δέος
English (LSJ)
A gen. δέους, also δέᾱτος S.Fr.328, Cerc.Fr.18 ii 4; δείους (written for δϝέεος) Il.10.376, 15.4), τό: pl., v. infr.ΙΙ:—fear, alarm, χλωρὸν δέος pale fear, ib.7.479, etc.: distinguished by Ammon. from φόβος, as being morelasting (δέος… κακοῦ ὑπόνοια, φόβος δὲ ἡ παραυτίκα πτόησις), cf. Prodic. ap. Pl.Prt. 358d; φόβος τε καὶ δέος Hdt.4.115; τὸ δέος καὶ ὁ φόβος Lys.20.8; δέει καὶ φόβῳ D.21.124, cf. 23.103; also δέος… αἰσχύνη θ' ὁμοῦ S.Aj.1079; ἵνα γὰρ δ., ἔνθα καὶ αἰδώς Poet. ap. Pl.Euthphr.12b; δ. τινός fear of a person or thing, Ar.Ach.581; δέει τῶν Κερκυραίων μή… Th.1.26; τεθνᾶσι τῷ δέει τοὺς τοιούτους ἀποστόλους (τεθνᾶσι τῷ δέει = δεδίασι) D.4.45; τρέμειν τῷ δέει τί πείσεται Alex.110.6: c. inf., σοὶ δ' οὐ δ. ἔστ' ἀπολέσθαι Il.12.246: followed by μή with subj., οὐχὶ δ. μή σε φιλήσῃ Ar.Ec.650; μέγα τὸ δ. ἐγένετο μὴ… Th.3.33; δέος ἴσχετε μηδέν, ὅσ' αὐδῶ S.OC223; ἀδεὲς δέος δεδιέναι = to fear where no fear is, Pl.Smp. 198a; πρὸς δέους λαβεῖν τι Plu.Flam.7; of reverence, A.Pers.703.
II reason for fear, Il.1.515; means of inspiring fear, δ. δεινότερον Th.3.45: rarely in plural, δέη ἐπιπέμπει πολλὰ ὁ θεός Lys. 6.20; δέα ποικίλα Ael.NA8.10; also δέατα Hecat.364J. (δϝεψος, cf. δεινός, Skt. dveṣṭi 'hate'.)
Spanish (DGE)
-ους, τό
• Morfología: [ép. gen. δείους Il.10.376, 15.4, Theoc.24.61, Hdn.Gr.2.267, δέατος S.Fr.328, Cercidea 70; plu. nom.-ac. δέη Lys.6.20, δέα Ael.NA 8.10, Hsch., δέατα Hecat.364]
1 miedo, temor, recelo, aprensión entendido como sospecha o presentimiento del mal, op. φόβος que indica un fuerte temor súbito, sinón. estudiados dentro de las teorías semánticas de Pródico, Pl.Prt.358d-e, cf. Ammon.Diff.128;
a) como fuerza interiorizada ἤ νύ σέ που δ. ἴσχει ἀκήριον Il.5.812, cf. 15.658, Hes.Th.167, ἄτλατον δ. πλᾶξε γυναῖκας Pi.N.1.48, cf. Fr.52d.49, Th.3.12, Isoc.19.20, A.R.1.639, Orph.A.1308, Q.S.7.501, οὔ τοι ἔπι δ. no hay temor en ti dirigido a Zeus Il.1.515, cf. B.5.84, ἐκ δ. εἵλετο γυίων expulsó de sus miembros el miedo, Od.6.140, cf. AP 9.485 (Hld.), Q.S.8.266, unido a φόβος Lys.20.8, D.21.124, 23.103, δ. τε καὶ ἀρρωδίη Hdt.8.70, δ. καὶ φύζα Q.S.2.70
•como algo irracional, op. δόξα Th.2.42, ἀδεὲς ... δ. δεδιέναι temer algo que no infunde temor Pl.Smp.198a;
