ἀμβρόσιος
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον E.Med.983 (lyr.):— immortal, divine, rarely of persons, νύμφη h.Merc.230:—in Ep., epithet of everything belonging to gods, as hair, Il.1.529, etc.; robes, sandals, etc., 5.338, 21.507, 24.341, al.; anointing oil, 14.172, 23.187; voice and song, h.Hom.27.18, Hes.Th.69; fodder and mangers of horses, Il.5.369 8.434; of night and sleep, as divine gifts, Od. 4.429, etc.; ὕδωρ Hom.Epigr.1.4; κρῆναι E.Hipp.748:—of things divinely excellent or beautiful, κάλλος Od.18.193; of verses, Pi.P.4.299; Ἀφροδίτας ἀ. φιλοτάτων Id.N.8.1.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Morfología: [-ος, -ον E.Med.982]
I 1que huele a aceite perfumado divino o ambrosía, que exhala una fragancia divina, ἔλαιον Il.14.172, 23.187, εἶδαρ Il.5.369, 13.35, del cabello, ropa y otras cosas, gener. de los dioses, impregnadas de la misma substancia χαῖται Il.1.529, h.Cer.41, Philostr.VA 7.36, πέπλος Il.5.338, ἑανός Il.14.178, 21.507, πέδιλα Il.24.341, κάλλεϊ μέν οἱ πρῶτα προσώπατα καλὰ κάθηρεν ἀμβροσίῳ, οἵῳ περ ἐϋστέφανος Κυθέρεια χρίεται (se trata de una belleza conseguida gracias a ungirse con aceite perfumado) Od.18.193, ἐπλήσθη ... ὀδμῆς ἀμβροσίης (la isla de Delos en el nacimiento de Apolo), Thgn.9, ὀδμή A.R.4.430, ὀσμή Philostr.Her.proem.2
•esp. de ríos y fuentes divinas ὕδωρ h.Hom.34.4, εὐῶδες ἀμβροσίων ἐκ μυχῶν ... ὕδωρ Simon.72(b).3, κρῆναι E.Hipp.748, ποτός Theoc.11.48
•fig. παγὰν ἀμβροσίων ἐπέων Pi.P.4.299.
2 como propio de dioses, divino, exquisito de la voz y el canto de las Musas μολπή Hes.Th.69, αἱ δ' ἀμβροσίην ὄπ' ἰεῖσαι h.Hom.27.18, μέλεα B.19.2, Ar.Au.749, πρόσωπον Lyr.Adesp.92, φιλότατες Pi.N.8.1, χάρις ἀμβρόσιός τ' αὐγά E.Med.982, cf. Sch.E.Med.982, κάρα A.R.3.834
•en lit. judeo-crist. celestial, divino γένος ἀμβροσίας τροφῆς LXX Sap.19.21, φάρμακον Ph.1.691, χρίσμα Clem.Al.Paed.2.8.65, liquor Prud.Cath.3.23.
3 exquisito, dulce: uua Plin.HN 14.40, succus Colum.10.408.
II inmortal, divino ὕπνος Il.2.19, νύξ Il.2.57, 10.41, 142, 24.363, Od.4.429, 9.404, 15.8, Alcm.1.62, νύμφη h.Merc.230.
III adv. ἀμβροσίως = de modo inmortal, Orac.Sib.2.225.
