εὔκολος

Revision as of 10:48, 21 December 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''R.''" to "Pl.''R.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

εὔκολον, (κόλον):
I of persons, easily satisfied, contented with one's food, Ἐρμείας AP9.72 (Antip.); εὔ. τῇ διαίτῃ Plu.Lyc.16; τὸ εὔκολον τῆς διαίτης Id.Galb. 3: but, in earlier authors,
2 of the mind, opp. δύσκολος, easily satisfied, contented, good-natured, ὁ δ' εὔκολος μὲν ἐνθάδ', εὔκολος δ' ἐκεῖ = was peaceable here and will be peaceable there, of Sophocles, Ar.Ra.82, cf. Arist.Rh.1381a31: Sup., Max.Tyr.26.2: c. dat., εὔ. πολίταις at peace with them, Ar.Ra. 359; εὔ. ἑαυτῷ Pl.R.330a; εὔ. πρὸς τοὺς συνήθεις Plu.Fab.1: c. inf., εὔ. φέρειν ἧτταν Id.2.629a. Adv. εὐκόλως = calmly, εὐχερῶς καὶ εὐκόλως ἐξέπιεν Pl.Phd. 117c, cf. Isoc.9.3 (v.l. εὐκλεῶς); εὐκόλως φέρειν τι Arist.EN1100b31, cf. Anaxandr.53.4; εὐκόλως ἔχειν Lys.4.9; εὐθύμως καὶ εὐκόλως ζῆν X.Mem.4.8.2; carelessly, διειλέχθαι Pl.Sph.242c: Comp. εὐκολώτερον, ἀποθανούμεθα Plu.2.235c; εὐκολωτέρως Steph. in Gal.1.294 D.; also εὐκολώτερον κρατῆσαι more easily, Polyaen.5.13.2.
3 ready, agile, AP5.205.2 (Leon.); of soldiers, ἐλαφροί, εὔ., εὐχερεῖς Poll.1.130; τὴν ἀναπνοὴν οὐκ εὔ. Aret. SD1.15.
4 rarely in bad sense, easily led, prone, πρὸς ἀδικίαν Luc.Merc.Cond.40; εὐκολώτεροι ταῖς ὀργαῖς Plu.2.463d; τὰ ἀνόητα καὶ εὔ. Philostr.VA3.28.
II of things, easy, οὐ γὰρ εὐκόλῳ ἔοικεν Pl.R. 453d, cf. Prm.131e: Sup. εὐκολώτατοι Id.Lg.779e; easy to understand, LXX 2 Ki.15.3. Adv. Comp. εὐκολώτερον more easily, Ph.2.211.
2 lithe, εὔκολος, ὑγρομελής, of the pyrrhich, Poll.4.96.
III epithet of Hermes at Metapontum, Hsch.; of Asclepius at Epidaurus, IG4.1260.

German (Pape)

