λίαν

From LSJ
Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίαν Medium diacritics: λίαν Low diacritics: λίαν Capitals: ΛΙΑΝ
Transliteration A: lían Transliteration B: lian Transliteration C: lian Beta Code: li/an

English (LSJ)

[v. fin.], Ion. and Ep. λίην, Adv.

   A very, exceedingly, in Hom. with an Adv., λ. ἑκάς Od.14.496; λ. ἀεικελίως 8.231: with an Adj., λ. μέγα εἶπες 3.227, 16.243; νήπιος λ. τόσον 4.371, cf. 13.238; λ. λυπρός 13.243; λ. ἐνθύμιος ib.421: alone with a Verb, very much, overmuch, κεχολώατο λ. 14.282; λ. ἄχθομαι ἕλκος Il.5.361; οὔ τι λ. ποθὴ ἔσσεται not exceedingly, 14.368; μή τι λ. προκαλίζεο Od.18.20, cf. Il.6.486; also, in Hom., καὶ λίην, which always begins the sentence or verse, surely, aye surely, καὶ λ. κεῖνός γε ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ Od.1.46, cf. 3.203, Il.1.553, al.    II after Hom., ἀσχάλα μὴ λίην Archil.66.7, cf. Sol.6; λίην δὲ δειλιάζεις Anacr. ap. Ptol.Ascal. p.409 H.; λ. πιστεύειν to believe implicitly, Hdt.4.96; μὴ κάμνε λ. Pi. P.1.90; μὴ λ. στένε S.El.1172, cf. E.Med.158 (lyr.); ἀσπάζου αὐτὴν λ. POxy.936.13 (iii A.D.); καὶ λ. σαφῶς Ar.Eq.1231; λ. ἀσελγῶς Lys. 24.15; λ. πόρρω Pl.Prt.310c; ἐντὸς λ. τῶν τειχῶν Th.7.5: with other words of like sense, πολὺ λ. Isoc.9.48; λ. πάνυ Antiph.184.2 (dub.), cf. Eust.972.46; κόμπος λ. εἰρημένος, opp. πεπλασμένος (compare our very and verily), A.Pr.1031:—in Trag.and Com.freq.betw.Art.and Noun, ἡ λ. φιλότης βροτῶν his too great love... A.Pr.123 (anap.); τὸ λ. ποτόν Cratin.187; ἡ λ. τρυφή Men.587; τὰ λ. μειράκια Theopomp. Com.29; αἱ πρὸς τυράννους λίαν ὁμιλίαι D.6.21; τὸ λ. excess, violence, E.Andr.866, Pl.Cra.415c. [Hom. has ῐ nine times, ῑ thirty-two times; the latter is found both in arsi and in thesi. In later Ep.and Trag. both quantities are found: ᾱ always.]

German (Pape)

[Seite 41] ion. u. ep. λίην (λι-), sehr, gar sehr, zu sehr, Hom. oft, wie das spätere ἄγαν; λίην μέγα, λίην τόσον, Od. 3, 227. 4. 871. 16, 243; übh. stark, heftig, δὴ γὰρ κεχολώατο λίην, 14, 282; u. bei den folgenden Dichtern, μὴ κάμνε λίαν δαπάναις, Pind. P. 1, 90; οὐ πεπλασμένος ὁ κόσμος ἀλλὰ καὶ λίαν εἰρημένος, Aesch. Prom. 1033; u. bei subst., ἡ λίαν φιλότης, die zu große Liebe, 123; ὥστε μὴ λίαν στένε, nicht zu sehr, Soph. El. 1163 u. öfter; Eur., Comic., wie in Prosa, τὸ λίαν ἰσχύς τίς ἐστιν, Plat. Crat. 415 c; ἐκεῖνο ἐννοῶ, μὴ λίαν ἂν ταχὺ σωφρονισθείην, daß ich nur zu schnell zur Besonnenheit zurückgeführt werden dürfte, Xen. An. 6, 1, 28; Folgde, wie Pol., auch nachgestellt, θαυμάσια λίαν, Luc. Pisc. 34, πρωῒ λίαν, Plut. Crass. 17. – Bes. geläufig ist bei Hom. u. auch bei den Folgdn καὶ λίην, καὶ λίην κεῖνός γε ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ, cigentlich κεῖνος κεῖται ὀλέθρῳ καὶ λίαν γε ἐοικότι, Od. 1, 46, im Verderben, und zwar einem nur allzusehr verdienten, u. so häufig im Anfang eines Satzes, καὶ λίην σε πάρος γ' οὔτ' εἴρομαι οὔτε μεταλλῶ, Il. 1, 553. – Λίαν ἄγαν, Mein. Men. p. 152. – Auch mit dem superlat, ὅπως ἂν βέλτιστα λίαν πράττοι, Plat. Eryx. 393, e, u. Sp. [Bei Hom. ist ι in der Vershebung lang, in der Verssenkung kurz, mit Ausnahme der Verbindung καὶ λίην, wo ι immer lang ist, so auch Od. 8, 231. 15, 405. 16, 86 ein Spondeus. Bei den folgenden Dichtern ist es nach Versbedürfniß lang u. kurz; α ist aber erst bei sehr sp. D., wie Greg. Naz., kurz.]

