καταρρήγνυμι

English (LSJ)

and καταρρηγνύω, A fut. -ρήξω E.HF864: late pf. κατέρρηχα Arch.Pap.2.125b10 (ii A. D.):—break down, τὴν γέφυραν Hdt.4.201; μέλαθρα E. l.c.
2 tear in pieces, rend, κατερρήγνυε… τὰ ἱμάτια D. 21.63; τὸ διάδημα D.S.19.34; τὴν ἐσθῆτα Luc.Pisc.36:—Med., κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας they rent their coats, Hdt.8.99, cf. X.Cyr.3.1.13, etc.
3 metaph., τροπὰς καταρρήγνυσι[ἡ ἀναρχία] breaks up armies and turns them to flight, S.Ant.675.
4 κ. τινῶν γέλωτας make them burst out laughing, Ath.4.130c; cf. 11.2.
II Pass., especially in aor. κατερράγην[ᾰ], with pf. Act. κατέρρωγα:—to be broken down, κρημνοὶ καταρρηγνύμενοι Hdt.7.23; καταρρήγνυσθαι ἐπὶ γῆν to be thrown down and broken, Id.3.111; τὸ οἴκημα κατερράγη Th.4.115; ἄκρας κατερρωγυίας εἰς τὴν θάλασσαν Str.5.2.6.
2 fall, rush down, of storms, waterfalls, etc., Hp.Aër.8; break or burst out, Χειμὼν κατερράγη Hdt. 1.87; ὄμβροι καταρραγέντες Arist.Mu.400a26; of tears, ἐξ ὀμμάτων πηγαὶ κατερρώγασι E.Alc.1068: c. gen., τοῦ ῥεύματος -ρρηγνυμένου τῶν ὀρῶν Philostr.VA6.23 (also intr. in Act., of a river, -ρρηγνὺς ἐς τὴν θάλατταν 3.52); of wind, Plu.Fab.16: metaph., ὁ πόλεμος κατερράγη Ar.Eq.644, cf. Ach.528; γέλως Ph.2.528; κρότος Plb.18.46.9 (but κατερρήγνυτο πᾶς ὁ τόπος ὑπὸ τοῦ κρότου 15.32.9); βροντή Luc.VH2.35.
3 to be broken in pieces, Αἴγυπτος μελάγγαιός τε καὶ καταρρηγνυμένη with comminuted, crumbling soil, Hdt.2.12; γῆ κατερρωγυῖα Arist.HA556a5; to be ruinous, ὅσα κατέρρωγεν τοῦ τείχους IG22.463.75.
4 Medic., have a violent discharge, suffer from diarrhoea, καταρρήγνυται ἡ κοιλίη Hp.VM10, cf. καταρράσσω ΙΙ; of persons, κατερρήγνυντο τὰς γαστέρας App.Hisp.54; ἢν μὴ φῦσαι -ρραγέωσιν Hp.Aph.4.73.
b of menstruation, τοῖς θήλεσιν… τὰ καταμήνια κ. Arist.HA581b1.
5 of tumours, break, burst, Hp.Coac.613, Epid. 6.8.18, al.
6 of parts of the body, fall in, collapse, οἵ τε μαζοὶ καὶ τὰ ἄλλα μέλεα κ. Id.Nat.Puer.30, cf. Mul.1.1; κατερρωγότα τὰ στέρνα (ἔχων) flat-chested, Jul.Or.6.198a; of the lips or tongue, to be fissured, Antyll. ap. Orib.10.27.13, Aët.5.118.

