ταρσός

English (LSJ)

Att. ταρρός, ὁ: also with heterocl. pl. ταρσά, τά, Opp. C.3.470, Anacreont.9, APl.4.283 (Leont.), Nonn.D.1.270, al.: (τέρσομαι):—
A frame of wicker-work, crate, flat basket, for drying cheeses on, ταρσοὶ μὲν τυρῶν βρῖθον Od.9.219, cf.Theoc.11.37: generally, basket, Ar.Nu.226.
2 mat of reeds, such as were built into brickwork to bind it together, ταρσοὶ καλάμων Hdt.1.179, SIG245 G13 (Delph., iv B.C.); ταρσός καλάμου Th.2.76.
3 mass of matted roots, Thphr.CP 3.7.2.
II of various broad flat surfaces, resembling a ταρσός 1.1, as,
1 ταρσός ποδός = flat of the foot. the part between the toes and the heel, Il.11.377,388, cf. Hdt.9.37, Hp.Fract.9, Diog.Apoll.6 (but also, palm of the hand, ibid.); οὐλὴ ταρσῷ ἀριστερῷ PMich.Teb. 121r111i3 (i A.D.): generally, foot, Anacreont.35.4, Opp.C.3.470, AP 5.26 (Rufin.), 9.653 (Agath.).
b palm of the hand, Ruf.Onom. 81, Sor.Fract.22; v. supr.11.1a.
c ankle, Gal.UP3.6; but distinguished from σφυρόν, Sor.1.84.
2 τοὺς ταρσούς τῶν κωπέων = the rows of oars on the sides of ships, Hdt.8.12; so τοὺς ταρσούς alone, Th. 7.40: sg., IG22.1628.590, Plb.1.50.3; ὁ δεξιὸς ταρσός τῆς νεώς Id.16.3.12: sg., oar, E.IT1346.
3 ταρσός πτερύγων = flat of the outstretched wing, AP12.144 (Mel.), cf. Babr.72.9; ὁ ταρσός τῶν πτερῶν Ael.NA2.1: abs., wing, Anacreont.9, AP9.287 (Apollonid.), etc.; in Prose, D.H.4.63: of a peacock's tail, Mosch.2.60; ταρσοί = feathers, D.S.2.50.
4 ταρσός ὀδόντων the row of teeth in a saw, Opp.H.5.202.
5 Pan's pipe, ταρσῷ Πὰν ὁ μελιζόμενος Epigr.Gr.781.10 (Cnidus).
6 edge of the eyelid and its lashes, Hp.Ep.23, Poll.2.69, Gal.UP10.7.

German (Pape)

