κατορθόω

English (LSJ)

A set upright, erect, δέμας E.Hipp.1445, Andr.1080; set straight a fractured or dislocated bone, Hp.Fract.16, al. (Med., have it set straight, 8, al.); κατορθόω τὰ κηρία, of bees, Arist.HA625b19.
2 metaph., keep straight, set right, πολλά τοι σμικροὶ λόγοι… κατώρθωσαν βροτούς S.El.416; κατορθοῦντος φρένα = in my right mind Id.OC1487; κατορθόω τοὺς ἀγωνιζομένους make them prosper, D.18.290.
b accomplish successfully, bring to a successful issue, τὸν ἀγῶνα Lys.18.13; πολλὰ καὶ μεγάλα Pl.Men.99c; εἰ γὰρ ἓν ὧν ἐπεβούλευσεν κατώρθωσεν D.21.106; ὁδόν Id.24.7; μηδὲν ἁμαρτεῖν ἐστὶ θεῶν καὶ πάντα κατορθοῦν Epigr.ib.18.289; τουτὶ κατωρθώκαμεν περὶ ἐπιστήμης Pl.Tht.203b, cf. E.Hel.1067; τὰς ἐπιβολάς Plb. 10.2.5, etc.:—Pass., succeed, prosper, Hdt.1.120, E.Hipp.680, Arist.EN1106b26; ἐπειδὴ δρᾶν κατώρθωσαι φρενί thou hast rightly purposed, A. Ch.512; κατωρθωμένος, of works of art, successful, Str.9.1.17, al.; τὰ μάλισθ' ὑπὸ τῶν τεχνικωτάτων κατορθούμενα Phld.Vit.p.33 J.; ὅσα κατώρθωται αὐτῶν the most perfect examples, Plot.5.8.2: Gramm., βαρυνόμενον τὸ ἔστε κατώρθωται is correctly accented, A.D. Synt.263.14.
II intr. as in Pass., go on prosperously, succeed, opp. πταίειν, Th.6.12, cf. D.11.11, Men.Epit.339; opp. ἡττᾶσθαι, ἔν τινι Isoc.4.124; opp. ἀτυχεῖν, ib.48; opp. ἁμαρτάνειν, Arist.EN1106b31, Chrysipp.Stoic.2.295; τῷ σώματι μὴ πάνυ δυνατὸς ᾖ κατορθοῦν Pl.Lg.654c; of success in war, X.Mem.3.1.3; τῇ μάχῃ, τοῖς ὅλοις, Plb.2.70.6, 3.48.2; περί τινας τῶν πράξεων Isoc.7.11; τὸ κατορθοῦν = success, D.2.20.
III Med. in sense of Act. 1.2 b, τῇ πόλει κατορθωσάμενος ἀγαθά IPE12.34.28 (Olbia, i B.C.).

German (Pape)

[Seite 1404] aufrichten, gerade machen; κατόρθωσον δέμας Eur. Hipp. 1445, wie Androm. 1080; vgl. Plat. Alc. I, 121 d; Sp.; gut einrichten, anordnen; ἐπειδὴ δρᾶν κατώρθωσαι φρενί Aesch. Ch. 505, da du es bei dir im Sinne recht beschlossen hast; Gegensatz von σφάλλω, τοὺς βροτούς Soph. El. 408; aber ἆρ' ἔτ' ἐμψύχου κιχήσεταί μου καὶ κατορθοῦντος φρένα O. C. 1484 ist = der den Geist richtig hält, lenkt, aufrecht erhält, bei Verstande ist. – Gew. glücklich vollbringen, gut verrichten; εἰ κατώρθωσε τὴν ὁδὸν ἣν ἐπ' ἐμὲ ἦλθεν Dem. 24, 7; ἀγῶνα Lys. 18, 13; ὅταν κατορθῶσι λέγοντες πολλὰ καὶ μεγάλα πράγματα Plat. Men. 99 d; oft absolut, Glück haben, recht machen, τουτὶ κατωρθώκαμεν περὶ ἐπιστήμης Theaet. 203 b; vgl. Phil. 28 a; Gegensatz von πταίειν, Thuc. 6, 12; von ἀτυχεῖν, διαφθαρῆναι, Isocr. Pan. 48. 69. 97 u. öfter; εἰ κατορθώσειεν Is. 8, 37; ἐφ' οἷς κατορθώσαντες εὐφρανθήσονται Aesch. 1, 191; τὸ κατορθοῦν, das Glück, Dem. 2, 20 u. Folgende, wie τὸ κατορθοῦν ἐν πράγμασι Pol. 10, 36, 1; τῇ μάχῃ κατώρθωσεν, er siegte in der Schlacht, 2, 70, 6, τοῖς ὅλοις 3, 48, 2, öfter. – Pass. richtig, glücklich eingerichtet, ausgeführt werden; οὐ κατώρθωται τέχνη Eur. Hipp. 680; κατορθούμενα im Gegensatz von σφαλέντα Thuc. 2, 65; γνόντες, ὅτι ἐπιθυμίᾳ μὲν ἐλάχιστα κατορθοῦνται, προνοίᾳ δὲ πλεῖστα 6, 13, medial; ἐν τῷ ἐπιτηδεύματι τούτῳ καλῶς κατορθουμένῳ Plat. Legg. II, 653 n; ξόανον κατωρθωμένον, schön gearbeitet, Strab. IX, 396.