French (Bailly abrégé)

f. καταρρήξω;
I. tr. 1 rompre ou déchirer de haut en bas : καταρρηγνύμενοι κρημνοί HDT terres éboulées dans un fossé;
2 briser et renverser, faire s'effondrer;
II. intr. (au pf. κατέρρωγα et Pass.) tomber avec force, s'abattre avec violence, faire explosion ; particul. être pris d'un flux de ventre violent, d'une dysenterie, de diarrhée;
Moy. καταρρήγνυμαι (ao. κατερρηξάμην) déchirer sur soi (des vêtements).
Étymologie: κατά, ῥήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-ρρήγνυμι act. en med., met acc. afbreken, vernielen:; τὴν γέφυραν de brug Hdt. 4.201.3; in stukken scheuren; ook med.:; κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας zij scheurden hun kleren aan flarden Hdt. 8.99.2; overdr.: laten losbreken:. δορὸς τροπὰς καταρρήγνυσι zij (ongehoorzaamheid) ontketent de vlucht van het leger Soph. Ant. 675. pass. intrans. (met perf. κατέρρωγα) in stukken vallen:; Αἴγυπτος μελάγγαιός τε καὶ καταρρηγνυμένη Egypte heeft donkere en brokkelige grond Hdt. 2.12.2; τὸ οἴκημα κατερράγη het gebouw stortte in Thuc. 4.115.3; neerstorten:. (τὸ ὄμβριον) καταρρήγνυται (het regenwater) stort naar beneden Hp. Aër. 8. losbarsten, uitbreken:; ἐκ δ’ ὀμμάτων πηγαὶ κατερρώγασιν uit mijn ogen breken stromen van tranen los Eur. Alc. 1068; ἄφνω βροντῆς μεγάλης καταρραγείσης toen er plots een hevige donderbui losbarstte Luc. 12.35; overdr. uitbreken:. ὁ πόλεμος κατερράγη de oorlog brak uit Aristoph. Eq. 644. geneesk. aan dissenterie lijden; ἡ κοιλίη καταρρήγνυται de buik loopt leeg (er is buikloop) Hp. VM 10.3; openbarsten (van gezwellen).

German (Pape)

[ῡ], (ῥήγνυμι), herunterreißen, zerbrechen, niederwerfen, zerstören; καταρρήξω μέλαθρα καὶ δόμους ἐπεμβαλῶ Eur. Herc.Fur. 864; καταρρηγνύμενοι κρημνοί Her. 7.23; οὐδὲ κατερρήγνυε τὰ παρασκευαζόμενα ἱμάτια Dem. 21.63, wie Luc. Pisc. 36; im med., sich die Kleider zerreißen, Her. 8.99; τοὺς πέπλους κατερρήξαντο Xen. Cyr. 3.1.13. – Durchbrechen, zum Ausbruch bringen, ἡ ἀναρχία σὺν μάχῃ δορὸς τροπὰς καταρρήγνυσι Soph. Ant. 671, stürzt sie nieder, so daß die Flucht zum Ausbruch kommt; Medic. τὴν γαστέρα, den verstopften Leib durch Abführungsmittel öffnen; aber καταρρήγνυσθαι τὰς γαστέρας ist = an der Dysenterie leiden, iid.; ἡ γαστὴρ κατερράγη Ael. H.A. 3.18; – πολλοὺς ἡμῶν κατέρρηξεν γέλωτας, Lachen zum Ausbrechen bringen, hervorrufen, Ath. IV.130c.
Pass. mit perf. κατέρρωγα, zerplatzen, bersten, (mit Geräusch) herabstürzen, aus-, hervorbrechen; Her. 3.111; χειμῶνα καταρραγῆναι, der Sturm brach aus, 1.87, wie DS. 17.94; καταρραγεὶς ὄμβρος Pol. 11.24.9; Sp. häufig; ähnl. ἐξ ὀμμάτων πηγαὶ κατερρώγασι Eur. Alc. 1071; ἄκρας κατερρωγυίας εἰς τὴν θάλασσαν Strab. V.223; – κατερράγη πόλεμος, Krieg brach aus, Ar. Eq. 644; vgl. Ach. 528; Sp., z.B. Dion.Hal. 8.1; τηλικοῦτος κρότος κατερράγη Pol. 18.29.9, der auch κατερρήγνυτο πᾶςτόπος ὑπὸ τοῦ κρότου sagt, 15.32.9.
Bei den Ärzten vom Aufbrechen der Geschwüre.