b) c. manifestaciones somáticas χλωρὸν δ. terror lívido, e.e. que hace palidecer, Il.7.479, χλωρὸς ὑπαὶ δείους pálido de miedo, Il.10.376, cf. S.Fr.328, Theoc.24.61, μέγα δ. ἀραβεῖ S.Fr.269c.39, esp. acompañado de mudez, Ar.Ach.350, Eq.231, AP 6.220 (Diosc.), Luc.DDeor.6.1, Icar.23, D.Chr.55.14, διὰ τὸ δ. por miedo Th.8.56, πρὸς δέους Plu.Flam.7, μ' ἀπέκτεινας δέει Ar.Au.85, cf. D.Chr.9.7;
c) ejercido en ciertas circunstancias temor religioso, reverencia, respeto Archil.206.4, ante la sombra de Darío, A.Pers.703, δ. ... αἰσχύνή θ' ὁμοῦ S.Ai.1079, τὴν δ' αἰδώς τε ... χλωρὸν δ. εἷλεν h.Cer.190, cf. Cypr.18.2, Epich.158, A.R.3.742, 4.584, μετὰ εὐλαβείας καὶ δέους a Dios, Ep.Hebr.12.28
•crist. temor de Dios, Iust.Phil.Dial.82.4
•intimidación producida por las leyes οὐ γάρ ποτ' ... νόμοι καλῶς φέροιντ' ἄν, ἔνθα μὴ καθεστήκῃ δ. nunca las leyes podrían ser admitidas como se debe si no reinase el miedo S.Ai.1074, τὰ δημόσια διὰ δ. μάλιστα οὐ παρανομοῦμεν Th.2.37
•en la escena ἀνθρώποις ... τερπνὸν δ. delicioso terror para el público ref. a un actor que inspiraba miedo AP 16.290 (Antip.Thess.)
•gener. δ. φέρειν producir miedo Opp.H.1.19, cf. Q.S.11.414, δ. ἄγειν infundir miedo Opp.H.5.56;
d) c. determinaciones diversas miedo de o miedo a, temor a c. gen. obj. ὄπιδος Od.14.88, τῆς πάθης Hp.Morb.Sacr.12, τῶν ὅπλων Ar.Ach.581, τοῦ ἀφανοῦς τούτου Th.4.63, δ. αὐτῶν, ὄντων ἀνθρώπων μαχίμων Th.4.125, τῶν τυραννίδων Philostr.VS 488, τῶν παρόντων φόβων Hld.2.12.3, τοῦ θανάτου D.Chr.6.42, κακοῦ Q.S.1.472, cf. Luc.Iud.Voc.2, τοῦ μὴ λοχηθῆναι Hld.1.33.4, τοῦ θεοῦ Iust.Nou.6.1.9
•c. ac. δ. ἴσχετε μηδὲν ὅσ' αὐδῶ S.OC 223, δ. τοὺς τοιούτους ἀποστόλους D.4.45
•c. prep. δ. οἰκετῶν πρὸς δεσπότην Arist.Fr.182, δ. περὶ νηί A.R.2.873, δ. ἐπὶ τοὺς πολεμίους LXX 2Ma.12.22
•c. inf. σοὶ δ' οὐ δ. ἔστ' ἀπολέσθαι Il.12.246, cf. h.Ven.194, Ach.Tat.3.3.4, Hld.1.27.2, 2.2.1
•c. or. complet. c. μὴ y subj. μέγα τὸ δ. ἐγένετο μὴ ... πορθῶσιν ... τὰς πόλεις Th.3.33, οὐχὶ δ. μή σε φιλήσῃ Ar.Ec.650, cf. Th.5.50, D.23.103, D.Chr.11.150, 32.7
•c. μὴ y opt. δ. ... μή μοι Γοργείην κεφαλὴν δεινοῖο πελώρου ἐξ Ἄϊδος πέμψειεν ἀγαυὴ Περσεφόνεια Od.11.633
•c. ὅκως e ind. δ., ὅκως χρὴ οἰκέειν ἐν τῷδε τῷ χώρῳ miedo porque es preciso vivir en este lugar Hdt.4.115
•c. gen.obj. y or. complet. c. μὴ y subj. δέει τῶν Κερκυραίων μὴ κωλύωνται ... κατὰ θάλασσαν περαιούμενοι por miedo a los de Corcira, no fueran a ser interceptados ... si cruzaban el mar Th.1.26, cf. A.R.3.603
•c. interrog. indirecta δ. τί πείσεται miedo de qué daño sufrirá Alex.115.6, sin rég. χ[ω] ρὶς δέατος Cercidea l.c.