French (Bailly abrégé)

ao. κατώρθωσα, pf. κατώρθωκα;
1 tenir droit, maintenir ou redresser, acc. ; fig. donner courage ou confiance : βροτούς SOPH aux mortels;
2 diriger convenablement, conduire heureusement (une affaire) acc. ; abs. réussir, prospérer ; τὸ κατορθοῦν DÉM le succès, le bonheur ; Pass. être bien dirigé, être conduit heureusement ; réussir.
Étymologie: κατά, ὀρθόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ορθόω act. met acc. recht maken:; μου καὶ κατόρθωσον δέμας leg mijn lichaam recht Eur. Hipp. 1445; geneesk. zetten:; τοῖσι θέναρσι τὸ ὀστέον κ. met zijn handpalmen het bot zetten Hp. Fract. 8; overdr. recht zetten, in orde brengen, overeind houden:; κ. φρένα bij zijn verstand zijn Soph. OC 1487; moed geven:; κ. βροτούς stervelingen moed geven Soph. El. 416; met succes verrichten:. κ. τὸν ἀγῶνα het proces winnen Lys. 18.13; πολλὰ καὶ μεγάλα κ. vele grote successen boeken Plat. Men. 99c. act. intrans. succes hebben, slagen:; ἀτυχεῖν καὶ... κατορθοῦν mislukken en slagen Isocr. 4.48; ptc. subst. τὸ κατορθοῦν succes. med.-pass. intrans.: overeind blijven, slagen:; ἡμῖν περὶ πολλοῦ ἐστι κατορθοῦσθαι ἀρχὴν τὴν σήν het is ons veel waard dat uw heerschappij overeind blijft Hdt. 1.120.5; succesvol zijn:. κοὐ κατώρθωνται τέχναι de listen zijn niet succesvol Eur. Hipp. 680.

Russian (Dvoretsky)

κατορθόω:
1 выпрямлять (δέμας Eur.; τὰ μέλη τοῦ παιδός Plat.);
2 направлять: κατορθοῦντες φρένα Soph. в здравом уме; ἐπειδὴ δρᾶν κατώρθωσαι φρενί Aesch. поскольку ты решился действовать;
3 заставлять воспрянуть духом, ободрять (βροτούς Soph.);
4 успешно доводить до конца, благополучно завершать (τὸν ἀγῶνα Lys.; πολλὰ καὶ μεγάλα πράγματα Plat.; ὁδόν Dem.; περὶ πάντα Plut.): οὐ κατώρθωται τέχνη Eur. хитрость не удалась; ἃ κατορθούμενα μέν …, σφαλέντα δέ … Thuc. в случае удачи этого …, в случае же провала …; τὸ κ. Arst., Dem., Polyb. удача, успех; τουτὶ κατωρθώκαμεν περὶ ἐπιστήμης Plat. этот вопрос о знании мы разрешили успешно;
5 одерживать верх, побеждать (τῇ μάχῃ Polyb.).

Greek Monotonic

κατορθόω: μέλ. -ώσω,
I. 1. τοποθετώ ίσια, ανορθώνω, ανοικοδομώ, σε Ευρ. μεταφ., κρατώ ίσιο, τοποθετώ σε όρθια στάση, σε Σοφ.
2. διεκπεραιώνω επιτυχώς, φέρνω σε επιτυχή έκβαση, σε Πλάτ., Δημ. — Παθ., ευημερώ, επιτυγχάνω, σε Ηρόδ., Ευρ.· δρᾶν κατώρθωσαι, σωστά σκόπευες να πράξεις, σε Αισχύλ.
II. αμτβ., όπως στην Παθ., προβαίνω ευτυχώς, επιτυγχάνω, σε Θουκ., Ξεν.· τὸ κατορθοῦν, επιτυχία, σε Δημ.

Greek Monolingual

(ΑΜ κατορθῶ, κατορθόω, Μ και κατορθώνω)
φέρνω κάτι σε αίσιο τέλος, εκτελώ κάτι με επιτυχία, καταφέρνω να κάνω κάτι, επιτυγχάνω (α. «ύστερα από πολλές προσπάθειες κατόρθωσα να σέ συναντήσω» β. «πολλὰ καὶ μεγάλα κατορθοῦσιν», Πλάτ.)
μσν.
1. μέσ. κατορθοῦμαι, κατορθόομαι
συγκρατούμαι
2. φρ. «κατορθώνω εἰς τέφραν» — αποτεφρώνω
μσν.-αρχ.
τακτοποιώ, βάζω σε τάξη («αἱ δὲ λεαίνουσι καὶ κατορθοῦσι τὰ κηρία»)
αρχ.
1. στήνω κάτι όρθιο, ανεγείρω («λαβοῦ, πάτερ μου, καὶ κατόρθωσον δέμας», Ευρ.)
2. ιατρ. (για σπασμένο ή εξαρθρωμένο οστό) επαναφέρω στη σωστή θέση, ανατάσσω
3. επανορθώνω, διορθώνωπολλά τοι σμικροί λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτούς», Σοφ.)
4. φρ. «ὁ κατορθῶν φρένα» — αυτός που έχει ορθή νοημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀρθῶ «σηκώνω»].