[Seite 1075] (κόλον), eigtl. mit dem Essen leicht zufriedengestellt, Gegensatz δύσκολος (was zu vgl.); so von den Spartanern εὔκολοι ταῖς διαίταις καὶ ἄσικχοι Plut. Lyc. 16; τὸ εὔκολον τῆς διαίτης, Genügsamkeit, Galb. 3; übh. leicht zufrieden zu stellen, gutmütig, καὶ κόσμιος Plat. Rep. I, 329 d; mit ἐπιεικής zusammengestellt ibd. 330 a; von Sophokles wird gerühmt εὔκολος μὲν ἐνθάδ', εὔκολος δ' ἐκεῖ, Ar. Ran. 82; πολίταις 359; dem φιλόνεικος u. δύσερις entgegengesetzt, Arist. rhet. 2, 4; πρός τινα, Plut. Fab. 1 u. öfter. Allgemeiner, leicht. οὔ μοι δοκεῖ εὔκολον εἶναι τὸ τοιοῦτον οὐδαμῶς διορίσασθαι Plat. Parm. 131 e, vgl. Rep. V, 453 d Legg. IV, 708 b; öfter bei Sp.; selten im schlimmen Sinne, εἰς ὀργήν Schol. Ar. Equ. 41; πρὸς ἀδικίαν Luc. merc. cond. 40; leichtfertig, λόγοι ἀνόητοι καὶ εὔκ. Philostr. – Adv. εὐκόλως, ruhig, leicht, μάλα εὐχερῶς καὶ εὐκ. ἐξέπιε Plat. Phaed. 117 c; διειλέχθαι, behaglich, ohne rechten Ernst, Soph. 242 c; εὐκόλως ἔχειν Lys. 4, 9; φέρειν τὰς ἀτυχίας Arist. Eth. 1, 11; von Sokrates ἐθαυμάζετο ἐπὶ τῷ εὐθύμως καὶ εὐκ. ζῆν Xen. Mem. 4, 8, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 accommodant, d'humeur douce, facile : εὔκολός τινι, πρός τινα, affable, bienveillant pour qqn;
2 qui se laisse aller facilement à, enclin à;
Cp. εὐκολώτερος, Sp. εὐκολώτατος.
Étymologie: εὖ, κόλον.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔκολος, -ον)
1. αυτός που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, χωρίς κόπο, ο ευκατόρθωτος («δεν είναι εύκολο πράμα»)
2. (για πρόσ.) αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτός που δεν έχει πολλές απαιτήσεις, ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος (α. «ὁ δ' εὔκολος μὲν ἐνθάδ', εὔκολος δ' ἐκεῖ» — καλόβολος εδώ, καλόβολος κι εκεί, Αριστοφ.
β. «μηδ' εὔκολός ἐστι πολίταις» — φιλικός προς τους πολίτες, Αριστοφ.)
3. (με κακή σημ.) αυτός που ρέπει, που κλίνει εύκολα προς κάτι, ο επιρρεπής («τὸ... φιλαίτιον εὐκολωτέρους ποιεῖ ταῖς ὀργαῖς», Πλούτ.)
4. αυτός που γίνεται εύκολα καταληπτός, ο ευνόητος («αυτό το πρόβλημα είναι πολύ εύκολο»)
μσν.
πρόσφορος, κατάλληλος
αρχ.
1. αυτός που ικανοποιείται, που ευχαριστιέται εύκολα με την τροφή του («τὸ δὲ εὔκολον αὐτοῦ τῆς διαίτης» — η αυτάρκεια, η μετριότητα στο φαγητό, Πλάτ.)
2. έτοιμος, πρόθυμος
3. ασταθής, ευμετάβλητος
4. εύκαμπτος, ευλύγιστος, ευκίνητοςεὔκολος, ὑγρομελής» — για πυρρίχιο στίχο, Πολυδ.)
5. επίθ. του Ερμή στο Μεταπόντιον
6. επίθ. του Ασκληπιού στην Επίδαυρο.
επίρρ...
ευκόλως και εύκολα (ΑΜ εὐκόλως, Μ και εὔκολα)
1. με εύκολο τρόπο, με ευκολία, με ευχέρεια
2. χωρίς προσοχή, χωρίς επιμέλεια, απερίσκεπτα, πρόχειρα
αρχ.
με πραότητα, με ησυχία («εὐθύμως τε καὶ εὐκόλως ζῆν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο η αρχαία σύνδεση του β' συνθετικού της λέξεως με το κόλον «τροφή» όσο και η αναγωγή του στη ρίζα kwel- που απαντά στο πέλομαι είναι αμφίβολες (πρβλ. και δύσκολος).
ΠΑΡ. ευκολία, ευκολύνω
αρχ.
ευκολίνη
νεοελλ.
ευκολότητα. (Για τα σύνθ. βλ. λ. ευκολο-)].

Greek Monotonic

εὔκολος: -ον (κόλον),·
I. 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ικανοποιείται εύκολα, ευχαριστημένος με την τροφή του, σε Ανθ., Πλούτ.
2. αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτάρκης, πράος, ειρηνικός, καλόκαρδος, Λατ. facilis, comis, σε Αριστοφ.· με δοτ., εὔκολος πολίταις, φιλικός προς αυτούς, ειρηνικός μαζί τους, στον ίδ.· επίρρ. -λως, εύκολα, ήρεμα, ήσυχα, σε Πλάτ., Ξεν.
3. έτοιμος, πρόθυμος, ευκίνητος, σβέλτος, σε Ανθ.
4. με αρνητική σημασία, αυτός που καθοδηγείται εύκολα, επιρρεπής, πρὸς ἀδικίαν, σε Λουκ.
II. λέγεται για πράγματα, εύκολος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

εὔκολος:
1 умеренность, невзыскательность, нетребовательность, простота (τῇ διαίτῃ Plut.);
2 обходительный, кроткий, добродушный (τινι Arph., Plat. и πρός τινα Plut.);
3 предрасположенный, расположенный, склонный (ὀργαῖς Plut.; πρὸς ἀδικίαν Luc.);
4 легкий, нетрудный (οὔ μοι δοκεῖ εὔκολον εἶναι Plat.): κατὰ τὴν λέξιν εὔ. ἐστιν Plut. слова его понятны.

Frisk Etymological English

See also: S. δύσκολος.

Middle Liddell

εὔ-κολος, ον κόλον
I. of persons, easily satisfied, contented with one's food, Anth., Plut.
2. easily satisfied, contented, good-natured, peaceable, Lat. facilis, comis, Ar.; c. dat., εὔκολος πολίταις friendly to them, at peace with them, Ar.:—adv. -λως, tranquilly, calmly, Plat., Xen.
3. willing, agile, Anth.
4. in bad sense, easily led, prone, πρὸς ἀδικίαν Luc.
II. of things, easy, Plat.

