παγίς
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, (πήγνυμι)
A = πάγη, trap, Batr.117, Call.Fr.458, AP 6.109 (Antip.); παγίδας ἱστάναι Ar.Av.527 (anap.), cf. 194.
2 metaph., trap, snare, of women, Amphis 23, Men.689; δουρατέα παγίς, of the Trojan horse, AP9.152 (Agath.); τοῖς ἄρτοις… ἱστᾶσι παγίδας = they try to 'raise the wind', Alex.66; of women's ornaments, Ar. Fr.666.
II ἄγκυρα νεῶν παγίς = the anchor which holds ships fast, AP 6.5 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 435] ίδος, ἡ, wie πάγη, Schlinge, Falle, was festhält, z. B. Mäusefalle, Batrach. 115; Alexis bei Ath. III, 109 b u. Sp.; δουρατέη, vom hölzernen trojanischen Pferde, Agath. 63 (IX, 152); komisch nennt Amphis bei Ath. XIII, 567 e die Hetären παγίδες τοῦ βίου; vgl. Luc. D. Mer. 11; Ar. bei Phryn. in B. A. 18, 22 nennt so den Frauenputz. – Wenn Philp. 22 (VI, 5) ἄγκυράν τε, νεῶν πλαζομένων παγίδα sagt, denkt er mehr an πήγνυμι, den Anker, der die Schiffe festhält.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
rets, filet.
Étymologie: R. Παγ ficher ; v. πήγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παγίς -ίδος, ἡ [πάγη] strik, val:; παγίδας ἱστάναι strikken zetten Aristoph. Av. 527; ὡς παγίς als een val (d.w.z. onverwacht) NT Luc. 21.35; overdr. valstrik:. γενεθήτω ἡ τράπεζα αὐτῶν εἰς παγίδα laat hun tafel een valstrik worden NT Rom. 11.9.
Russian (Dvoretsky)
πᾰγίς: ίδος ἡ
1 ловушка, западня (παγίδας ἱστάναι Arph.; ἐμπεσεῖν εἰς παγίδα τινός NT): δουρατέη π. Anth. деревянная западня, т. е. троянский конь;
2 тормоз, задержка (ἄγκυρα π. νεῶν Anth.).
English (Strong)
from πήγνυμι; a trap (as fastened by a noose or notch); figuratively, a trick or statagem (temptation): snare.
English (Thayer)
παγίδος, ἡ (from πήγνυμι to make fast, 2nd aorist ἐπαγον; properly, that which holds fast (cf. Anth. Pal. C, 5)), the Sept. for פַּח, רֶשֶׁת, מוקֵשׁ, etc.; a snare, trap, noose;
a. properly, of snares in which birds are entangled and caught, παγίδας ἱσταναι, Aristophanes av. 527; hence, ὡς παγίς, as a snare, i. e. unexpectedly, suddenly, because birds and beasts are caught unawares, a snare, i. e. whatever brings peril, loss, destruction: of a sudden and unexpected deadly peril, ἐμπίπτειν εἰς πειρασμόν καί παγίδα, ἐμπίπτει εἰς παγίδα ἁμαρτωλός, σκάνδαλον, τοῦ διαβόλου, the allurements to sin by which the devil holds one bound, 1 Timothy 3:7. (In Greek writings also of the snares of love.)
Greek Monolingual
η (ΑΜ παγίς, -ίδος)
1. όργανο ή ειδική κατασκευή που χρησιμεύει για την εξαπάτηση και τη σύλληψη θηράματος ή την εξόντωση βλαβερού ζώου
2. μτφ. μέσο ή πράξη που με δόλο επιδιώκει την εξαπάτηση κάποιου
νεοελλ.