Greek (Liddell-Scott)

λίαν: [ἴδε ἐν τέλ.], Ἰω. καὶ Ἐπικ. λίην· μονοσύλλαβος τύπος λήν ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk ἐν τῷ Θεόγν. 352 ἐκ τοῦ Ἡσυχ.· ἐπίρρ. (ἴδε ἐν λέξ. λι- καὶ λάω Β). Πολύ, παρὰ πολύ, καθ’ ὑπερβολήν, Ὅμ., ὅστις μετεχειρίζετο αὐτὸ ὡς τὸ μετέπειτα ἐν χρήσει ἄγαν, μετ’ ἐπιρρ., λ. ἑκὰς Ὀδ. Ξ. 496· οὐδέ τι λ. οὕτω, ὄχι τόσον πολύ, Ν. 238· μετ’ ἐπιθ., λίην μέγα Γ. 227., Π. 243· λίην τόσον Δ. 371· λ. λυπρὸς Ν. 243, πρβλ. 421· μόνον μετὰ ῥήματος, πολύ, παρὰ πολύ, κεχολώατο λίην Ξ. 282· λίην ἄχθομαι ἕλκος Ἰλ. Ε. 361, κ. ἀλλ.· οὔ τι λ. ποθὴ ἔσσεται Ξ. 368· μή τι λ. προκαλίζεο Ὀδ. Σ. 20, πρβλ. Ἰλ. Ζ. 486· - ἐπιτεταμ. ὡσαύτως παρ’ Ὁμ. καὶ λίην, ὅπερ χάριν μείζονος ἐμφάσεως ἀείποτε τίθεται ἐν ἀρχῇ τῆς προτάσεως ἢ τοῦ στίχου, ἔτι καὶ ἂν ἀναφέρεται εἰς ἓν μόνον μέρος αὐτοῦ, καὶ λίην κεῑνός γε ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ (ἀντί: κεῖται ὀλέθρῳ, καὶ λίην γε ἐοικότι), κεῖται ἐν ὀλέθρῳ, καὶ τοῦτο λίαν δικαίως, Ὀδ. Α. 46, πρβλ. Γ. 203, Ἰλ. Α. 553, κ. ἀλλ. II. μεθ’ Ὅμ., ἀσχάλα μὴ λίην Ἀρχίλ. 62 (32), πρβλ. Σόλωνα 6· λίην πιστεύειν, ὡς τὸ κάρτα π., πιστεύειν ἀδιστάκτως, Ἡρόδ. 4. 96· μὴ κάμνε λίαν Πινδ. Π. 1. 175· μὴ λίαν στένε Σοφ. Ἠλ. 1172, πρβλ. Elmsl. εἰς Μήδ. 156· ἐντὸς λ. τῶν τειχῶν Θουκ. 7. 5· - σπανίως μετὰ τοῦ ὑπερθ. βέλτιστα, Πλάτ. Ἐρυξ. 393Ε, Αἰσχίν. Σωκρ. 2. 5· καὶ μετ’ ἄλλων λέξεων τῆς αὐτῆς σημασίας, λ. ἄγαν, λ. κομιδῇ, πάμπολυ λ. Λοβ. Παραλ. 62, Meineke εἰς Μένανδρ. σ. 152· - παρ’ Αἰσχύλ. Πρ. 1031, κόμπος λίαν εἰρημένος, ἀντιτίθεται τῷ πεπλασμένος· - παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς συχνάκις εὕρηται μεταξὺ τοῦ ἄρθρου καὶ τοῦ προσδιοριζομένου ὀνόματος, ἡ λίαν φιλότης, ἡ ὑπερβολικὴ αὐτοῦ ἀγάπη, Αἰσχύλ. Πρ. 123· ὁ λ. κακὸς Σοφ. Ἀποσπ. 583· τοῦ λίαν πότου Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 8· ἡ λ. τρυφὴ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 60· τὰ λ. μειράκια Θεόπομπ. Κωμ. εἰς «Μήδ.» 2· - τὸ λίαν, ἡ ὑπερβολή, ἡ βία, Εὐρ. Ἀνδρ. 866, Πλάτ. Κρατ. 415C. [Ὁ Ὅμ. ἔχει ῑ ἐν ἄρσει, ἀλλὰ ῐ συνήθως ἐν θέσει, πλὴν ἐν τῇ φράσει καὶ λίην, ἥτις ἔχει ἀείποτε, ῑ, ἔνθ’ ἀνωτ. Παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. καὶ Ἀττ. ῑ ἢ ῐ κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου Πόρσ. Προοίμ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. xvi, Ἐλμσλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 899. - ᾱ ἀείποτε].