[Seite 1071] ὁ, att. ταῤῥός (vgl. τέρσομαι), 1) eine Vorrichtung, bes. von Flechtwerk, Etwas darauf zu dörren od. zu trocknen, Darre, Horde; Od. 9, 213, eine Käsedarre; Her. 1, 179 sind ταρσοὶ καλάμων ein Rohrgeflecht, Backsteine darauf zu trocknen; vgl. Thuc. 2, 76; auch das Geflecht der in einander laufenden Wurzeln, Theophr. Bei Ar. Nubb. 227 = κρεμάθρα, Schol. τὰ ἐξ οἰσύων πλέγματα, auch μετέωρον ἴκριον, ἐφ' ὃ ἀλεκτορίδες κοιμῶνται. – 2) jede breite Fläche; dah. – a) τ. ποδός, die untere Fläche des Fußes, die Fußsohle, der Teil zwischen Zehen u. Ferse; Il. 11, 377. 388; Her. 9, 37; oft bei sp. D.; auch für Fuß übh., σοβαροὶ ταρσοί, Rutin. 37 (V, 27); γαμψῶνυξ, des Adlers Krallen, Strat. 63 (XII, 221); vgl. M. Arg. 28 (IX, 87); ἄκροις ταρσοῖς δρόμον ἐκτανύω, Anacr. 35, 4. – b) ταρσοὶ κωπ έων, die untern flachen Enden der Ruder, die Ruderblätter, Her. 8, 12; gew. das gesammte Ruderwerk eines Schiffes, während κώπη das einzelne Ruder ist; ταρσῳ κατήρει πίτυλον ἐπτερωμένον, Eur. I. T. 1346; Pol. 16, 3, 12; vgl. Böckh Att. Seew.; im plur. das Ruderwelk von mehrern Schiffen, τῶν νεῶν, Thuc. 7, 40; Pol. 1, 50, 3 u. öfter. – c) πτερύγων ταρσός, das Blatt, welches der zum Fluge autgebreitete Flügel bildet, auch der Flügel selbst; τὰ ταρσά, Anacr. 9, 3; Mel. 42 (XII, 144). – d) ὀδόντων, die Zahnreihe an der Säge, das Blatt der Säge; Opp. Hal. 5, 207, vgl. Cyn. 1, 409, im heterogenen plur. τὰ ταρσά, wie bei a. sp. D.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
plur. οἱ ταρσοί ou τὰ ταρσά;
I. claie pour égoutter les fromages ; p. ext. claie en gén., clayon, natte;
II. p. anal.
1 rangée des doigts au bout du pied ; plat du pied;
2 rangée des grosses plumes au bas de l'aile ; p. ext. aile;
3 rangée de rames, sur le côté du navire, au pl. les rangées de rames de plusieurs navires ; p. ext. rame ; particul. le plat de la rame.
Étymologie: R. Ταρσ, sécher ; cf. τέρσω.

Russian (Dvoretsky)

ταρσός:
1 плетеный щит (для просушки сыров и проч.) Hom.;
2 плетеная циновка, плетенка Her.;
3 корзина Thuc., Arph.;
4 (тж. τ. ποδός Hom., Her.) ступня, стопа Anacr., Anth.;
5 лопатка, лопасть: τ. κωπέως Her. лопасть весла; τ. πτέρυγος Anth. раскрытое крыло; οἱ ταρσοί Thuc. ряд весел (с одного борта);
