Ὁ μὲν δὴ ἀπόστολος ἐς τὴν Μίλητον ἤϊε Her.);
4) проповедник, провозвестник (δικαιοσύνης NT);
5) зоол. герольд (морской моллюск, витая раковина которого употреблялась в качестве сигнального рожка) Arst., Anth.

Middle Liddell


1. a herald, pursuivant, marshal, public messenger, Hom., etc. In Hom. they summon the assembly, separate combatants, have charge of sacrifices, act as envoys, and their persons were sacred. After Hom., Hermes is called the κῆρυξ of the gods, Hes., etc.
2. at Athens, a crier, who made proclamation in the public assemblies, Ar., etc. [from κηρύσσω