λειτουργός
English (LSJ)
ὁ, (λήϊτος, ἔργον)
A one who performed a public service (λειτουργία) (q.v.), POxy.82.3 (iii A.D.), etc.; λειτουργὸς τῶν ἐν παισὶ λειτουργιῶν CIG2881.13, cf. 2882, 2886 (Branchidae).
II public servant, ἡ στάσις τῶν λειτουργῶν [τοῦ Σαλομῶνος] LXX 3 Ki.10.5; of workmen, carpenters, etc., οἰκοδόμοι καὶ λειτουργοί PPetr.3p.139 (iii B.C.), cf. Plb.3.93.5; at Magnesia, an official of the γερουσία, Inscr.Magn.116.17; = Lat. lictor, Plu.Rom.26: metaph., λειτουργὸς τῆς χρείας μου ministering to my need, Ep.Phil.2.25.
2 private servant, LXX 2 Ki.13.18.
III in religious sense, minister, (θεοῦ) ib.Ps.102(103).21, Ep.Rom.13.6, al.; τῶν θεῶν D.H.2.22, cf. 73; τῶν ἁγίων λ. Ep.Hebr.8.2; θεοῖς λιτουργοί (sic) Rev.Et.Anc.32.5 (Athens, i B.C.); attendant at sacrifices, acolyte, IG3.1005, al.
IV Astrol., λειτουργοί, οἱ, astral gods subordinate to the δεκανοί, Iamb.Myst.9.2, Firm.2.4.4, Mart.Cap.2.200.
German (Pape)
[Seite 26] öffentliche, dem Volke nützliche Geschäfte verrichtend, wie δημιουργός, von den Liktoren, Plut. Rom. 16. Bes. bei Pol. die Arbeiter, Handwerker im Heere, 3, 93, 5; Plut. Hsr. 16. – In den Inscr. öfter der dem Staate einen Dienst leistet, bes. ein öffentliches Amt auf eigene Kosten verwaltet. – N. T u. K. S.. der Diener Gottes, der den Gottesdienst besorgt.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui remplit une fonction publique ; subst. ὁ λειτουργός :
1 à Rome licteur;
2 ministre du culte.
Étymologie: DELG λαός, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
λειτουργός: ὁ
1 рабочий, мастер (в армии) Polyb.;
2 (= лат. lictor) ликтор Plut.;
3 служитель, слуга (θεοῦ, τῆς χρείας τινός NT).
Greek (Liddell-Scott)
λειτουργός: ὁ, (*λέϊτος ἢ *λεῖτος, *ἔργω) ἐν Ἀθήναις ὁ ἐπιτελῶν λειτουργίαν, (ὃ ἴδε), ἀλλ’ εἰς οὐδένα τῶν ἀττ. συγγραφέων εὑρίσκεται· λ. τῶν ἐν παισὶ λειτουργιῶν Ἐπιγραφ. Βραγχ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2881. 13, πρβλ. 2882, 2886. ΙΙ. δημόσιος ὑπηρέτης (Α΄ Βασιλ. Ι΄, 5)· ἐν τῷ στρατῷ, ἐπὶ ἐργατῶν, τεκτόνων, κτλ., Λατ. faber, Πολύβ. 3. 93, 5· ἐν χρήσει πρὸς μετάφρ. τοῦ Λατ. lictor, Πλουτ. Ρωμ. 26· μεταφορ., λ. τῆς χρείας ἐμῆς, ὑπηρετῶν εἰς τὴν ἀνάγκην μου, Ἐπιστ. πρὸς Φιλ. β΄, 25. ΙΙΙ. ἐπὶ θρησκευτικῆς ἐννοίας, ἱερουργός, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. α΄, 7, ὑπὸ Ἰουδαϊκὴν ἔννοιαν, αὐτόθι η΄, 2· λ. τῶν θεῶν Διον. Ἁλ. 2. 22, πρβλ. 73· θεοῦ Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΒ΄, 21), Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιγ΄, 6, κ. ἀλλ.· ― συχνάκις φέρεται διὰ τοῦ ι, λιτουργός, λειτουργέω, λειτουργία ἐν Ἀντιγράφ. καὶ Ἐπιγραφ., π. χ. Συλλ. Ἐπιγρ. 181. 21., 1226, 1435, κ. ἀλλ.
English (Strong)
from a derivative of λαός and ἔργον; a public servant, i.e. a functionary in the Temple or Gospel, or (genitive case) a worshipper (of God) or benefactor (of man): minister(-ed).
