ἐξελαύνω
English (LSJ)
A fut. -ελῶ Hdt.4.148, 5.63, IG12.39.4: pf. -ελήλᾰκα:—Ep. pres. part. ἐξελάων Od.10.83; inf. ἐξελάαν Il.8.527, Od.11.292, Hes.Th.491 (v.l. -άειν): Arc. 1sg. pres. opt. ἐξελαύνοια IG5(2).343.65 (iv B.C.):—drive out, ἄντρου ἐξήλασε μῆλα Od.9.312, cf. 227, 11.292: abs., drive afield, of a shepherd, 10.83.
2 esp. drive out, expel from a place, μήτι.. ἡμέας ἐξελάσωσιν γαίης ἡμετέρης 16.381; ἐξήλασέν με κἀπέκλῃσε δωμάτων A. Pr.670; πάτρας, χθονός, S.OC376, 823; γῆς ἐκ πατρῴας ἐξελήλαμαι ib.1292; ἐκ τῆς πατρίδος Hdt.5.91; ἐκ τῆς οἰκίας Ar.Nu.123; ἐκ τῶν πόλεων Pl.Grg. 466d; Τιτῆνας ἀπ' οὐρανοῦ Hes.Th.820; τὸ βάρβαρον ἐκ τῆς θαλάττης Pl.Mx.241d; ἐξεληλαμένος τῆς βουλῆς Plu.Cic.17; ἐ. τινά banish, Hdt.1.60, Ar.Ach.717, Pl.Ap.30d:—Med., Th.4.35,7.5.
3 drive out horses, etc., ἵππους ἐξέλασε Τρώων out of the ranks of the Trojans, Il.5.324, cf. 10.499; ἁρμάτων ὄχους E.Ph.1190:—Med., drive out one's horses, ἵππους ἐξελάσασθαι ὑφ' ἅρματι Theoc.24.119 (but, drive off captured cattle, Plb.4.75.7); ἐ. στρατόν, στρατιήν, lead out an army, Hdt.1.76, 7.38; ἐ. νῆα ὅρμου A.R.1.987; lead out a procession, ἐ. τὸν Ἴακχον Plu.Alc.34; θρίαμβον Id.Marc.22: hence,
b freq. with the acc. omitted, as if intr., ἐς δίφρον ὀρούσας ἐξέλασ' ἐς πληθύν he drove out, Il.11.360, etc.; ride out, Th.7.27, X.Cyr.1.3.3, etc.; ἐ. ἐκ τῶν ἄλλων ἱππέων Lys.20.28; march out, Hdt.4.80, 8.113, etc.; go out, X.Cyr.8.3.1.
4 expel, banish, get rid of a thing, τῶν ὀμμάτων τὸ αἰδούμενον Plu.2.654d; by washing, κόνιν λαγόνων Call. Lav.Pall.6.
5 metaph., reject, Jul.Caes.306c.
II knock out, χαμαὶ δέ κε πάντας ὀδόντας γναθμῶν ἐξελάσαιμι Od.18.29.
III beat out metals, ἐ. ἡμιπλίνθια ἐκ χρυσοῦ Hdt.1.50; ἐθηεῖτο σίδηρον ἐξελαυνόμενον ib.68, cf. 7.84; κέντρον ἐπὶ λεπτὸν ἐξεληλασμένον Plb. 6.22.4.
German (Pape)
[Seite 876] (s. ἐλαύνω, fut. ἐξελάσω, Nic. Ther. 30, gew. att. ἐξελῶ, inf. ἐξελάαν, Il. 8, 527, wie Od. 11, 292, aber von der Grundform des praes. ἐξελάω hat Hom. ἐξελάων Od. 10, 83), heraustreiben, -jagen; ἵππους ἐξέλασε Τρώων μετ' Ἀχαιούς, er trieb die Rosse aus der Reihe der Troer heraus, Il. 5, 324, wie ὄχους Eur. Phoen. 1109; νῆα λιμένος Ap. Rh. 1, 987; οὐδ' ἐδύναντο οὔθ' ὁ τὸν ἐξελάσαι οὔθ' ὁ τὸν ἂψ ὤσασθαι Il. 15, 417; ἐρίφους τε καὶ ἄρνας σήκων ἐξελάσαντες Od. 9, 227, wie ἄντρου ἐξήλασε μῆλα ib. 312; πάντας ὀδόντας γναθμῶν ἐξελάσαιμι, ich möchte ihm alle Zähne aus den Kinnbacken schlagen, 18, 29; ἐξήλασέν με κἀπέκλεισε δωμάτων Aesch. Prom. 673; Πολυνείκη ἐξελήλακε πάτρας Soph. O. C. 357, verbannen, wie γῆς ἐκ πατρῴας ἐξελήλαμαι φυγάς 1294; ἐξελῶ σ' ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας, ich werde dich aus dem Hause jagen, Ar. Nubb. 123; u. so, bes. vertreiben aus Stadt u. Land, Her. u. Folgde; gew. mit ἐκ, wie ἐκ τῶν πόλεων Plat. Gorg. 466 d; πᾶν τὸ βάρβαρον ἐκ τῆς θαλάττης Menex. 