συναιρέω
English (LSJ)
in Hom. only 3sg. aor. σύνελεν, and part. συνελών:— A grasp together or seize together, Χλαῖναν μὲν συνελὼν καὶ κώεα Od.20.95; seize at once, πάντα ξυνῄρει ἡ νόσος Th.2.51; of the mind, λογισμῷ τὸ πρᾶγμα σ. Plu.Lys.22:—Med., συνελόμενος σκαφεῖον = seizing a mattock, PPetr.2p.59 (cf. 3 p.xiii, iii B.C.):—Pass., to be brought together, Arist.SE181b33; so εἰς ἓν λογισμῷ συναιρούμενον to a unity brought together by reasoning, Pl.Phdr.249c; τὸ φιλεῖν καὶ τὸ μισεῖν . . συνῄρηται are taken into account, Arist.Rh.1354b9 (nisi leg. συνήρτηται): hence δεῖ συναιρεῖν ἐκ πάντων τούτων ὅτι . .from all this we should collect, infer that... Procl. in Prm.p.492 S. 2 bring into small compass, shorten, τὸν Χρόνον D.S.17.116:—Pass., συναιρεῖσθαι εἰς ἥμισυ to be halved, Ascl.Tact.2.1; to be contracted, τὰ τῶν Ἀθηναίων ταχὺ ξυναιρεθήσεσθαι (v.l. ξυναναιρ-) Th.8.24; ὁ περίβολος τῆς πόλεως . . νῦν . . καὶ μᾶλλον ἔτι συνῄρηται Plb.10.11.4. b especially of speaking, ξυνελὼν λέγω = concisely, briefly, in a word, Th.2.41, cf. 1.70; ὡς συνελόντι εἰπεῖν X.An.3.1.38, Mem.3.8.10, etc.; συνελόντι φάναι Gal.16.502; so συνελόντι alone, Is.4.22; συνελόντι ἁπλῶς D.4.7; συνελόντες τὰ ἐν μέσῳ Luc.Phal.1.6; συνελεῖν [λόγον] εἰς βραχὺ κεφάλαιον Gal.15.754. c Gramm., contract, τὸ ε καὶ τὸ ᾱ A.D. Pron.99.24; of the accent of compounds, Id.Synt.304.8. II make away with, destroy all trace of, annihilate, ἀμφοτέρας δ' ὀφρῦς σύνελεν λίθος Il.16.740 (but perhaps = συνέχεε καὶ εἰς ἓν συνήγαγεν, as Sch. ad. loc.): metaph., make an end of, σ. τὰς ἀσπίδας abolished them, D.S.15.44; τὸ καῦμα καὶ τὸ δίψος δεινῶς τοὺς λοιποὺς συνῄρει D.C.40.23, cf. 37.13, 50.35; συνῃρηκὼς ὥρᾳ μιᾷ Χρόνου μήκιστον . . πόλεμον Plu.Lys.11; ὡς ἡμέραις δυσὶ συναιρήσων τὴν πολιορκίαν Id.Sert.13; diminish a measurement, τινὶ μέτρῳ προσλιπεῖν ἢ συνελεῖν IG7.3073.24 (Lebad., ii B.C.):—Pass., τοῦ πρώτου τῶν Καρχηδονίων πολέμων ἔτει δευτέρῳ καὶ εἰκοστῷ συναιρεθέντος Plu.Marc.3; τοῦ πλήθους ἤδη συνῃρημένου the congestion having been reduced or ended, Gal.16.499. b annihilate, make short work of a distance, ταχὺ σ. πολλὴν ὁδόν Plu. 2.759d:—Pass., τὸ διάστημα ταχέως ὑπὸ προθυμίας τῶν ἐλαυνόντων συνῄρητο Id.Lys.11. 2 help to take or conquer, τὴν Σύβαριν Hdt. 5.44; βουλόμενοι σφίσι . . ξυνελεῖν (v.l. for ξυνεξεῖν) αὐτόν wishing that he should help them to conquer, Th.2.29.