Greek (Liddell-Scott)

κατορθόω: ποιῶ τι ὀρθόν, στήνω ὄρθιον, ἀνεγείρω, κατόρθωσον δέμας Εὐρ. Ἱππ. 1445, Ἀνδρ. 1080· ὀρθῶς τοποθετῶ, ἐπὶ τεθραυσμένου ἢ ἐξηρθρωμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Ἀγμ. 763, 767, 773, κ. ἀλλ.· (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, βάλλω τινὰ νὰ τοποθετήσῃ ὀρθῶς, αὐτόθι 755, 757, κ. ἀλλ.)· λεαίνουσι καὶ κατορθοῦσι τὰ κηρία, ἐπὶ μελλισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 32. 2) μεταφορ., ἀντίθετ. τῷ σφάλλω, ἀνορθῶ, τηρῶ εἰς ὀρθίαν στάσιν, πολλά τοι σμικροὶ λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτοὺς Σοφ. Ἠλ. 416· κατορθοῦντος φρένα, σωφρονοῦντος, εὖ φρονοῦντος, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1487· κατ. τοὺς ἀγωνιζομένους, κάμνω αὐτοὺς νὰ εὐτυχῶσι, Δημ. 322. 21. β) ἐκτελῶ ἐπιτυχῶς, φέρω εἰς ἐπιτυχῆ ἔκβασιν, τὸν ἀγῶνα Λυσ. 150. 27· πολλὰ καὶ μεγάλα πράγματα Πλάτ. Μένων 99C· εἰ γὰρ ἓν ὧν ἐπεβούλευσεν κατώρθωσεν Δημ. 549. 11· κ. ὁδόν, διανύω, ὁ αὐτ. 701 ἐν τέλ.· τουτὶ κατωρθώκαμεν περὶ ἐπιστήμης Πλάτ. Θεαίτ. 203Β, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1067· τὰς ἐπιβολὰς Πολύβ. 10. 2, 5, κτλ.― Παθ., ἐπιτυχῶς περαίνομαι, διαπράττομαι, ἀποτελοῦμαι, ἐπιτυγχάνω, εὐτυχῶ, Ἡρόδ. 1. 120, Εὐριπ. Ἱππ. 680· ὡσαύτως, ἐπειδὴ δρᾶν κατώρθωσαι φρενί, ὀρθῶς διενοήθης (εὖ φρονῶ), Αἰσχύλ. Χο. 512· κατορθούμενα, ἀντίθετ. πρὸς τὰ σφαλέντα, Θουκ. 2. 65, 7. ΙΙ. τὸ ἐνεργητ., προβαίνω εὐτυχῶς, ἐπιτυγχάνω, ἀντίθετ. τῷ πταίειν, Θουκ. 6. 12, Δημ. 155. 23· τῷ ἡττᾶσθαι, Ἰσοκρ. 66D· τῷ ἁμαρτεῖν ἢ ἀτυχεῖν, Δημ. 322. 16, Ἰσοκρ. 50C· πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 3· κ. τῷ σώματι Πλάτ. Νόμ. 654C· τῇ μάχῃ, τοῖς ὅλοις Πολύβ. 2. 70, 6, κτλ.· ἔν τινι Ἰσοκρ. 66D· περί τι ὁ αὐτ. 142Α· περί τινος Πλάτ. Θεαίτ. 203Β·― τὸ κατορθοῦν, ἐπιτυχία, Δημ. 23. 28·― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 490 κἑξ.

Middle Liddell

fut. ώσω
I. to set upright, erect, Eur.:—metaph. to keep straight, set right, Soph.
2. to accomplish successfully, bring to a successful issue, Plat., Dem.: —Pass. to succeed, prosper, Hdt., Eur.; δρᾶν κατώρθωσαι thou hast rightly purposed to do, Aesch.
II. intr. as in Pass. to go on prosperously, succeed, Thuc., Xen.; τὸ κατορθοῦν success, Dem.

Lexicon Thucydideum

rem prospere gerere, to conduct affairs successfully, 1.140.1. 2.42.4, 2.89.2, 3.14.1. 3.39.7, 3.42.6, 5.111.5, 6.11.1. 6.12.1, 6.17.3. 6.33.5, 6.38.2. 7.42.5. 7.47.1, 7.66.2. 7.68.2. 8.2.1, 8.109.1,
PASS. prospere succedere, to succeed prosperously, 1.120.5, 2.65.7, 4.76.5, 6.13.1.