241 d; Τιτῆνας ἀπ' οὐρανοῦ Hes. Th. 820. – Im Pomp heraustragen, τὸν Ἴακχον Plut. Alc. 34. – Mit ausgelassenem acc., scheinbar intr., herausfahren, -reiten, ausrücken, ἂψ ἐς δίφρον ὀρούσας ἐξέλασ' ἐς πληθύν Il. 11, 359; Her. 4, 80; bes. vom Heere, 8, 113, vgl. ἐξήλαυνε τὴν στρατιήν 7, 38; Xen. An. 1, 2, 5 u. oft, wie Thuc. 7, 27 u. A.; einen Aufzug halten, Xen. Cyr. 8, 3, 1; vgl. θρίαμβον Plut. Marc. 22. – Von Metallarbeiten, durch Hämmern heraustreiben, treiben, Her. 1, 50; vgl. Ath. VI, 230 e; κέντρον ἐπὶ λεπτὸν ἐξεληλαμένον καὶ συνωξυσμένον Pol. 6, 22, 4. – Das med. im aor. hat Thuc. 4, 35; eigtl. aus seinem Lande vertreiben, 7, 5; für sich wegtreiben, Pol. 4, 75, 2; ἵππους ἐξελάσασθαι, seine Rosse forttreiben, Theocr. 24, 117.
French (Bailly abrégé)
f. ἐξελάσω, att. et ion. ἐξελῶ, ao. ἐξήλασα, pf. ἐξελήλακα;
I. tr. 1 pousser hors de : ἄντρου ἐξελαύνειν μῆλα OD pousser des troupeaux de moutons hors d'une caverne ; conduire ou diriger hors de : ἵππους ἐξελαύνειν Τρώων IL pousser des chevaux hors des rangs des Troyens ; στρατόν HDT, στρατιήν HDT conduire une armée, une expédition;
2 avec idée de violence expulser, chasser : τινα γαίης IL, χθονός, γῆς SOPH, ἐκ γῆς SOPH, ἐκ τῆς πατρίδος HDT chasser qqn d'un pays, de sa patrie ; abs. bannir;
3 tirer en longueur, étirer;
II. intr. en appar. (s.e. ἵππον, δίφρον);
1 pousser un cheval, un char ; s'avancer (à cheval, sur un char) ; abs. sortir à cheval;
2 (s.e. στρατόν ou στρατιάν) partir pour une expédition.
Étymologie: ἐξ, ἐλαύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξελαύνω: эп. тж. ἐξελάω (fut. ἐξελάσω и ἐξελῶ)
1 выгонять (μῆλα ἄντρου Hom.; τὰ πρόβατα ὀψὲ τῆς ἡμέρας Arst.);
2 угонять (ἵππους Τρώων μετ᾽ Ἀχαιούς Hom.; med. ἵππους ὑφ᾽ ἅρματι Theocr.);
3 гнать вперед или напролом (ἁρμάτων ὄχους Eur.);
4 изгонять (τινὰ γαίης Hom.; Τιτῆνας ἀπ᾽ οὐρανοῦ Hes.; δωμάτων Aesch.; πάτρας и ἐκ τῆς πατρίδος Soph.; πᾶν τὸ βάρβαρον ἐκ τῆς θαλάττης Plat.; med. ἐκ τῆς χώρας Thuc.);
5 выводить, уводить, вести (στρατὸν и στρατιήν Her.): ἐ. τὸν Ἴακχον Plut. выступать в шествии, совершать шествие с изображением Иакха (Диониса); τὸν θρίαμβον ἐξελάσαι Plut. совершить триумфальный въезд;
6 выбивать, вышибать (πάντας ὀδόντας γναθμῶν Hom.);
7 выковывать, ковать (ἡμιπλίνθια ἐκ τοῦ χρυσοῦ Her.): τὸ κέντρον ἐπὶ λεπτὸν ἐξεληλασμένον Polyb. тонко откованное острие;
8 (sc. ἑαυτόν) бросаться, устремляться (ἐς πληθύν Hom.);