German (Pape)
[Seite 997] (s. αἱρέω), 1) zusammennehmen, -fassen; χλαῖναν μεν συνελων καὶ κωεα, Od. 20, 95; εἰς ἓν λογισμῷ ξυναιρούμενον, Plat. Phaedr. 249 b; dah. zusammenziehen, verkürzen, συνελόντι εἰπεῖν, um es kurz zu sagen, Is. 4, 22, wie Xen. An. 3, 1, 38, ξυνελὼν λέγω, Thuc. 2, 41. 6, 80 u. oft; μᾶλλον ἔτι συνῄρηται ὁ περίβολος τῆς πόλεως, Pol. 10, 11, 4. – 2) mit hinwegreißen, zerstören, vernichten; ἀμφοτέρας δ' ὀφρῦς σύνελεν λίθος, ll. 16, 740, Soph. Tr. 884, in Gemeinschaft mit Einem erobern, Σύβαριν, Her. 5, 44. 45, u. Folgde; τὸ διάστημα συνῄρητο, der Zwischenraum war zurückgelegt, Plut. Lys. 11. – Uebh. ergreifen, erfassen, einnehmen, πάντα ξυνῄρει ἡ νόσος, Thuc. 2, 51, τὸν Σιτάλκην οἱ Ἀθηναῖοι ξύμμα χον ἐπ οιήσαντο βουλόμενοι σφίσι τὰ ἐπὶ Θρᾴκης χωρία καὶ Περδίκκαν ξυνελεῖν αὐτόν, 2, 29.
Greek (Liddell-Scott)
συναιρέω: μέλλ. -ήσω, μέλλ. β΄ συνελῶ· ἀόρ. συνεῖλον· ὁ Ὅμηρ. ἔχει ἀείποτε γ΄ ἑνικ. ἀόριστ. σύνελεν, καὶ μετοχ. συνελών. Συνάγω, μαζεύω, τυλίσσω καὶ σηκώνω, λαμβάνω ὁμοῦ, χλαῖνα μὲν συνελὼν καὶ κώεα, «ἀντὶ τοῦ συνάξας, συνειλήσας» (Εὐστ.), Ὀδ. Υ. 95· ― καταλαμβάνω ὁμοῦ πάντα ξυνῄρει ἡ νόσος Θουκ. 2. 51· ἐπὶ τῆς διανοίας, λογισμῷ σ. τὸ πρᾶγμα Πλουτ. Λύσανδρ. 22. ― Παθ., φέρομαι ἐπὶ τὸ αὐτό, ἀντίθετον τῷ διαιρεῖσθαι, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 31, 2· οὕτως, εἰς ἓν λογισμῷ ξυναιρούμενον, εἰς ἓν συμπέρασμα διὰ τοῦ συλλογισμοῦ φερόμενον, Πλάτ. Φαῖδρ. 249Β· τὸ συνῄρηται κεῖται ὁμοίως ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 7 (ἀλλὰ συνήρτηται δὲν εἶναι ἀπίθανος διόρθωσις). 2) φέρω ὁμοῦ, συστέλλω, περιορίζω, πόλεως περίβολον Πολύβ. 10. 11, 4· τὸν χρόνον Διόδ. 17. 116· ― μάλιστα ἐπὶ λόγων ἢ δημηγορίας, ξυνελὼν λέγω, ἐν συντόμῳ, συντόμως, «ἐν ἑνὶ λόγῳ», Θουκ. 1. 70., 2. 41, κτλ.· ὡς συνελόντι εἰπεῖν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 38, Ἀπομν. 3. 8, 10, κτλ.· οὕτω, συνελόντι μόνον, Ἰσαῖ. 48. 36· συνελόντι ἁπλῶς Δημ. 42. 10· συνελόντες τὰ ἐν μέσῳ Λουκ. Φάλ. 1. 6. ― Παθητ., συστέλλομαι, Πολύβ. 10. 11, 4. 3) γραμματ., συναιρῶ δύο συλλαβὰς εἰς μίαν, ὡς π. χ. ἰχθύας ἰχθῦς, ῥέει ῥεῖ, Ἀπολλών. Δύσκ. περὶ Συντάξ. 