1. στρ. τέχνασμα που χρησιμοποιούν οι εμπόλεμοι για να εξαπατήσουν και να αιφνιδιάσουν τους αντιπάλους
2. φυσ. θέση στο εσωτερικό ενός στερεού, συνήθως ημιαγωγού, η οποία εμποδίζει την κίνηση τών φορέων του ηλεκτρικού ρεύματος, θέση στην οποία μπορεί να βρίσκεται μία πρόσμιξη ή μία αταξία στη δομή του υλικού
3. φρ. α) «παγίδα ατμού»
τεχνολ. απαραίτητο εξάρτημα σωληνώσεων ατμού, όπου ο υγροποιημένος ατμός απορρίπτεται αυτόματα χωρίς να επιτρέπεται η διαφυγή του σε ξηρή κατάσταση
β) «παγίδα ιόντων»
φυσ. διάταξη η οποία εκτρέπει τα ιόντα που σχηματίζονται στους καθοδικούς παλμογράφους και προστατεύει έτσι τη φθορίζουσα οθόνη από την ταχεία φθορά ή την καταστροφή τους
μσν.
η πλευρά του σκελετού τών ανθρώπων ή τών ζώων, παΐδι
αρχ.
1. η άγκυρα, επειδή συγκρατεί το πλοίο
2. φρ. «δουρατέα παγίς» — ο δούρειος ίππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάγη + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. θρυαλλίς)].
Greek Monotonic
πᾰγίς: -ίδος, ἡ (πήγνυμι),
I. = πάγη, παγίδα, σε Αριστοφ.· μεταφ., παγίδα, δόλος, δουρατέω παγίς, λέγεται για το Δούρειο ίππο, σε Ανθ.
II. ἄγκυρα παγὶς νεῶν, η άγκυρα που κρατάει τα πλοία σταθερά, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰγίς: -ίδος, ἡ, (√ΠΑΓ, πήγνυμι) = πάγη, κοινῶς «παγίδα», Βατραχομυομ. 117, Ἀνθ. Π. 6. 109· παγίδας ἱστάναι Ἀριστοφ. Ὄρν. 527, πρβλ. 194. 2) μεταφορ. ἐπὶ ἑταιρῶν, παρὰ Σινώπῃ καὶ Λύκᾳ καὶ Ναννίῳ .. παγίσι βίου Ἄμφις ἐν «Κουρίδι» 1, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 67· δουρατέα π., ἐπὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Ἀνθ. Π. 9. 152· παγίδας προὔφυγον ἀμπλακίης Ἑλλ. Ἐπιγρ. 421· τοῖς ἄρτοις ὅσας ἱστᾶσι παγίδας οἱ ταλαίπωροι βροτοί, καθιστῶντες αὐτούς ὀρεκτικοὺς διὰ παντοδαπῶν βρωμάτων, Ἄλεξις ἐν τῇ «Εἰς τὸ φρέαρ» 2· ― ὡσαύτως ἐπὶ κοσμημάτων γυναικείων, Ἀριστοφ. Ἀπομν. 663. ΙΙ. ἄγκυρα παγὶς νεῶν, ὡς κρατοῦσα τὰς ναῦς στερεῶς ὡς παγίς, Ἀνθ. Π. 6. 5. 2) παρὰ Θεοφ. Πρωτοσπαθαρίῳ ἀπαντᾷ: παγίδες τῶν πλευρῶν, τὰ παγίδια νῦν καλούμενα.