2 motivo de miedo οὐδέ τι δ. ἦν ἀπὸ Βρεττανίας Hdn.2.15.5, (ἄστρα) πέλει δ. ἀνθρώποισι los astros son motivo de miedo para los hombres Q.S.7.310, cf. ICr.4.325.4 (V d.C.), Iust.Phil.Dial.8.2.
3 medio de infundir temor, amenaza ἢ τοίνυν δεινότερόν τι τούτου δ. εὑρετέον ἐστίν o bien hay que encontrar una amenaza más terrible que ésta (sc. la muerte), Th.3.45, οὔτε βαλὼν οὔτ' ἄλλο φέρων δ. Opp.H.5.570
•frec. en plu. δέα ποικίλα medios variados de asustar a los elefantes, Ael.NA 8.10, cf. Hecat.364, Lys.6.20.
• Etimología: De *deu̯os, de la r. que da lugar a δείδω q.u.
-ους, τό
falta, carencia πενία ... καὶ τὸ δ. τῶν ἀναγκαίων Chrys.M.62.21.
• Etimología: De *deu̯os o *deusos, cf. ai. doṣa-‘falta’ < *douso- y quizá el pref. δυσ-.
v. θεός.
German (Pape)
[Seite 547] τό, die Furcht, Angst, körperlich u. gemüthlich, vgl. φόβος, Herodot. 4, 115 φόβος τε καὶ δέος, Demosth. 21, 124 δέει καὶ φόβῳ, Heliodor. 2 p. 78 δέει τῶν παρόντων φόβων. Die Wurzel von δέος ist Δι-, δίεσθαι, δείδω, δειλός, δεινός, δεῖμα, Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1, 201. 2, 225. Bei Homer findet sich δέος nicht selten, aber, abgesehn vom oben besonders aufgeführten genitiv. δείους, nur in der Form δέος, accusativ. Odyss. 6, 140 τῇ γὰρ Ἀθήνη θάρσος ἐνὶ φρεσὶ θῆκε καὶ ἐκ δέος εἵλετο γυίων, meist nominativ, z. B. Iliad. 4, 421 ὑπό κεν ταλασίφρονά περ δέος εἷλεν, Iliad. 14, 387 ἀλλὰ δέος ἰσχάνει ἄνδρας, Iliad. 15, 658 ἴσχε γὰρ αἰδὼς καὶ δέος; öfters χλωρὸν δέος, bleiche Furcht, z. B. Odyss. 12, 243 Iliad. 17, 67; δέος ἀκήριον, vgl. s. v. ἀκήριος; Odyss. 14, 88 καὶ μὲν τοῖς ὄπιδος κρατερὸν δέος ἐν φρεσὶ πίπτει; einige Male ist δέος = »Grund zur Furcht«: Iliad. 1, 515 ἢ ἀπόειπ', ἐπεὶ οὔ τοι ἔπι δέος, »da du keine Ursache hast dich zufürchten«; mit infinitiv., Iliad. 12, 246 σοὶ δ' οὐ δέος ἔστ' ἀπολέσθαι· οὐ γάρ τοι κραδίη μενεδήιος οὐδὲ μαχήμων, du hast keinen Grund, zu fürchten, daß du um kommen werdest; Odyss. 5, 347 οὐδέ τί τοι παθέειν δέος οὐδ' ἀπολέσθαι; Odyss. 8, 563 οὐδέ ποτέ σ ριν οὔτε τι πημανθῆναι ἔπι δέος οὔτ' ἀπολέσθαι. – Folgende: τινός, vor etwas, Ar. Ach. 581 u. sonst; Sp. auch ἀπό τινος, Hdn. 2, 15; Dem. vrbdt es auch wie das Verbum mit dem acc., τεθνᾶσι τῷ δέει τοὺς τοιούτους ἀποστόλους 4, 45; c. inf., 12, 246; sonst μή, Soph. O. C. 223; Ar. Eccl. 650; Dem. 1, 3: ἀδεὲς δέος δεδιέναι, unnöthige Furcht haben, Plat. Conv. 198 a; δεινότερον τούτου δέος Thuc. 3, 45. – Den plur. hat Ael. N. A. 8, 10, δείματα ἐξ ἐπιβου. λῆς καὶ δέα ποικίλα ἐπαγόντων.