Russian (Dvoretsky)

καταρρήγνῡμι: и (только praes.) καταρρηγνύω
1 разрывать (ἱμάτια Dem.; τὴν ἐσθῆτα Luc.); med. разрывать на себе (τοὺς κιθῶνας Her.; τοὺς πέπλους Xen.);
2 ломать, рушить, разрушать (τὴν γέφυραν Her.; μέλαθρα Eur.): καταρρηγνύμενοι οἱ κρημνοὶ τοῦ ὀρύγματος Her. обрушившиеся края рва; καταρρήγνυσθαι ἐπὶ γῆν Her. валиться (падать) на землю; ἡ Αἴγυπτος κατερρηγμένη (v.l. καταρρηγνυμένη) Her. Египет с рыхлой почвой; καταρραγείης! Arph. чтоб ты лопнул!;
3 разнуздывать, давать волю: (ἡ ἀναρχία) τροπὰς καταρρήγνυσι Soph. безначалие приводит к бегству (с поля сражения);
4 (pass. pf. κατέρρωγα) взрываться, разражаться, хлынуть: χειμῶνα καταρραγῆναι Her. (рассказывают, что) разразилась гроза; κρότος κατερράγη Polyb. раздался шум; ἐξ ὀμμάτων κατερρώγασι πηγαί Eur. потоки (слез) хлынули из глаз; καταρραγεὶς ὄμβρος Arst., Polyb. хлынувший ливень; ὁ πόλεμος κατερράγη Arph. вспыхнула война.

Spanish

romper

Greek Monolingual

καταρρήγνυμι και καταρρηγνύω (Α)
1. καταρρίπτω, καταστρέφω («καταρρήξω μέλαθρα καὶ δόμους ἐπεμβαλῶ», Ευρ.)
2. καταξεσκίζω, κατακομματιάζω («κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας» — έσκισαν τα ιμάτια, Ηρόδ.)
3. επιφέρω ρήγματα («αὕτη πόλεις ὄλλυσιν,... ἥδε συμμάχου δορὸς τροπὰς καταρρήγνυσι», Σοφ.)
4. παθ. καταρρήγνυμαι και καταρρηγνυομαι
α) (για τρικυμία, καταρράκτη κ.λπ.) πέφτω ή ορμώ προς τα κάτω
β) εμφανίζομαι ξαφνικά και με ορμή («χειμὼν κατερράγη», Ηρόδ.)
γ) εκδηλώνομαι απότομα, ξεσπώ («ἐξ οὗ γὰρ ἡμῖν ὁ πόλεμος κατερράγη», Αριστοφ.)
δ) (για γη) σχηματίζω ρωγμές, σκίζομαι («Αἴγυπτος μελάγγαιός τε καὶ καταρρηγνυμένη», Ηρόδ.)
ε) (για κτίσματα) ερειπώνομαι
στ) έχω βίαιες κενώσεις, πάσχω από διάρροια
ζ) (για την εμμηνόρροια) εκκρίνομαι με αφθονία
η) (για οίδημα) σπάζω
θ) (για τη γλώσσα και τα χείλη) έχω σχισμές, είμαι σκασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥήγνυμι «σπάζω, κομματιάζω»].