German (Pape)
[Seite 119] α, ον (adject. zu ἄμβροτος, entst. aus ἀμβρότιοσ), den Unsterblichen (ἀμβρότοις) gehörig, unsterblich, ambrosisch; ἀμβρ. ἑανός der Hera Iliad. 14, 178, der Artemis 21, 507, πέπλος der Aphrodite 5, 338, τέδιλα des Hermes Iliad. 24, 341 Od. 5, 45, der Athene Od. 1, 97, χαῖται des Zeus Iliad. 1, 529, πλόκαμοι der Hera 14, 177, ἀμβρ. εἶδαρ fressen die Pferde des Poseidon 13, 35, des Ares 5, 369, ἐπ' ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν stehen die Pferde der Hera 8. 434; Hera salbt sich 14, 172 λίπ' ἐλαίῳ ἀμβροσίῳ ἑδανῷ, τό ῥά οἱ τεθυωμένον ἦεν; 23. 187 vom Hektor κύνας μὲν ἄλαλκε Ἀφροδίτη, ῥοδόεντι δὲ χρῖεν ἐλαίῳ ἀμβροσίῳ; Od. 18, 193 schmückt Athene die Penelope, κάλλεϊ μέν οἱ πρῶτα προσώπατα καλὰ κάθηρεν ἀμβροσίῳ, οἵῳ περ ἐυστέφανος Κυθέρεια χρίεται; Scholl. Aristonic. Iliad. 14, 172 ἡ διπλῆ, ὅτι μύρον μὲν οὐκ ὀνομάζει, τεθυμιαμένον δὲ ἔλαιον τὸ μύρον λέγει, ὥστε εἰδέναι μὲν τὴν χρῆσιν, τὸ δὲ ὄνομα μή. λέγει δέ που καὶ »ῥοδόεντι δὲ χρῖεν ἐλαίῳ (23. 186)« καὶ »κάλλεϊ μέν οἱ πρῶτα (Od. 18, 192)« μύρου τι γένος ὀνοματοποιήσας; ders. 23, 186 ῥοδόεντι δὲ χρῖεν ἐλαίῳ: ἡ διπλῆ, ὅτι μύρου τὴν μὲν ὀνομασίανἀγνοεῖ, την δὲ σκευασίαν οἶδεν· τὸ γὰρ ῥόδινον οὕτως νῦν εἶπεν ἔλαιον ῥοδόεν; Scholl. Od. 18, 192 κάλλεϊ: νῦν τὰ μύρα; – ἀμβροσίη νύξ Iliad. 2, 57. 10, 41. 142. 18, 268. 24, 363 Od. 4, 429. 574. 7, 283. 9, 404. 15, 8, vgl. ἄβροτος; – ἀμβρόσιος ὕπνος Iliad. 2, 19; – Eurip. hat ἀμβρόσιος statt des fem. Med. 983 ἀμβρόσιος αὐγά; Hym. Merc. 230 heißt Maja νύμφη ἀμβροσίη; ἀμβροσίη μολπή, der Gesang der Musen, Hes. Th. 67; ἀμβροσίη ὄψ H. h. 27, 18; ἀμβρόσια ἔπεα Pind. P. 4, 299; Ἀφροδίτας φιλότατες ἀμβρόσιαι N. 8, 1. Bei Sp. = groß u. schön.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 immortel, divin;
2 p. ext. divinement beau ou bon.
Étymologie: ἄμβροτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμβρόσιος: и 2 присущий (принадлежащий) бессмертным или ниспосланный бессмертными, т. е. божественный (ἑανός, εἶδαρ, ἔλαιον, νύξ, ὕπνος Hom.; ὄψ HH; μολπή Hes.; ἔπεα Pind.; αὐγά Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβρόσιος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. Μήδ. 983: (ἴδε ἐν λ. μορτός): - Ποιητ. τύπος τοῦ ἄμβροτος, ἀθάνατος, θεῖος, σπανίως ἐπὶ προσώπων, νύμφη Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 230: - παρ’ Ὁμ. ἡ νὺξ καὶ ὁ ὕπνος λαμβάνουσιν ὡς ἐπίθετον τὴν λέξιν ταύτην: ἀμβροσίην διὰ νύκτα Ἰλ. Β. 57: περὶ δ’ ἀμβρόσιος κέχυθ’ ὕπνος, θεῖος, οὐράνιος, ἥδιστος (ὡς τὰ νὺξ ἄμβροτος, νὺξ δαιμονίη, ἱερὸν ἦμαρ, ἱερὸν κνέφας, πρβλ. Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 728): οὕτως, ἀμβρ. ὕδωρ Ἐπιγράμμ. Ὁμ. Ι. 4· ἀμβρ. κρῆναι Εὐρ. Ἱππ. 748: - προσέτι πᾶν ὅ,τι ἀνήκει εἰς τοὺς θεοὺς καλεῖται ἀμβρόσιον, ὡς ἡ κόμη αὐτῶν, Ἰλ. Α. 529, κτλ., τὰ ἱμάτια αὐτῶν, τὰ πέδιλα, κτλ., Ε. 238, Φ. 507, Ω. 341 καὶ ἀλλ.· ὡσαύτως τὸ ἔλαιον δι’ οὗ ἠλείφοντο, Ξ. 172, Ψ. 187· ἡ φωνὴ αὐτῶν καὶ τὸ ᾆσμα, Ὕμν. Ὁμ. 27. 18, Ἡσ. Θ. 69· ἡ φορβὴ (τροφὴ) καὶ ἡ φάτνη τῶν ἵππων αὐτῶν, Ἰλ. Ε. 369, Θ. 434: - ὡσαύτως ἐπὶ παντὸς πράγματος ἐξόχως διαπρέποντος καὶ ὡραίου, κάλλος Ὀδ. Σ. 193· ἐπὶ στίχων, Πινδ. Π. 4. 532· ἐπὶ φιλίας, ὁ αὐτ. Ν. 8 .2, κτλ.: - πρβλ. ἀμβροσία, ἄμβροτος, ἄβροτος καὶ Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξει.