9 (sc. ἵππον, στρατιάν etc.) выступать (преимущ. в поход), отправляться (ἔς Βοιωτούς Her.; διὰ τῆς Λυδίας ἐπὶ τὸν Μαίανδρον ποταμόν Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξελαύνω: μέλλ. ἐξελάσω καὶ συνῃρ. -ελῶ Ἡρόδ. 4. 148., 5. 63, Ἀριστοφ. Ἱππ. 365: πρκμ. -ελήλακα: ἡ μετοχ. Ἐπικοῦ τινος ἐνεστ., ἐξελάων ἀπαντᾷ ἐν Ὀδ. Κ. 83· ἀπαρ. ἐξελάαν Ἰλ. Θ. 527, Ὀδ. Λ. 292, Ἡσ. Θ. 491. Ἐλαύνω ἔξω, ἐξάγω ἔκ τινος μέρους, ἄντρου ἐξήλασε μῆλα Ὀδ. Ι. 312, πρβλ. 227, Λ. 292· ἀπολ., ἐξάγω εἰς βοσκήν, ἐπὶ ποιμένος, Κ. 38: - ἰδίως, ἐκδιώκω ἔκ τινος τόπου, μήτι... ἡμέας ἐξελάσωσιν γαίης ἡμετέρης Π. 381. ἐξ. τινὰ δωμάτων Αἰσχύλ. Πρ. 670· πάτρας, χθονός, γῆς Σοφ. Ο. Κ. 376, 823, κτλ.· γῆς ἐκ πατρῴας αὐτόθι 1292· ἐκ τῆς πατρίδος Ἡρόδ. 5. 91· ἐκ τῆς οἰκίας Ἀριστοφ. Νεφ. 123· ἐκ τῆς πόλεως Πλάτ. Γοργ. 468 D· Τιτῆνας ἀπ’ οὐρανοῦ Ἡσ. Θ. 820· - ἐξ. τινά, ἐξορίζειν, Ἡρόδ. 1. 60, Ἀριστοφ. Ἀχ. 717, Πλάτ. Ἀπολ. 30D· οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, Θουκ. 7. 5, πρβλ. 4. 35. 2) ἐκδιώκω ἔκ τινος μέρους εἰς ἄλλο, ἐπὶ ἵππων, Αἰνείαο δ’ ἐπαΐξας καλλίτριχας ἵππους ἐξέλασε Τρῴων μετ’ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς Ἰλ. Ε. 324, πρβλ. Κ. 499· οἱ δ’ αὖ παρ’ ἡμῶν... ἐξήλαυνον ἁρμάτων ὄχους Εὐρ. Φοίν. 1190· καὶ ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, ἐξάγω τοὺς ἵππους μου, Θεόκρ. 24. 117· οὕτως, ἐξελαύνειν στρατόν, στρατίην, ἐξάγειν στρατόν, Ἡρόδ. 1. 76., 7. 38· ἐξ. νῆα λιμένος Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 987· ἐξάγω ἐν πομπῇ, ὅταν ἐξελαύνωσι τὸν Ἴακχον Πλουτ. Ἀλκ. 34 (ἴδε Ἡσύχ. ἐν λ. Ἴακχος), Μάρκελλ. 22: - ἐντεῦθεν, β) συχνὰ ἄνευ τῆς αἰτ., ὡς εἰ ἦν ἀμετάβ., ἐς δίφρον ὁρούσας ἐξέλας’ ἐς πληθύν, «ἀναπηδήσας εἰς τὸ ὄχημα ὀπίσω ἀνέδραμεν εἰς τὸ πλῆθος» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Λ. 360, κτλ.· ἐξέρχομαι ἔφιππος, Θουκ. 7. 27, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 3, κτλ.· ἐξ. ἐκ τῶν ἄλλων ἱππέων Λυσ. 160. 30: - πορεύομαι, ὡς δὲ μετὰ ταῦτα ἐξήλαυνε ὁ Σκύλης ἐς ἥθεα τὰ ἑωυτοῦ Ἡρόδ. 4. 80., 8. 13, καὶ Ἀττ: - ἐξέρχομαι ἐν πομπῇ, νῦν δὲ ἤδη διηγησόμεθα ὡς τὸ πρῶτον ἐξήλασε Κῦρος ἐκ τῶν βασιλείων Ξεν. Κύρ. 8. 3. 1. 3) ἐπιδιώκω, ἐκβάλλω, ἀπαλλάττομαί τινος, τῶν ὀμμάτων τὸ αἰδούμενον Πλούτ. 2. 654D διὰ πλύσεως, πρὶν κόνιν ἱππείαν ἐξελάσαι λαγόνων Καλλ. Λουτρὰ Παλλ. 6. ΙΙ. διὰ κτυπήματος ἐκβάλλω, ἐκκρούω, χαμαὶ δέ κε πάντας ὀδόντας γναθμῶν ἐξελάσαιμι Ὀδ. Σ. 29. ΙΙΙ. σφυρηλατῶ, ἐξ. ἡμιπλίνθια ἐκ χρυσοῦ Ἡρόδ. 1. 50· ἐθηεῖτο σίδηρον ἐξελαυνόμενον αὐτόθι 68, πρβλ. 7. 84· κέντρον ἐπὶ λεπτὸν ἐξελ. Πολύβ. 6. 22, 4. - Περὶ τοῦ παθ. ἀορ. ὅτι ὁ δόκιμος τύπος αὐτοῦ εἶναι ἐξηλάθην καὶ οὐχὶ ἐξηλάσθην καὶ τοῦ παθ. πρκμ. ἐξελήλαμαι καὶ οὐχὶ ἐξελήλασμαι, ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, 340.