Greek Monotonic

καταρρήγνῡμι: και -ύω, μέλ. -ρήξω,
I. 1. καταρρίπτω σπάζοντας, κατεδαφίζω, τὴν γέφυραν, σε Ηρόδ. μέλαθρα, σε Ευρ.
2. ξεσχίζω, κατακομματιάζω, σε Δημ.· — Μέσ., κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας, έσκισαν τους μανδύες τους, σε Ηρόδ.
3. στην Αντ. Σοφ. 675 τροπὰς καταρρήγνυσι (ἡ ἀναρχία), διασπά στρατεύματα και τα τρέπει σε φυγή.
II. Παθ., αόρ. βʹ κατερράγην [ᾰ], με Ενεργ. παρακ. κατέρρωγα· καταρρίπτομαι σχιζόμενος, σε Ηρόδ.
2. πέφτω ή ορμώ προς τα κάτω, ξεσπώ, λέγεται για καταιγίδα, στον ίδ.· λέγεται για δάκρυα, σε Ευρ.· μεταφ., ὁ πόλεμος κατερράγη, σε Αριστοφ.
3. είμαι σπασμένος σε κομμάτια, Αἴγυπτος μελάγγαιός τε καὶ καταρρηγνυμένη, με μαύρο και κατασπαραγμένο έδαφος, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρήγνυμι: καὶ -ύω: μέλλ. -ρήξω ·- σχίζων καταρρίπτω, τὴν γέφυραν Ἡρόδ. 4. 201· μέλαθρα Εὐριπ. Ἡρ. Μαιν. 864. 2) θραύω εἰς τεμάχια, συντρίβω, ξεσχίζω, κατερρήγνυε… τὰ ἱμάτια Δημ. 535. 2· τὸ διάδημα Διόδ. 19. 34· τὴν ἐσθῆτα Λουκ. Ἁλ. 36 ·- Μέσ. κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας, ἔσχισαν τὰ ἱμάτιά των, Ἡρόδ. 8, 99· τοὺς πέπλους κατερρήξαντο Ξεν. Κύρ. 3. 1, 13, 3.8, 67, κτλ. 3) ἐν Σοφ, Ἀντ. 675, τροπὰς καταρρήγνυσι ἡ ἀναρχία, ῥήγματα ἐν τῇ φάλαγγι ἢ ἐν τῇ παρατάξει ἐπιφέρει, τρέπει εἰς φυγήν· κατέρρηξεν εἰς χάρακα τοὺς πολεμίους, συνήλασε καὶ στενοχωρήσας ἔκαμε νὰ πέσωσι μὲ ὁρμὴν εἰς…, ἢ νὰ κρημνησθῶσι, Πλούτ. Φάβ. 8. 4) κ. τινός γέλωτα, κάμνω τινὰ νὰ ἐκραγῇ εἰς γέλωτα, Ἀθήν. 130C, 11. 2) ΙΙ. Παθ. ἰδίως ἐν τῷ ἀορ. κατερράγην (ᾰ), καὶ τῷ πρκμ. κατέρρωγα·- σχιζόμενος καταρρίπτομαι, κρημνοὶ καταρρηγνύμενοι Ἡρόδ. 7. 23· καταρρήγνυσθαι ἐπὶ γῆν, ῥίπτομαι κάτω καὶ θραύομαι, ὁ αὐτ. 3. 111· τοῦ ῥεύματος καταρρηγνυμένου τῶν ὀρῶν Φιλόστρ. 265· ἄκρας κατερρωγυίας εἰς τὴν θάλασσαν, ἀποκρήμνως ἢ ἀποτόμως προβεβλημένας, Στράβ. 223. 2). πίπτω ἢ ὁρμῶ πρὸς τὰ κάτω, ἐπὶ τρικυμιῶν, καταρρακτῶν, κτλ., Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· καὶ οὕτως, ἐκρήγνυμαι, αἴφνης ἐμφανίζομαι, χειμὼν κατερράγη Ἡρόδ. 1. 87· ὄμβροι καταρραγέντες Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 32· ἐπὶ δακρύων, ἐξ ὀμμάτων κατερρώγασι πηγαὶ Εὐρ. Ἄλκ. 1068· «κατερράγη μου δάκρυον» καὶ «ἀρραγὲς ὄμμα, τὸ οὐ δακρῦον» Ἡσύχ., πρβλ. Ἱππ. Ἀφ. 1252· ἐπὶ ποταμοῦ, εἰς κρημνόν, καθ’ ὃν καταρρήγνυται τὸ ὕδωρ Στράβ.· «καταρραγεὶς ποταμὸς πολλὰ κτήματα διέφθειρε», δηλ. αἰφνιδίως πλημμυρήσας, Ἡσύχ.· ἐπὶ ἀνέμου, Πλουτ. Φάβ. 16·- ἀκολούθως, μεταφ., ὁ πόλεμος κατερράγη Ἀριστοφ. Ἱππ. 644, πρβλ. Ἀχ. 528· γέλως Φίλων 2. 598· κρότος Πολύβ. 18. 29, 9· (ἀλλά, κατερρήγνυτο πᾶς ὁ τόπος ὑπὸ τοῦ κρότου ὁ αὐτ. 15. 32, 9)· βροντὴ Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 2. 35· νεφέλη Φιλόστρ. 678. 3) κατασυντρίβομαι, εἰς τεμάχια, Αἴγυπτος μελάγγαιός τε καὶ κατερρηγμένη, ἔχουσα ἔδαφος μέλαν καὶ εὐκόλως διαρρηγνυόμενον, ἔχον χαράδρας καὶ ῥήγματα, Ἡρόδ. 2. 12. 4) ὡς ἰατρ. ὅρος, ἔχω βιαίας κενώσεις, ὑποφέρω ἐκ διαρροίας, καταρρήγνυται ἡ κοιλία Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12· ἡ γαστὴρ κατερράγη Αἰλ. π. Ζ. 3. 18· (ὡσαύτως, καταρρήγνυμι τὴν γαστέρα Ἀππ. Ἱσπ. 54)· τὰ καταρρηγνύμενα, τὰ ἀφθόνως ἐκκρινόμενα, τοῖς θήλεσιν… τὰ γυνακεῖα ἢ τὰ καταμήνια καταρρήγνυται, κατερράγη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 6. 5) ἐπὶ οἰδημάτων, διαρρήγνυμαι καὶ τρέχω, ανοίγω, «σπάνω», Ἱππ. 220Β, 1200G, κτλ.· καὶ οὕτως ἐπὶ τῶν μαστῶν, ὅταν πληρωθέντες γάλακτος χύνωνται, οἵ τε μαζοὶ καὶ τὰ ἄλλα μέλεα ὁκόσα ὑγρότερα καταρρήγνυται τῶν γυναικῶν ὁ αὐτ. 248. 8, πρβλ. 588. 11.