English (Autenrieth)
(ἄμβροτος): ambrosial, divine; epithet of anything belonging to, pertaining to, or conceived as bestowed by the gods; χαῖται, Il. 1.529; εἶδαρ (for their steeds), Il. 7.369, νύξ, ὕπνος.
English (Slater)
ἀμβρόσιος divine, heavenly ὥρα πότνια, κάρυξ Ἀφροδίτας ἀμβροσιᾶν φιλοτάτων (N. 8.1) λέχει πέλας ἀμβροσίῳ Μελίας (Pae. 9.35) μελιγαθὲς ἀμβρόσιον ὕδωρ Τιλφώσσας ἀπὸ καλλικράνου fr. 198b. εὗρε παγὰν ἀμβροσίων ἐπέων i. e. of poetry (P. 4.299)
Greek Monolingual
ἀμβρόσιος, -ία, -ιον και -ιος, -ιον (Α)
1. (σπαν. για πρόσωπα) οτιδήποτε αναφέρεται ή ανήκει στους θεούς, θείος, θεϊκός, αθάνατος, άφθαρτος
2. (για πράγματα) έξοχος, εξαίρετος, θαυμαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβρότ-ιος, επαυξημένος τ. του επιθ. ἄμβροτος.
ΠΑΡ. ἀμβροσία.
Greek Monotonic
ἀμβρόσιος: -α, -ον και -ος, -ον, επιτετ. τύπος του ἄμβροτος, αθάνατος, σε Ομηρ. Ύμν.· στον Όμηρ. η νύχτα και ο ύπνος αποκαλούνται αμβροσιακά, θεϊκά, ως δώρα των θεών· παρόμοια λέγεται για οτιδήποτε ανήκει στους θεούς, όπως τα μαλλιά τους, οι εσθήτες τους, τα σανδάλια τους, η τροφή και η φάτνη των αλόγων τους.
Frisk Etymological English
See also: βροτός
Middle Liddell
[lengthd. form of ἄμβροτος
immortal, Hhymn.:—in Hom. night and sleep are called ambrosial, divine, as gifts of the gods; so of everything belonging to the gods, as their hair, robes, sandals, the fodder and the mangers of their horses.
Frisk Etymology German
ἀμβρόσιος: {ambrósios}
See also: s. βροτός.
Page 1,90
Translations
immortal
Arabic: خَالِد; Armenian: անմահ, անմեռ, անմեռական; Asturian: inmortal; Azerbaijani: ölməz; Belarusian: бессмяротны; Bulgarian: безсмъ́ртен; Catalan: immortal; Chinese Mandarin: 不朽的; Czech: nesmrtelný; Danish: udødelig; Dutch: onsterfelijk, ondoodbaar; Esperanto: senmorta; Estonian: surematu; Finnish: kuolematon; French: immortel; Galician: inmortal; Georgian: უკვდავი; German: unsterblich; Greek: αθάνατος; Ancient Greek: ἄβροτος, ἀειγενέτης, ἀείζων, ἀείζωος, ἀείζως, ἀειθαλής, ἀθάνατος, ἀθανής, αἰειγενέτης, αἰειγενής, αἰωνόβιος, ἀμβρόσιος, ἄμβροτος, ἄπθιτος, ἄφθαρτος, ἄφθιτος, δαρόβιος, δηρόβιος, δολιχαίων, μακραίων; Hindi: अमर; Hungarian: halhatatlan; Icelandic: ódauðlegur; Indonesian: kekal, abadi; Irish: neamhbhásmhar, buan, síoraí, bithbheo; Italian: immortale; Japanese: 不滅の, 死なない, 潰れない; Kazakh: өлімсіз, өлмес; Korean: 불사하다; Kumyk: оьлюмсюз; Kurdish Central Kurdish: نەمر; Northern Kurdish: nemir, hersax, herheyî; Kyrgyz: өлбөс, өлүмсүз; Latin: immortalis, aeternus; Macedonian: бесмртен; Manx: neuvarvaanagh, neuvaasoil; Maori: mutungakore; Middle English: undedly; Norwegian: udødelig; Occitan: immortal; Old English: undēadlīċ; Persian: نامیرا; Plautdietsch: onstoaflich; Polish: nieśmiertelny; Portuguese: imortal; Romanian: nemuritor, imortal; Russian: бессмертный; Sanskrit: अमृत; Serbo-Croatian Cyrillic: бѐсмртан; Roman: bèsmrtan; Slovak: nesmrteľný; Slovene: nesmrten; Spanish: inmortal; Swedish: odödlig; Tocharian A: onkrac; Tocharian B: oṅkrotte; Turkish: ölümsüz; Ukrainian: безсмертний; Uzbek: oʻlmas; Vietnamese: bất tử