6 крыло Anacr., Diod., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ταρσός: Ἀττ. ταρρός, ὁ, ὡσαύτως μετὰ ἑτερογεν. πληθυντ. ταρσά, τά, Ὀππ. Κυν. 3. 470, Ἀνακρέοντ. 9. Ἀνθ. Πλαν. 283, Νόνν. (τέρσομαι)· ― «πλέγμα καλάμινον ἐφ’ οὗ τοὺς τυροὺς ξηραίνουσι» (Ἡσύχ.)· «ταρσοί, καλαθίσκοι ἐν οἷς τυροκομοῦσι· κληθέντες παρὰ τὸ τέρσαι, τὸ ξηρᾶναι, ἐν οἷς τερσαίνονται τυροί» (Εὐστ.)· ταρσοὶ μὲν τυρῶν βρῖθον Ὀδ. Ι. 219, πρβλ. Θεόκρ. 11. 37, Θουκ. 2. 76. ― καθόλου, καλάθιον, Ἀριστοφ. Νεφ. 226· πρβλ. τρασιά. 2) πλέγμα ἐκ καλάμων, «καλαμωτή», συνοικοδομουμένη μετὰ τῶν πλίνθων ὅπως συγκρατῇ καὶ συνδέῃ αὐτάς, ταρσοὶ καλάμων Ἡρόδ. 1. 179, ἔνθα ἴδε Bähr. 3) συμπεπλεγμέναι ῥίζαι, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 2. ΙΙ. πᾶσα εὐρεῖα, ἀναπεπταμένη ἐπιφάνεια, οἷον, 1) τ. ποδός, τὸ πλατὺ τοῦ ποδός, τὸ ἐπάνω τοῦ πέλματος, τὸ ἄνω τοῦ ποδὸς τὸ πρὸς τοὺς δακτύλους, Ἰλ. Λ. 377. 388· ὁ τ. τοῦ ποδὸς Ἡρόδ. 9. 37, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀγμ. 758, Διογέν. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 10: ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὸν καρπὸν τῆς χειρός, Föes. Oec. H pp.· (τ. χειρὸς παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 8, Σουΐδ., Ἡσύχ.)· καθόλου, ὁ πούς, Ὀππ. Κυν. 3. 470, Ἀνθ. Πλαν. 5. 27., 9. 653. 2) ταρσοὺς τῶν κωπέων, τὸ πλατὺ μέρος τῶν κωπῶν, Λατ. palmula. Ἡρόδ. 8. 12· ἀπολ., κώπη, Εὐρ. Ι. Τ. 1346· πρβλ. πλάτη, ― καὶ ὡς περιληπτικὸν ὄνομα, πᾶσα ἡ γραμμὴ ἢ σειρὰ τῶν κωπῶν τῶν ἐπὶ τῆς μιᾶς πλευρᾶς τοῦ πλοίου, ἴδε Arnold. εἰς Θουκ. 7. 40, Πολύβ. 1. 50, 3, κτλ. 3) τ. πτέρυγος, τὸ πλατὺ μέρος τῆς ἀναπεπτεταμένης πτέρυγος, Ἀνθ. Πλαν. 12. 144, Βαβρ. 72. 9· τ. τῷ ταρσῷ τῶν πτερῶν Αἰλ. π. Ζ. 2. 1· καὶ ἀπολ., πτέρυξ, Ἀνακρεόντ. 9, Ἀνθ. Πλαν. 9. 287, κτλ.· ἔτι καὶ παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Διον. Ἁλ. 4. 63· ἐπὶ τῆς οὐρᾶς τοῦ ταῶ, Μόσχ. 2. 60· ταρσοί, πτερά, Διόδ. 2. 50· ― ἐκ τῆς μυθολογουμένης πτώσεως τῆς πτέρυγος τοῦ Πηγάσου ἔλαβε τὸ ὄνομαπόλις Ταρσός, Ἰουβεν. 3. 118. 4) τ. ὀδόντων, ἡ σειρὰ τῶν ὀδόντων πρίονος, Ὀππ. Ἁλ. 5. 202. 5) ἡ σῦριγξ τοῦ Πανός, ταρσῷ Πὰν ὁ μελιζόμενος Ἐπιτάφ. ἐν Newton’s Halic. 6) ἡ ἄκρα τοῦ βλεφάρου μετὰ τῶν βλεφαρίδων, Πολυδ. Β΄, 69, Γαλην.

