περνώ
Greek Monolingual
-άω, Ν
1. (για αιχμηρά αντικείμενα ή για ψυχικές διαθέσεις) διαπερνώ, διατρυπώ (α. «τόν πέρασε η σφαίρα πέρα πέρα» β. «κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής», Γρυπ.)
2. διαβιβάζω μέσα από μια οπή (α. «πέρασέ μου την κλωστή στη βελόνα» β. «περνώ το κορδόνι στα παπούτσια»)
3. μτφ. (για άντρα) διακορεύω, συνουσιάζομαι («αυτή τήν έχουν περάσει πολλοί»)
4. διέρχομαι, διαβαίνω (α. «τόπους πολλούς επέρασα» β. «... κι όπου περνά το κάθε αγγίζει»)
5. (για πλοίο) διέρχομαι από λιμάνι, διώρυγα, πορθμό
6. (για ιδέες, σκέψεις) έρχομαι ξαφνικά, απροσδόκητα (α. «μού πέρασε η υποψία ότι...»)
7. μεταβαίνω από ένα μέρος σε άλλο («ο στρατός πέρασε στη Θεσσαλία»)
8. εισέρχομαι, μετακινούμαι από έναν χώρο σε άλλο («περάστε στην αίθουσα»)
9. (για χρονικό διάστημα) παρέρχομαι (α. «πολύς καιρός επέρασε» β. «περάσαν χρόνια και καιροί»)
10. (για κατάσταση, νόσο) παύω να υπάρχω (α. «σημάδ' είν', Αρετούσα μου, πως σού περνούν τα πάθη» β. «πέρασε κι αυτή η μόδα» γ. «θα περάσει η οικονομική κρίση»)
11. καταναλίσκω μια χρονική περίοδο («περνάει τα απογεύματα διαβάζοντας»)
12. διαβιώ, ζω (α. «πώς τά περνάς;» β. «ολομόναχος εβάλθη να περάσει»)
13. διανύω, υφίσταμαι (α. «με φρόνεψη όλα τά περνά» β. «πέρασα βάσανα πολλά»)
14. α) (για εξεταζόμενο) επιτυγχάνω («δεν πέρασα στις εξετάσεις»)
β) (για τον εξεταστή) αξιολογώ θετικά («πέρασα τους περισσότερους»)
15. υπερβαίνω, ξεπερνώ (α. «πέρασε τη βουνοκορφή» β. «περνάει τα όρια της ευπρέπειας»)
16. ξεπερνώ, υπερτερώ (α. «μέ πέρασε στο τρέξιμο» β. «τους πέρασα όλους στη βαθμολογία»)
17. φορώ κάτι σε κάποιον, περιβάλλω κάποιον με κάτι («πέρασέ του το φανελάκι του»)
18. ντύνομαι, φορώ βιαστικά («περνάω τα παπούτσια μου και φεύγω»)
19. (για υγρά) διαβρέχω, διαποτίζω («η υγρασία πέρασε τον τοίχο»)
20. θεωρούμαι, νομίζομαι από τους άλλους ή θεωρώ εγώ τον εαυτό μου ως (α. «περνάει στην αγορά για σπουδαίος» β. «περνάει κι αυτός για ποιητής»)
21. (σε ψηφοφορία) εγκρίνομαι (α. «ο νόμος δεν θα περάσει» β. «η τροπολογία πέρασε»)
22. γίνομαι δεκτός στην κυκλοφορία, έχω νόμιμη ισχύ («το χαρτονόμισμα [ή το εισιτήριο ή η πρόσκληση] δεν περνάει»)
23. (η μτχ. παθ. παρακμ.) περασμένος, -η, -ο
α) αυτός που έχει ήδη παρέλθει, που ανήκει στο παρελθόν (α. «περασμένα μεγαλεία» β. «τα περασμένα χρόνια»)
β) (για πρόσ.) γερασμένος
γ) (για γυναίκα) διακορευμένη
δ) (το ουδ. πληθ.) τα περασμένα
τα χρόνια που έχουν περάσει ή τα γεγονότα του παρελθόντος
24. φρ. α) «περνάω κάποιον γενεές δεκατέσσερεις» — βρίζω κάποιον για πολλές ενέργειες και ελαττώματά του
β) «περνάω ζωή και κότα» και «περνάω ζωή χαρισάμενη» — ζω ξεκούραστα, άνετα και ευχάριστα
γ) «μού περνάει» ή «περνάει ο λόγος μου» — γίνεται ό,τι θέλω
δ) «περνάει η μπογιά της» — διατηρείται ακόμη η ωραία της εμφάνιση
ε) «περασμένα ξεχασμένα» — πρέπει να αντιμετωπίζει κανείς δυσάρεστες εμπειρίες του παρελθόντος με διάθεση λήθης και συγγνώμης και να κοιτάζει το μέλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐ-πέρασα, αόρ. του αρχ. περῶ, κατά το σχήμα ἐκέρασα ; κερνώ, ἐγέρασα: γερνώ].