French (Bailly abrégé)
δέους (τό) :
I. 1 crainte, frayeur ; δέος τινός, crainte qu'on éprouve de qqn ou de qch ; δέος (ἐστί) avec l'inf. ou avec μή et le sbj. il est à craindre que;
2 crainte respectueuse, sentiment de crainte et de réserve;
II. motif de crainte : δέος ἴσχετε μηδὲν ὅσ' αὐδῶ SOPH ne vous effrayez pas de tout ce que je dis litt. ne tenez pas comme motif de crainte, etc.
III. moyen d'inspirer de la crainte.
Étymologie: R. ΔϜί, craindre ; cf. δείδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέος -ους, τό [δείδω] ep. gen. δείους angst, vrees; met gen. voor iets of iem.; met acc. resp..;: δέος ἴσχετε μηδὲν ὅσ’ αὐδῶ heb geen angst met betrekking tot wat ik zeg Soph. OC 223; met μή + conj. dat;; τεθνᾶναι τῷ δέει met acc. doodsbang zijn voor Dem. 4.45; ook van eerbiedige vrees. reden tot angst; met inf..; οὐδέ τί τοι παθέειν δέος en je hoeft niet bang te zijn dat je iets overkomt Od. 5.347; met μή + conj. dat.: οὐχὶ δέος μή σε φιλήσῃ je hoeft niet bang te zijn dat hij je kust Aristoph. Eccl. 650. angstwekkende zaak, verschrikking:. δέη πολλὰ καὶ κινδύνους ὁ θεὸς ἐπιπέμπει de god zendt veel verschrikkingen en gevaren Lys. 6.20.
Russian (Dvoretsky)
δέος: ους τό
1 страх, боязнь (δ. ἰσχάνει ἄνδρας Hom.): δέει τινός Thuc. и ὑπὸ τοῦ δέους τινός Arph. из страха перед кем(чем)-л.; δ. τινὸς πρός τινα Arst. чей-л. страх перед кем-л.; ἀδεὲς δ. δεδιέναι ирон. Plat. страшиться нестрашным страхом, т. е. испытывать неосновательный страх; τὸ δ. ἐγίγνετο μὴ … Thuc. возникло опасение, как бы не …; τεθνᾶσι τῷ δέει (= μέγιστα δεδίασι) τοὺς τοιούτους Dem. они до смерти боятся этих (людей);
2 причина страха, повод к боязни (οὔ τοι ἔπι = ἔπεστι δ. Hom.).
English (Autenrieth)
English (Slater)
δέος
1 fear ἐκ δ' ἄῤ ἄτλατον δέος πλᾶξε γυναῖκας (N. 1.48) “λίαν μοι [δέο]ς ἔμπεδον εἴη κεν” (supp. Housman: πῶς Bury) (Pae. 4.49)
Greek Monolingual
το (AM δέος, Α και δεῖος)
1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει
2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» — ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση του ανταγωνισμού)
αρχ.