French (Bailly abrégé)

adv.
tout à fait, extrêmement, très, fort :
-- avec un verbe : λίην πιστεύειν HDT avoir une confiance excessive ; μὴ λίαν στένε SOPH ne te lamente pas à l’excès;
-- avec un adj. : λίην μέγα OD trop grand ; λίην τόσον OD à un point si extraordinaire;
-- avec un adv. : λίην ἑκάς OD trop loin ; οὐδέ τι λίην οὕτω OD non tout à fait ainsi ; avec καί : καὶ λίην, certes, tout à fait, oui certes;
-- entre l’art. et un subst. : ἡ λίαν φιλότης ESCHL son amour excessif;
-- subst. τὸ λίαν EUR l’excès, la violence.
Étymologie: p. *λίλαν, de la R. Λα, vouloir ; cf. *λάω, λιλαίομαι.

English (Slater)

λῐαν
 &nbnbsp; 1 overmuch μὴ κάμνε λίαν δαπάναις (P. 1.90) [[[λίαν]] (codd. contra metr.: μὰν coni. Pauw.) (N. 11.33) ] “λίαν μοι [δέο]ς ἔμπεδον εἴη κεν (Pae. 4.48) cf. P. Oxy., 841, fr. 162. 1.

English (Strong)

of uncertain affinity; much (adverbially): exceeding, great(-ly), sore, very (+ chiefest).

English (Thayer)

(in Homer and Ionic λίην) (for λιλαν, λαῷ to desire: cf. Curtius, § 532), adverb, greatly, exceedingly: מְאֹד, λίαν ἐκ περισσοῦ, exceedingly beyond measure, WH omits; Tr brackets ἐκπερισσοῦ). See ὑπερλίαν.

Greek Monolingual

(AM λίαν, Α ιων. και επικ. τ. λίην, Μ και λία)
επίρρ. πολύ, πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό (α. «λίην γὰρ μέγα εἶπες», Ομ. Οδ.
β. «λίην ἄχθομαι ἕλκος»)
νεοελλ.
φρ. «λίαν καλώς» — ο δεύτερος κατά σειρά αξίας μετά το «άριστα» βαθμός αξιολόγησης στα σχολεία
αρχ.
1. (συχνά μεταξύ άρθρου και προσδιοριζόμενου ονόματος με επιθετική χρήση) υπερβολικός («διὰ τὴν λίαν φιλότητα βροτῶν», Αισχύλ.)
2. (με ουδ. άρθρ. ως ουσ.) τὸ λίαν
η υπερβολή («τὸ λίαν οὔτ' ἐκεῑν' ἐπῄνεσα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για μια αιτιατική πού χρησιμοποιήθηκε επιρρηματικά, όπως τα δήν, πλήν. Παραμένει αμφίβολο αν το θ. του τ. λί- είναι αρχικό ή αν αποτελεί συντετμημένη, εκφραστική λαϊκή μορφή του αρχικού θ. Κατ' άλλους, ο τ. συνδέεται με το αυξητικό μόριο λα-, λαι- (πρβλ. λαι-σποδίας «ακόλαστος») και το επίρρ. λέως, λείως του επιθ. λεῑος (πρβλ. λεώλεθρος, λεώλης), απόψεις που δεν φαίνονται πολύ πιθανές].