English (Autenrieth)

(τερσαίνω): a surface for drying, crate, Od. 9.219; flat of the foot, Il. 11.377, 388.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και αττ. τ. ταρρός και ετερογενής τ. πληθ. τά ταρσά Α
νεοελλ.
1. ανατ. α) συμπαγής μάζα οστών που καταλαμβάνει το οπίσθιο ήμισυ του άκρου ποδιού και αποτελείται από 7 βραχέα οστά διατεταγμένα σε δύο στοίχους, έναν οπίσθιο, δηλαδή τον αστράγαλο και την πτέρνα, και έναν πρόσθιο, δηλαδή το κυβοειδές, το σκαφοειδές και τρία σφηνοειδή οστά
β) μηνοειδές πέταλο στερρού συνδετικού ιστού στο άνω και κάτω βλέφαρο στα οποία δίνει σταθερότητα, καθώς και μορφή στα βλεφαρικά χείλη, αλλ. βλεφαρικός ταρσός
2. (συγκρ. ανατ.) α) (στα τετράποδα σπονδυλόζωα) τμήμα του σκελετού τών πίσω άκρων το οποίο αντιστοιχεί με τον αστράγαλο και την πτέρνα και αρθρώνεται με το ζευγοπόδιο και με τα οστά του μεταταρσίου
β) εντομολ. το πέμπτο τμήμα του ποδιού ενός εντόμου
αρχ.
1. πλέγμα, ιδίως καλαμωτό, το οποίο χρησίμευε για την ξήρανση του τυριού και διαφόρων φρούτων («ταρσοὶ μὲν τυρῶν βρῖθον», Ομ. Οδ.)
2. (γενικά) καλάθι
3. πλεγμένες μεταξύ τους ρίζες («οὐκ ἐνοχλεῖ γὰρ τῷ ταρρῷ διὰ τὴν βραχυρριζίαν», Θεόφρ.)
4. καλαμωτό πλέγμα για τη στήριξη πλινθοδομής
5. συνεκδ. διάφοροι άλλοι ανατομικοί σχηματισμοί όπως: α) το πέλμα του ποδιού
β) η παλάμη του χεριού
γ) το πόδι
δ) ο αστράγαλος
6. (κατ' επέκτ.) α) (σε συνεκφορά με τη γεν. κωπῶν) το πλατύ ακραίο τμήμα του κουπιού
β) το κουπί
γ) (με περιλπτ. σημ.) η σειρά τών κουπιών στη μία πλευρά του πλοίου
δ) το φτερό
ε) (σε συνεκφορά με τη γεν. πτέρυγος) η ανοιχτή φτερούγα
στ) η ουρά του παγωνιού
ζ) (σε συνεκφορά με τη γεν. ὀδόντων) η σειρά τών δοντιών πριονιού
η) η σύριγγα του Πανός
θ) η άκρη του βλεφάρου μαζί με τις βλεφαρίδες
7. (κατά τον Ησύχ.) «λίθοςκάτω τιθέμενος ἐν τῷ ἰπνῷ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα ταρσ- του θ. τερσ- του τέρσομαι «ξηραίνομαι» και συνδέεται με τα: αρμ. ťaŕ «πλατιά ράβδος όπου αποξηραίνονταν τα σταφύλια», αρχ. άνω γερμ. darra «εγκατάσταση όπου αποξηραίνονται τα φρούτα», νορβ. tarre «πλέγμα, καλαμωτή». Η αρχική σημ. της λ. ταρσός, όπως φαίνεται και από τους αντίστοιχους τ. τών άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, ήταν «πλατύ καλαμωτό πλέγμα το οποίο χρησίμευε για την αποξήρανση διαφόρων ειδών διατροφής» (πρβλ. τη σημ. του ρ. τέρσομαι «ξηραίνομαι»). Στη συνέχεια, ωστόσο, η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει κάθε πεπλατυσμένη επιφάνεια, όπως το πέλμα του ποδιού, την παλάμη του χεριού, το πλατύ ακραίο τμήμα του κουπιού, την άκρη του βλεφάρου μαζί με τις βλεφαρίδες και έτσι αποσπάστηκε φανερά από την αρχική σημ. της ξήρανσης. Σ' αυτό βοήθησε και η αντικατάσταση, στην καθημερινή χρήση της γλώσσας, του ρ. τέρσομαι από τα συνώνυμα αναίνω, -ομαι, ξηραίνω, -ομαι. Στη Νέα Ελληνική, τέλος, η λ. χρησιμοποιείται στην ανατομία για να δηλώσει το πίσω και κάτω τμήμα του ποδιού, το μεταξύ τών σφυρών και του μεταταρσίου (πρβλ. γαλλ. tarse, metatarse)].

Greek Monotonic

ταρσός: Αττ. ταρρός, ὁ (τέρσομαι
I. 1. βάση ή πλέγμα από καλάμια, καφάσι, Λατ. cratis, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.· γενικά, καλάθι, σε Αριστοφ.
2. πλέγμα από καλάμια χτισμένο μαζί με τούβλα για να τα συγκρατεί, σε Ηρόδ.
II. κάθε ευρεία, επίπεδη επιφάνεια, όπως·
1. ταρσὸς ποδός, το πλατύ μέρος του ποδιού, το μέρος ανάμεσα στα δάχτυλα και τη φτέρνα, καμάρα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
2. ταρσὸς τῶν κωπέων, το επίπεδο ή πλατύ άκρο από τα κουπιά, Λατ. palmula, σε Ηρόδ.· απόλ., κουπί, σε Ευρ.· με περιληπτική σημασία, τα κουπιά στη μια πλευρά του πλοίου, σε Θουκ.
3. ταρσὸς πτέρυγος, το πλατύ μέρος πτέρυγας, το πτερύγιο, σε Ανθ.· λέγεται για την ουρά του παγωνιού, σε Μόσχ.