Middle Liddell

and -ύω fut. -ρήξω
I. to break down, τὴν γέφυραν Hdt.; μέλαθρα Eur.
2. to tear in pieces, rend, Dem.:—Mid., κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας they rent their coats, Hdt.
3. in Soph. Ant. 675 τροπὰς καταρρήγνυσι [ἡ ἀναρχία breaks up armies and turns them to flight.
II. Pass., aor2 κατερράγην [ᾰ], with perf. act. κατέρρωγα;— to be broken down, to be thrown down and broken, Hdt.
2. to fall or rush down, to break or burst out, of storms, Hdt.; of tears, Eur.:—metaph., ὁ πόλεμος κατερράγη Ar.
3. to be broken in pieces, Αἴγυπτος μελάγγαιός τε καὶ κατερρηγμένη with black and crumbling soil, Hdt.
B. καταράσσω Attic -ττω fut. ξω
I. to dash down, break in pieces, τοὺς λοιπούς κατήραξεν ἐς τὸν Κιθαιρῶνα drove them shattered to Cithaerae, Hdt.; τὸ στράτευμα κατηράχθη εἰς τὰ τειχίσματα Thuc.
II. intr. to fall down, fall headlong, Plut.

Léxico de magia

romper un huevo τρήσας τὸ ὠὸν καὶ ἐνεὶς τὸ πτερὸν κατάρ<ρ>ηξον οὕτω ἐγχρισάμενος perfora el huevo, introduce el ala y, después de ungirte, rómpelo P IV 50

Lexicon Thucydideum

corruere, to fall down, perish, 4.115.3.