Frisk Etymology German

εὔκολος: {eúkolos}
Meaning: zufrieden, vergnügt (att.)
Derivative: mit εὐκολία (Pl., Plu. u. a.).
See also: S. δύσκολος.
Page 1,588

English (Woodhouse)

gentle, good-humoured, good-tempered, peaceable, good tempered, of disposition

Mantoulidis Etymological

(=πού εὔκολα εὐχαριστιέται μέ τήν τροφή του, καλόκαρδος, πρόθυμος). Ἀπό τό εὖ + κόλον (=τό κάτω μέρος τοῦ παχέος ἐντέρου).
Παράγωγα: εὐκόλως, εὐκολία.

Translations

easy

Afrikaans: maklik; Albanian: i lehtë; Amharic: ቀላል; Arabic: سَهْل‎; Egyptian Arabic: سهل‎; Aragonese: fázil; Armenian: հեշտ; Aromanian: lishor, licshor, ljiushor; Assamese: সহজ; Asturian: fácil; Azerbaijani: asan, rahat, qolay; Bashkir: еңел; Basque: erraz; Belarusian: лёгкі; Bengali: সহজ, সহল; Breton: aes; Brunei Malay: sanang; Bulgarian: лесен; Burmese: လွယ်; Catalan: fàcil; Cebuano: sayon; Chechen: аьтта; Chinese Cantonese: 容易, 易; Mandarin: 容易, 簡單, 简单; Chukchi: мыркуԓьын; Chuvash: ҫӑмӑл; Czech: snadný, jednoduchý, lehký; Danish: let, nem; Dutch: makkelijk, gemakkelijk; East Central German: aafach; Esperanto: facila; Estonian: kerge, lihtne; Finnish: helppo; French: facile, simple, fastoche, aisé; Galician: doado, fácil, azoso; Georgian: ადვილი, მარტივი, იოლი; German: leicht, einfach; Gothic: *𐌰𐌶𐌴𐍄𐍃; Greek: εύκολος; Ancient Greek: εὐμαρής, εὐπετής, εὔκολος, εὐχερής, ῥᾴδιος, ῥῄδιος; Gujarati: સરળ; Haitian Creole: fasil; Hebrew: קַל‎, פָּשׁוּט‎; Hindi: सरल, आसान, सुलभ; Hungarian: könnyű; Icelandic: einfaldur, léttur, auðvelt; Ido: facila; Indonesian: mudah, gampang; Interlingua: facile; Irish: furasta, éasca, áiseach; Italian: facile; Japanese: 簡単な, 易しい, 容易な, 容易い, 易い; Kazakh: оңай, жеңіл; Khmer: មានភាពងាយស្រួល, ងាយ, ស្រួល; Korean: 쉬운, 쉽다, 용이하다, 간단하다; Kurdish Northern Kurdish: hêsan; Kyrgyz: жеңил, оңой; Lao: ງ່າຍ; Latin: facilis; Latvian: viegls; Lithuanian: lengvas; Macedonian: лесен; Malay: mudah; Maltese: faċli; Maori: māmā, ngāwari, waingōhia, mārū; Marathi: सुलभ; Mingrelian: ანდვილი; Mongolian: хөнгөн, хялбар; Norwegian: lett, enkel; Occitan: aisit, facil; Old English: īeþe; Oromo: salpha; Ottoman Turkish: قولای‎‎; Persian: آسان‎, راحت‎; Polish: łatwy, lekki, prosty; Portuguese: fácil; Punjabi: ਅਸਾਨ; Quechua: jasa; Romanian: ușor; Russian: лёгкий, простой; Sanskrit: सुलभ, सरल, लघु; Scottish Gaelic: soirbh, furasda; Serbo-Croatian Cyrillic: лак; Roman: lak; Sinhalese: ලේසි; Slovak: jednoduchý, ľahký; Slovene: lahek; Sorbian Lower Sorbian: lažki; Upper Sorbian: lochki; Southern Altai: јеҥил; Spanish: fácil; Sranan Tongo: makriki, kumakriki; Swahili: rahisi; Swedish: lätt; Sylheti: ꠀꠍꠣꠘ; Tagalog: madaling, madali; Tajik: осон; Tatar: җиңел; Telugu: సులభము, సుళువు, సులువు; Thai: ง่าย; Turkish: kolay, rahat; Turkmen: aňsat; Ukrainian: легкий; Urdu: آسان‎, سرل‎; Uyghur: ئاسان‎, ئوڭاي‎; Uzbek: oson, qulay, yengil; Vietnamese: dễ dàng, dễ; Walloon: åjhey, åjheye; Welsh: rhwydd, hawdd; West Frisian: maklik; Wolof: yomb; Yiddish: גרינג‎; Zazaki: rehat