Middle Liddell
πᾰγίς, ίδος, ἡ, πήγνυμι
I. = πάγη, a trap, Ar.: metaph. a trap, snare, δουρατέα π. of the Trojan horse, Anth.
II. ἄγκυρα παγὶς νεῶν the anchor which holds ships fast, Anth.
Chinese
原文音譯:pag⋯j 爬居士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:繫牢(者) 相當於: (מֹוקֵשׁ) (פַּח)
字義溯源:陷阱,網羅,圈套;源自(πήγνυμι)*=固定)
出現次數:總共(5);路(1);羅(1);提前(2);提後(1)
譯字彙編:
1) 網羅(5) 路21:35; 羅11:9; 提前3:7; 提前6:9; 提後2:26
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό παγῆναι τοῦ πήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
trap
Albanian: kurth; Arabic: فَخّ, مِصْيَدَة; Egyptian Arabic: فخ; Armenian: թակարդ, ծուղակ, որոգայթ; Assamese: ফান্দ; Azerbaijani: tələ, duzaq; Bashkir: тоҙаҡ; Belarusian: пастка; Bulgarian: капан, клопка, примка; Catalan: parany, trampa; Cebuano: lit-ag; Chinese Mandarin: 陷阱, 圈套; Czech: past, léčka; Danish: fælde; Dutch: val; Esperanto: kaptilo; Estonian: püünis, lõks; Finnish: ansa, loukku, sadin; French: piège, collet; Galician: trampa, trapela, ichó, panterlo; Georgian: ხაფანგი, მახე; German: Falle; Greek: παγίδα, δόκανο; Ancient Greek: παγίς; Hebrew: מַלכּוֹדֶת; Higaonon: lit-ag; Hungarian: csapda, kelepce; Italian: trappola, tranello; Japanese: 罠; Kazakh: қақпан, тұзақ; Khmer: អន្ទាក់; Kikuyu: mũtego class 3, gĩterenge class Korean: 덫, 올가미, 함정(陷穽)(檻穽); Kurdish Central Kurdish: تەڵە; Kyrgyz: капкан; Lao: ຂາ, ກັບ, ກະຕໍ່າ, ຄືນ; Latin: tenus; Latvian: lamatas, slazds, murds; Lithuanian: spąstai, pinklės; Luhya: kumutego; Lü: ᦟᦸᧄ, ᦷᦢᧂᧉᦢᦱᧆ; Macedonian: стапица, клопка; Malay: jerat; Malayalam: കെണി; Maori: tārore; Meru: mutego; Mongolian Cyrillic: урхи, хавх; Navajo: beeʼódleehí; Norwegian Bokmål: felle; Old English: fealle; Persian: تله, نژنک, دام; Polish: pułapka, potrzask, zapadnia, matnia; Portuguese: armadilha, arapuca; Russian: ловушка, западня, капкан, силок; Scottish Gaelic: ribe; Serbo-Croatian Cyrillic: за̑мка; Roman: zȃmka; Slovak: pasca; Slovene: past, zanka; Spanish: trampa, cepo; Swahili: mtego; Swedish: fälla; Tagalog: bitag; Tajik: қапқон, дом; Tatar: тозак; Thai: กับ, กับดัก; Tibetan: རྙི; Turkish: tuzak, kapan; Turkmen: duzak; Ukrainian: пастка, хапка; Uyghur: قاپقان, توزاق; Uzbek: qopqon, tuzoq; Vietnamese: bẫy; Welsh: trap, magl; Yup'ik: kapkaanaq
snare
Albanian: lak; Arabic: شَرَكٌ, مِصْيَدَةٌ; Egyptian Arabic: فخ; Armenian: թակարդ, ծուղակ, որոգայթ; Aromanian: alats, alatsu; Bashkir: тоҙаҡ; Bulgarian: капан, примка; Catalan: llaç; Chinese Mandarin: 陷阱, 圈套; Czech: oko, léčka, nástraha; Dutch: strop, val, klem; Finnish: ansalanka; French: collet, piège; Galician: ichó; Georgian: ხაფანგი; German: Schlinge, Falle; Gothic: 𐍅𐍂𐌿𐌲𐌲𐍉; Ancient Greek: παγίς, βρόχος; Hebrew: פַּח; Hungarian: csapda, kelepce; Irish: dol, gaiste, súil ribe; Italian: laccio, trappola, tagliola; Japanese: 罠; Kurdish Central Kurdish: داو; Kyrgyz: тузак; Latin: laqueus, transenna, tenus; Lü: ᦟᦸᧄ, ᦷᦢᧂᧉᦢᦱᧆ; Malayalam: കെണി; Maori: tāhei, rore, toromāhanga, taeke; Middle English: snare; Navajo: beeʼódleehí; Occitan: trapèla, laç, sedon, bagada, tenda, tendèla; Old English: grin; Persian: دام, پهند, لاتو; Polish: sidła, pułapka fm, sidło; Portuguese: laço; Romanian: cursă, laț, capcană; Russian: силок, ловушка, западня; Sardinian: latu, lantu, latzu, lassu; Scottish Gaelic: ribe; Spanish: lazo; Swedish: snara; Walloon: bricole, laesse; Welsh: magl; Western Bukidnon Manobo: litag