Middle Liddell

ταρσός, Att. ταρρός, οῦ, ὁ, τέρσομαι
I. a stand or frame of wicker-work, a crate, Lat. cratis, Od., Thuc.:— generally, a basket, Ar.
2. a mat of reeds, built into brickwork to bind it together, Hdt.
II. any broad flat surface, as,
1. τ. ποδός the flat of the foot, the part between the toes and the heel, Il., Hdt.
2. τ. κωπέως the flat or blade of an oar, Lat. palmula, Hdt.: absol. an oar, Eur.:—in collective sense, the oars on one side of a ship, Thuc.
3. τ. πτέρυγος the flat of the wing, a wing, Anth.: of a peacock's tail, Mosch.

Frisk Etymology German

ταρσός: {tarsós}
Forms: att. ταρρός
Grammar: m.
Meaning: 1. ‘(geflochtene) Vorrichtung zum Dörren und Trocknen, z.B. von Käse’ (ι 219, Theok.), Rohrgeflecht, Schilfmatte, flacher Korb (Hdt., Th., Ar. u.a.), verschlungene Wurzeln, die ein Netzwerk bilden (Thphr.). 2. Bez. allerhand flacher Gegenstände wie ‘Fußblatt, -sohle’ (L 377, 388, Hdt., Hp. u.a.), auch Handfläche (sp. Mediz.), ‘Ruder- blatt, Ruder, Ruderreihe’ (Hdt., Th., E., Plb.), Blatt des Vogelflügels, Flügel (Mosch., D.H., AP, Ael., u.a.).
Composita: Ganz vereinzelt als Hinterglied, z.B. σύνταρρος mit einem Flechtwerk von Wurzeln (Thphr., von δένδρον), Rückbildung von συνταρρόομαι (s. unten).
Derivative: Davon 1. τρασιά (Eup., Ar., S. u.a.), ταρσιή (Semon.), τερσιά (Jul.; nach τέρσομαι) f. ‘Hürde zum Trocknen von Feigen usw., getrocknete Feigen, Trockenplatz für Getreide u.a.’ (Scheller Oxytonierung 87). 2. ταρσώδης (-ρρ-) hürdenähnlich, mattenähnlich, geflochten (Thphr.). 3. -ῆται· ἀγγεῖα, ἐν οἷς οἱ τυροὶ ψύχονται H. 4. -όομαι, ganz vereinzelt m. συν-, ἐκ-, ein Flechtwerk bilden, von Adern und Wurzeln (Hp., Thphr.), -όω ‘mit Rudern od. Flügeln ausrüsten’ (Polyaen., Lyd.) mit -ωμα n. Ruderwerk, Ruderreihe (Poll.).
Etymology: Altes technisches Wort mit nahen Verwandten im Arm. u. Germ.; arm. t‘aṙ ‘Stange zum Trocknen von Trauben usw., Hühnerstange’ (idg. *tr̥s- = gr. ταρσ-, τρασ-), ahd. darra f. ’Darre, Gestell od. Vorrichtung zum Trocknen von Obst’, schwed.-norw. tarre m. ‘Lattenwerk od. Geflecht zum Dörren des Malzes, Brettergerüst zum Trocknen von Brot, Fleisch’, urg. *þarzṓ f., sekund. *þarzán- m., idg. *torsā́ (wäre gr. *τορσή). Lidén Armen. Stud. 45 f. Weiteres s. τέρσομαι. — Die auffallende Bed.verschiebung zu Fußblatt ist von der flachen Gestalt der betreffenden Gegenstände ausgegangen. Sie wurde dadurch erleichtert, daß das primäre Verb der poetischen Sprache vorbehalten blieb und in der Prosa von anderen Ausdrücken für trocken, z.B. ξηραίνω, ersetzt wurde.
Page 2,857-858

Mantoulidis Etymological

καί ἀττ. ταρρός ὁ (=πλέγμα ἀπό καλάμια, καλάθι). Ἀπό τό ρῆμα τέρσομαι (=ξεραίνομαι, στεγνώνω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.