1. η αιτία του φόβου («οὔ τοι ἔπι δέος» — δεν έχεις λόγο να φοβάσαι)
2. αυτό που προκαλεί τον φόβο («δέη ἐπιπέμπειν» — να εμπνεύσουν τον φόβο)
3. ο βαθύς σεβασμός («δέος παλαιόν» — ο πατροπαράδοτος σεβασμός)
4. φρ. α) «τεθνᾱσι τῷ δέει» — πέθαναν απ' τον φόβο, φοβήθηκαν πάρα πολύ
β) «χλωρὸν δέος» — αγωνία που σε κάνει να κιτρινίζεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείδω. Η λ. δέος, συνώνυμη του φόβος, έχει γενικότερη σημασία. Κατά τον λεξικογράφο Αμμώνιο (390 μ.Χ.), «δέος πολυχρόνιος κακού υπόνοια, φόβος δε η παραυτίκα πτόησις». Στον Όμηρο η λ. χρησιμοποιείται για έναν πολύ συγκεκριμένο και φυσικό φόβο, τον φόβο της μάχης («χλωρόν δέος», Ιλ. Ζ' 479), ενώ στην αττική διάλεκτο καμιά φορά δεν διακρίνεται σημασιολογικά από το φόβος. Είναι σπάνιο στους μεταγενέστερους χρόνους, ενώ στη Νέα Ελληνική η λ. δέος δεν είναι συνδεδεμένη τόσο με την έννοια του φόβου, όσο με την έννοια του σεβασμού και του θαυμασμού προς κάποιον ή κάτι. Η λ. δέος εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -δεής, που συμπίπτει με τα αντίστοιχα σύνθετα του ρ. δέω, δέομαι.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αδεής, αμφιδεής, καταδεής, περιδεής, υπερδεής, υποδεής.].
Greek Monotonic
δέος: γεν. δέους, τό· σπανίως στον πληθ., δέη·
I. φόβος, τρόμος, έκπληξη, σε Όμηρ. κ.λπ.· τεθνάναι τῷ δέει τινά, τρέμουν μέχρι θανάτου ένα πρόσωπο, σε Δημ.
II. σεβασμός, θαυμασμός, σε Αισχύλ.
III. αιτία του φόβου, σε Ομήρ. Ιλ.· τρόπος πρόκλησης φόβου, μέσο εκφοβισμού, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
δέος: γεν. δέους, τό· περὶ τοῦ πληθ. ἴδε κατωτ. ΙΙΙ: ποιητ. δεῖος, τό, (δείδω): - ὡς τὸ δεῖμα, φόβος, τρόμος, ἔκπληξις, Ὅμ., ὅστις μεταχειρίζεται ἀμφοτέρους τοὺς τύπους καὶ συχνάκις συνάπτει χλωρὸν δέος, κίτρινος φόβος· διακρινόμενον ὑπὸ τοῦ Ἀμμων. ἀπὸ τοῦ φόβος, καθ' ὅσον διαρκεῖ πλειότερον (δέος… κακοῦ ὑπόνοια, φόβος δὲ ἡ παραυτίκα πτόησις), πρβλ. Stallb. Πλάτ. Πρωτ. 358D· ἔχομεν ἀμφότερα ἡνωμένα, φόβος τε καὶ δ. Ἡρόδ. 4, 115· τὸ δ. καὶ ὁ φ. Λυσ. 158. 34· δέει καὶ φόβῳ Δημ. 555. 15, πρβλ. 654. 24· - ὡσαύτως, δέος… αἰσχύνῃ θ᾿ ὁμοῦ Σοφ. Αἴ. 1074· ἵνα γὰρ δ., ἔνθα καὶ αἰδὼς Στίχ. ἐκ τῶν Κυπρίων παρὰ Πλάτ. Εὐθύφρ. 12Β. - Σύνταξ., δ. τινός, φόβος ἀπὸ τινος προσώπου ἢ πράγματος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 581. Θουκ. 1. 26, κτλ.· - παρὰ Δημ. 53. 11 ἔχομεν τεθνᾶσι τῷ δέει τοῦς τοιούτους (τεθνᾶσι τῷ δέει θεωρεῖται ὡς εἶδος συνθέτου ῥήματος, ὡς εἰ ἦν περιδεδίασι), φοβοῦνται μέχρι θανάτου, τρέμειν τῷ δέει τί πείσεται Ἄλεξ. Κρατευ. 