English (Autenrieth)
ipf. ἐξήλαυνε, fut. inf. ἐξελάᾶν, aor. ἐξήλασε, -έλασε, 3 pl. -ήλασσαν: drive out or away from, usually w. gen.; knock out, ὀδόντας γναθμῶν, Od. 18.29; seemingly intrans., ‘drive,’ sc. ἵππους, Il. 24.323 (see ἐλαύνω).
Greek Monolingual
ἐξελαύνω (AM) ελαύνω
1. διώχνω βίαια («ἐξελῶ σ' ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας», Αριστοφ.)
2. κατευθύνω (άλογα, άρμα κ.λπ.) ορμητικά προς τα μπρος
αρχ.
1. βγάζω έξω για βοσκή («δειπνήσας δ' ἄντρου ἐξήλασε πίονα μῆλα», Ομ. Οδ.)
2. (για άλογα και οχήματα) καταδιώκω, κυνηγώ από το ένα μέρος στο άλλο
3. βγάζω, οδηγώ έξω («ἐξελαύνειν νῆα ὅρμου»)
4. επιτίθεμαι
5. εξέρχομαι έφιππος
6. εξέρχομαι μετέχοντας σε πομπή
7. διώχνω, απαλλάσσομαι από κάποιον («ἐξελαύνων τῶν ὀμμάτων τὸ αἰδούμενον», Πλούτ.)
8. βγάζω κάτι με το πλύσιμο («πρὶν κόνιν ἱππείαν ἐξελάσαι λαγόνων», Καλλίμαχος)
9. αποβάλλω με χτύπημα («χαμαὶ δὲ καὶ πάντας ὀδόντας γναθμῶν ἐξελάσαιμι», Ομ. Οδ.)
10. (για μέταλλα) κόβω σφυρηλατώντας.
Greek Monotonic
ἐξελαύνω: μέλ. -ελάσω, συνηρ. -ελῶ, παρακ. -ελήλᾰκα· Επικ. μτχ. ἐξελάων, απαρ. ἐξελάαν, απαντά στον Όμηρ.·
I. 1. οδηγώ έξω από, ἄντρου ἐξήλασε μῆλα, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., οδηγώ στην εξοχή για βοσκή, λέγεται για βοσκό, στο ίδ.· ιδίως, οδηγώ έξω ή εκδιώκω, αποβάλλω από έναν τόπο, στο ίδ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. βγάζω έξω άλογα ή άρματα, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., εξάγω τα άλογά μου, σε Θεόκρ.· παρομοίως, ἐξελαύνειν στρατόν, οδηγώ έξω, βγάζω τον στρατό, σε Ηρόδ.
3. αμτβ., απέρχομαι, εξέρχομαι, σε Ηρόδ.· πορεύομαι ή βγαίνω έφιππος, σε Θουκ.
II. ρίχνω κάποιον αναίσθητο με χτύπημα, σε Ομήρ. Οδ.
III. σφυρηλατώ μέταλλα, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
fut. -ελάσω contr. -ελῶ perf. -ελήλᾰκα epic part. ἐξελάων inf. ἐξελάαν
I. occurs in Hom.:— to drive out from, ἄντρου ἐξήλασε μῆλα Od.; absol. to drive afield, of a shepherd, Od.:—esp. to drive out or expel from a place, Od., Aesch., etc.
2. to drive out horses or chariots, Il.: Mid. to drive out one's horses, Theocr.; so, ἐξελαύνειν στρατόν to lead out an army, Hdt.: hence
3. intr. to march out, Hdt.: to drive or ride out, Thuc.
II. to knock out, Od.
III. to beat out metals, Hdt.
Lexicon Thucydideum
expellere, to drive out, 1.4.1, 1.109.4, 2.30.1, 2.99.4, 2.102.1, 3.61.2, 4.102.3, [alii others ἠδῶνας ut as 2.99.4,]. 5.82.2, 6.3.2, 6.3.3, 6.28.2, 6.89.5, 6.92.3, 8.65.2,
MED. idem, the same 4.35.4, 7.5.4, [ubi Vat. where Vatican manuscript ἐξελάσεσθαι, cf. Popp. Prol. compare Poppo's Preface I, go! p. page 159].—
excurrere (equo), to charge out (on horseback), 7.27.5.