Translations

oar

Abkhaz: ажәҩа; Adyghe: къошъобэщ; Afrikaans: riem; Aklanon: bugsay; Albanian: rrem, lugatë, lopatë; Arabic: مِجْذَاف‎; Armenian: թիակ, թի; Assamese: বঠা; Asturian: remu; Azerbaijani: kürək, avar; Bashkir: ишкәк; Basque: arraun; Belarusian: вясло; Bengali: মাঝি, বৈঠা; Bulgarian: гребло, весло; Burmese: တက်; Buryat: һэлюур; Catalan: rem; Chamicuro: kolo'sheta; Chechen: пийсак; Chinese Mandarin: 槳, 桨; Chuvash: кӗсмен; Crimean Tatar: qayıq küregi, kürek; Czech: veslo, pádlo; Danish: åre; Dolgan: эрдии; Dutch: riem, roeiriem; Erzya: миле; Esperanto: remilo; Estonian: aer; Even: уливун; Evenki: гэвун, уливун; Faroese: ár; Fijian: voce; Finnish: airo; French: rame, aviron; Friulian: rem; Galician: remo; Georgian: ნიჩაბი, ხოფი; German: Ruder; Greek: κουπί; Ancient Greek: κώπη, ἐρετμόν; Greenlandic: ipak; Hawaiian: hoe; Hebrew: מָשׁוֹט‎; Hindi: पतवार, चप्पू, डांड़, खेवनी, अरित्र, डाँड़, क्षेपणी, बल्ली; Hungarian: evező, evezőlapát; Icelandic: ár; Indonesian: dayung; Irish: rámh; Istriot: rimo; Italian: remo; Japanese: 櫂; Javanese: dhayung; Karelian: airo; Kazakh: ескек, қалақ; Khmer: ច្រវា; Korean: 노(櫓), 로(櫓); Kyrgyz: калак; Lao: ແຊວ; Latin: remus; Latvian: airis; Lithuanian: irklas; Macedonian: весло; Malay: dayung; Maltese: moqdief; Maori: hoe; Maranao: dayong; Mazanderani: فیه‎; Moksha: миле; Mongolian Cyrillic: сэлүүр; Nanai: гиол; Ngazidja Comorian: nkasi; Norwegian Bokmål: åre; Nynorsk: åre; Ojibwe: azheboyaanaak; Old Church Slavonic Cyrillic: весло; Old East Slavic: весло; Ossetian: донвиййаг; Persian: پارو‎; Plautdietsch: Roodel; Polish: wiosło; Portuguese: remo; Romanian: ramă, vâslă; Russian: весло; Sanskrit: अरित्र; Scottish Gaelic: ràmh; Serbo-Croatian Cyrillic: весло; Roman: veslo; Sicilian: remu; Skolt Sami: äirr; Slovak: veslo; Slovene: veslo; Sorbian Lower Sorbian: wjasło; Upper Sorbian: wjesło; Southern Altai: адалгы; Spanish: remo; Swedish: åra; Tagalog: gaod, sagwan; Tajik: бели заврақ; Talysh: avar; Tatar: ишкәк; Telugu: తెడ్డు; Thai: กรรเชียง; Turkish: kürek; Turkmen: kürek; Udmurt: полыс; Ugaritic: 𐎎𐎘𐎉; Ukrainian: весло; Urdu: چپو‎; Uyghur: ئەشكەك‎; Uzbek: eshkak; Venetian: remo; Vietnamese: chèo; Welsh: rhwyf; Yakut: эрдии; Yiddish: וועסלע‎, רודער‎, יאָסלע‎