238. 14, π. Ἀντωνυμ. 380, 386C, κλπ., ἴδε τὴν λέξ. συναίρεσις ΙΙ, 2. ΙΙ. φέρω μακράν, παρασύρω ἐντελῶς (ἴδε σὺν Δ. Ι. 2), ὅθεν ἐξαλείφω πᾶν ἴχνος, καταστρέφω, ἀφαιρῶ παντελῶς, ἀμφοτέρας δ’ ὀφρῦς σύνελεν λίθος Ἰλ. Π. 740· ― μεταφορ., περιτέμνω, συντέμνω, συντελῶ, φέρω εἰς τέλος, συν. τὰς ἀσπίδας, καταστρέφω, Διόδ. 15. 44· τὸν πόλεμον Πλουτ. Μάρκελλ. 3· καῦμα, πῦρ, φάρμακον, κτλ., Δίων Κ. ― Παθητ., τὰ τῶν Ἀθηναίων τάχα ξυναιρεθήσεσθαι Θουκ. 8. 24, πρβλ. συναναιρέω· τὸ διάστημα συνῄρητο, εἶχεν ἀποκτηθῆ, Πλουτ. Λύσανδρ. 11, πρβλ. 2. 759C. 2) βοηθῶ, συνεργῶ εἰς κατάληψιν ἢ κατάκτησιν, τὴν Σύβαριν Ἡρόδ. 5. 44 κἑξ.· βουλόμενοί σφισι... ξυνελεῖν αὐτό, ἐπιθυμοῦντες αὐτὸς νὰ βοηθήσῃ αὐτοὺς νὰ καταλάβωσι..., Θουκ. 2. 29.
French (Bailly abrégé)
f. συναιρήσω, f.2 συνελῶ, ao.2 συνεῖλον, etc.
I. prendre ensemble :
1 rassembler, ramasser ou emporter ensemble, prendre ensemble dans son esprit, embrasser ou résumer par la pensée;
2 en mauv. part saisir ensemble, attaquer à la fois en parl. d’une maladie;
3 enlever ensemble, ôter à la fois : ἀμφοτέρας ὀφρῦς IL emporter les deux sourcils à la fois en parl. d’une pierre lancée;
4 emporter avec un autre, càd aider à s’emparer de : πόλιν HDT d’une ville ; τινι aider qqn à s’emparer (d’un pays, etc.);
II. resserrer :
1 restreindre ; p. ext. abréger, résumer : ὡς ξυνελόντι εἰπεῖν XÉN ou συνελόντι εἰπεῖν PLUT pour abréger, bref, en un mot ; ξυνελὼν λέγω THC pour abréger, je dis ; mettre fin à : πολιορκίαν PLUT lever un siège ; πόλεμον PLUT terminer une guerre;
2 contracter : fig. πρὸς οὓς συνῄρηται τὸ φιλεῖν ARSTT ceux avec qui on a contracté des rapports d’amitié.
Étymologie: σύν, ἁείρω.
English (Autenrieth)
aor. 2 σύνελε, part. συνελών: take together, lay hold of at once, Od. 20.95; ‘tore away,’ Il. 16.740.
Greek Monotonic
συναιρέω: μέλ. -ήσω, βʹ μέλ. συνελῶ, αόρ. βʹ συνεῖλον, Επικ. σύνελον·
I. 1. γραπώνω ή αρπάζω μαζί, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.
2. οδηγώ στο ίδιο σημείο, περιορίζω, συμπυκνώνω, συντομεύω, συνοψίζω· στην ομιλία, ξυνελὼν λέγω, σε Θουκ.· ὡς συνελόντι εἰπεῖν, σε Ξεν.· ομοίως συνελόντι μόνο, σε Δημ.