1. 6· - δέος [ἐστὶ ἢ γίγνεται] μετ᾿ ἀπαρ., Ἰλ. Μ. 246· συχνότρον ἑπομένου μὴ μετὰ τῆς ὑποτακτ., Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 650, Θουκ. 3. 33, κτλ.· ὡσαύτως, δέος ἴσχετε μηδέν, ὅσ᾿ αὐδῶ Σοφ. Ο. Κ. 223· - ἴδε ἐν λ. θνήσκω Ι, ἐν τέλ. ΙΙ. σεβασμός, σέβας, Αἰσχύλ. Πέρσ. 702· ἀδεὲς δέος δεδιέναι, φοβεῖσθαι ἔνθα οὐδεὶς ὑπάρχει φόβος, Πλάτ. Συμπ. 198Α. ΙΙΙ. λόγος πρὸς φόβον, Ἰλ. Α. 515· μέσον πρὸς ἔμπνευσιν φόβου, δ. δεινότερον Θουκ. 3. 45· - σπανίως κατὰ πληθ. δέη ἐπιπέμπειν Λυσ. 105. 9· δέα ποικίλα Αἰλ. π. Ζ. Ἰ, 8. 10.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: fear (Il.; on the meaning Schadewaldt Herm. 83, 129ff.),
Derivatives: as second member e. g. in ἀ-δεής fearless (Il.), θεουδής godfearing (Od.) from *θεο-δϜεής, Att. PN Θουδῆς.
Origin: IE [Indo-European] [227] *du̯ei- fear
Etymology: From *δϜεῖος; verbal abstract to δείδω, s. v. Further s. δεινός.
Middle Liddell
rare in plural δέη]
I. fear, alarm, affright, Hom., etc.; τεθνάναι τῶι δέει τινά to be dead afraid of a person, Dem.
II. awe, reverence, Aesch.
III. reason for fear, Il.: a means of inspiring fear, Thuc.
Frisk Etymology German
δέος: {déos}
Grammar: n.
Meaning: Furcht (seit Il.; zur Bed. Schadewaldt Herm. 83, 129ff.),
Derivative: als Hinterglied z. B. in ἀδεής furchtlos (seit Il.), θεουδής gottesfürchtig (Od.) für *θεοδϝεής, att. EN Θουδῆς.
Etymology: Aus *δϝεῖος bzw. *ἀδϝειής, *θεοδϝειής; Verbalabstraktum zu δείδω, s. d. Vgl. auch δεινός.
Page 1,367
Chinese
原文音譯:a„dèj 埃多士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:羞怯
字義溯源:害羞*,謙遜,尊重,廉恥;或由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)=不*)與(οἶδα)=垂視)組成。這字的本意是尊重更高的權力,如尊敬諸神,尊重法律等;尊敬的態度是謙遜,也帶著羞怯。若有人不尊敬諸神,就會受到淩辱,侮辱。在( 提前2:9)的廉恥,有些聖經學者認為,應譯為:謙遜,端莊
同源字:1) (αἰδώς / δέος)害羞 2) (ἀναίδεια)鹵莽
同義字:1) (αἰδώς / δέος)害羞 2) (αἰσχύνη)羞恥 3) (ἀσχημοσύνη)不禮貌,可羞恥 4) (ἀτιμία)卑賤,羞辱 5) (ἐντροπή)羞愧 6) (ἐπαισχύνομαι)感覺羞恥 7) (ὀνειδισμός)侮辱 8) (ὄνειδος)醜名 9) (ὕβρις)侮辱,傷害
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 廉恥(1) 提前2:9
Mantoulidis Etymological
(=φόβος, τρόμος). Ἀπό τό δείδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
metus, fear, 1.26.2, 1.75.3, 1.76.2, 1.77.6, (ob metum nostri, from fear of us). 1.120.5, 2.37.3, (ob reverentiam, out of respect). 2.42.4, 3.11.1, 3.12.1, 3.14.2. 3.33.2, 3.45.4, 4.63.1, 4.84.2, 4.108.1, 4.125.1, (ob metum ab iis, from fear of them). 5.50.4, 6.33.5, 6.83.4, 6.85.3, 7.77.6, (a Syracusanis, by the Syracusans). 8.56.3.