English (Thayer)
λειτουργου, ὁ (from ἘΡΓΩ i. e. ἐργάζομαι, and unused λεῖτοσ῟ equivalent to ληιτος equivalent to δημοσις public, belonging to the state (Hesychius), and this from λεώς Attic for λαός), the Sept. for מְשָׁרֵת (Piel participle of שָׁרַת);
1. a public minister; a servant of the state: τῆς πόλεως, Inscriptions; of the lictors, Plutarch, Romans 26; (it has not yet been found in its primary and proper sense, of one who at Athens assumes a public office to be administered at his own expense (cf. Liddell and Scott, under the word I.); see λειτουργέω).
2. universally, a minister, servant: so of military laborers, often in Polybius; of the servants of a king, 1Esdr. 10:5; Joshua, Alex.; universally, ὑπηρέται, Dionysius Halicarnassus, Antiquities 2,73; τῶν ἁγίων, of the temple, i. e. one busied with holy things, of a priest, Philo, alleg. leg. iii. § 46); τῶν θεῶν, of heathen priests, Dionysius Halicarnassus 2,22cf. 73; Plutarch, mor., p. 417a.; Ἰησοῦ Χριστοῦ, of Paul likening himself to a priest, τοῦ Θεοῦ, those by whom God administers his affairs and executes his decrees: so of magistrates, Philo de caritat. § 3); τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, those whose ministry the grace of God made use of for proclaiming to men the necessity of repentance, as Noah, Jonah: Clement of Rome, 1 Corinthians 8,1 [ET] cf. c. 7 [ET]; τόν ἀπόστολον καί λειτουργόν ὑμῶν τῆς χρείας μου, by whom ye have sent to me those things which may minister to my needs, Philippians 2:25.
Greek Monolingual
ο, η (AM λειτουργός, ὁ)
1. αυτός που επιτελεί έργο κοινής ωφέλειας, αυτός που ασκεί λειτούργημα («δικαστικός λειτουργός»)
2. ιερουργός, κληρικός
νεοελλ.
φρ. α) «κοινωνικός λειτουργός» — κοινωνικό όργανο που έχει αποστολή την προστασία και παροχή βοήθειας σε αδύνατα και αναξιοπαθούντα άτομα
β) «λειτουργός της Θέμιδος» — δικαστής, όργανο της δικαιοσύνης
αρχ.
1. αυτός που επιτελούσε κάποια λειτουργία
2. δημόσιος υπηρέτης
3. μτφ. ιδιωτικός υπηρέτης που εξυπηρετούσε τις ανάγκες κάποιου («λειτουργὸς τῆς χρείας ἐμῆς» — υπηρέτης της ανάγκης μου)
4. αστρολ. στον πληθ. οἱ λειτουργοί
αστρικοί θεοί που ήταν υποτεταγμένοι στους 36 δεκανούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λειτουργῶ. Κατά κανόνα, τα σύνθετα ρ. σε -ουργῶ παράγονται από τα ουσ. σε -ουργός (πρβλ. λειτουργῶ < λει-ουργός). Στην περίπτωση όμως του λειτουργός φαίνεται ότι ο τ. είναι υστερογενής, γιατί δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία για μορφή σε -Fοργός (βλ. λειτουργώ)].
Greek Monotonic
λειτουργός: ὁ (λήϊτος, ἔργω)·
I. στην Αθήνα, αυτός που αναλαμβάνει μία λειτουργία (βλ. ανωτ.).
II. δημόσιος υπηρέτης, Ρωμ. lictor, σε Πλούτ.· μεταφ., λειτουργὸς τῆς χρείας ἐμῆς, που υπηρετεί την ανάγκη μου, σε Καινή Διαθήκη
III. με θρησκευτική σημασία, ιερουργός, ιερέας, στο ίδ.
Middle Liddell
λειτ-ουργός, οῦ, ὁ, [*λεῖτος, *ἔργω
I. at Athens, one who performed a λειτουργία (q.v.).
II. a public servant, the Roman lictor, Plut.: metaph., λ. τῆς χρείας ἐμῆς ministering to my need, NTest.
III. in religious sense, a minister, NTest.
Chinese
原文音譯:leitourgÒj 累特-烏而哥士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:人民-行為(者) 相當於: (עֶבֶד)
字義溯源:公僕,僕役,服事,供給,差役,執事;由(λαός)*=人民)與(ἔργον)=行為)組成;而 (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)。參讀 (βοηθός) (διάκονος)同義字參讀 (λειτουργέω)同源字
出現次數:總共(5);羅(2);腓(1);來(2)
譯字彙編:
1) 僕役(2) 羅15:16; 來1:7;
2) 執事(1) 來8:2;
3) 供給者(1) 腓2:25;
4) 差役(1) 羅13:6