II. 1. οδηγώ μακριά, παρασύρω, συνθλίβω, κονιορτοποιώ, ὀφρῦς σύνελεν λίθος, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., τελειώνω, τερματίζω, οδηγώ στο τέλος, τελειώνω, τὸν πόλεμον, σε Πλούτ. — Παθ., σε Θουκ.
2. προσπαθώ από κοινού να πάρω ή να κατακτήσω, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
συναιρέω: (fut. συνήσω и συνελῶ, aor. συνεῖλον - эп. 3 л. sing. σύνελεν)
1) схватывать, собирать (χλαῖναν καὶ κώεα Hom.);
2) охватывать, поражать (πάντα ξυνῄρει, sc. τὸ νόσημα Thuc.);
3) постигать, обнимать (τὸ πρᾶγμα λογισμῷ Plut.);
4) сочетать, объединять, сводить (τὸ εἶδος ἐκ πολλῶν αἰσθήσεων εἰς ἓν ξυναιρούμενον Plat.): ξυνελὼν λέγω Thuc. в общем и целом, говорю я; τὸ συνῃρημένον Arst. связное целое;
5) суживать, тж. сокращать, ограничивать (τὸν περίβολον τῆς πόλεως Polyb.): ὡς ξυνελόντι εἰπεῖν Xen., συνελόντι Isae. или συνελόντι ἁπλῶς Dem. короче говоря, одним словом;
6) выхватывать, разбивать, уничтожать (ἀμφοτέρας ὀφρῦς Hom.; τὰς ἀσπίδας Diod.);
7) захватывать, завладевать, завоевывать (Σύβαριν Her.): ξυνελεῖν τινι τὰ ἐπὶ Θρᾴκης χωρία Thuc. совместно с кем-л. захватить фракийские области;
8) приводить к концу, заканчивать (πόλεμον, πολιορκίαν Plut.): τὸ μεταξὺ τῶν ἠπείρων διάστημα σ. Plut. преодолевать расстояние между материками.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αιρέω bijeennemen:; χλαῖναν μὲν συνελὼν καὶ κώεα toen hij zijn mantel en de vachten bijeengeraapt had Od. 20.95; overdr. pass..; εἰς ἓν λογισμῷ συναιρούμενον door redeneren tot een eenheid gecombineerd Plat. Phaedr. 249b; van woorden samenvatten, spec. ptc. aor..; εἴ τις... ξυνελὼν φαίη als iemand het kort en bondig zou zeggen Thuc. 1.70.9; ook in dat.:; ὡς μὲν συνελόντι εἰπεῖν om kort te gaan Xen. An. 3.1.38; van toestanden korter maken, bekorten, tot een einde brengen:. σ. ὥρᾳ μιᾷ χρόνου... μήκιστον... πολέμων in één uur tijd de langste der oorlogen tot een einde brengen Plut. Lys. 11.11. helpen in te nemen:; σ. τὴν Σύβαριν Sybaris helpen innemen Hdt. 5.144; verwoesten, wegvagen:; ἀμφοτέρας δ ' ὀφρῦς σύνελεν λίθος de steen vaagde beide wenkbrauwen weg Il. 16.740; wegnemen, doden:. τίς θυμός... τάνδ '... ξυνεῖλε; welke gemoedstoestand heeft tot haar dood geleid? Soph. Tr. 884; πάντα ξυνῄρει alles sleepte (de pest) mee de dood in Thuc. 2.51.3.
Middle Liddell
fut. ήσω fut. 2 συνελῶ aor2 συνεῖλον epic σύνελον
I. to grasp or seize together, to seize at once, Od., Thuc.
2. to bring together, bring into small compass; in speaking, ξυνελὼν λέγω briefly, in a word, Thuc.; ὡς συνελόντι εἰπεῖν Xen.; so, συνελόντι alone, Dem.
II. to make away with, crush, ὀφρῦς σύνελεν λίθος Il.:—metaph. to make an end of, τὸν πόλεμον Plut.:—Pass., Thuc.
2. to help to take or conquer, Hdt., Thuc.