περιβολή

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιβολή Medium diacritics: περιβολή Low diacritics: περιβολή Capitals: ΠΕΡΙΒΟΛΗ
Transliteration A: peribolḗ Transliteration B: peribolē Transliteration C: perivoli Beta Code: peribolh/

English (LSJ)

ἡ,

   A covering, garment, Pl.Plt.280b; dress, Phld.Vit.p.36 J., Arr.Epict.3.1.1, Luc.Herm.19 ; π. ἱματίων LXX Si.11.4 ; turn of a bandage, Hp.Fract.14 (pl.) : in various senses acc. to context, χειρῶν περιβολαί embraces, E.IT903 (περιβολαί alone, X.Cyn.7.3, Plu.Rom.8); περιβολαὶ χθονός, i.e. the grave, E.Tr.389; ἐς σκοτεινὰς π. μεθῶ ξίφος scabbard, Id.Ph.276 ; ἄτοιχοι π. σκηνωμάτων tents, Id.Ion 1133 ; π. σφραγις μάτων the sealed coverings, Id.Hipp. 864; π. τοῖς σώμασι, of clothes and houses, Diog.Oen.10 ; σαρκῶν π. putting on of flesh, Aret.SD2.6 : abs., of walls round a town, ἑπτάπυργοι π. E.Ph.1078 ; αἱ ἔκτοσθεν π. Luc.Anach.20 ; ἐνιαυσία π. χλαμύδος annual investiture, Phld.Vit.p.27 J.    2 circumnavigation, περιβολαὶ τῆς Πελοποννήσου Luc.Ner.1.    II space enclosed, compass, οἰκίης μεγάλης π. a house of large compass, Hdt.4.79 ; precinct, Jul.Or.7.239c.    b extent, degree, π. νοσήματος Hp.Epid.1.9.    2 circumference, circuit, χωρίου . . γωνιώδη π. ἔχοντος Th.8.104 ; μείζω τὴν π. ποιεῖσθαι X.Cyr.6.3.30; κύκλον τινὰ καὶ π. ἕχουσα ὁδός Plu.Luc. 21.    III metaph.,    1 compassing, endeavouring after, τῆς ἀρχῆς π. X.HG7.1.40, cf. Afric.Cest.p.18V.    2 ἡ π. παντὸς τοῦ λόγου the compass of the whole matter, scope, Isoc.5.16, cf. 12.244, J.AJ Prooem.2 ; ἡ καθόλου π. τῶν πραγμάτων Plb.16.20.9.    3 Rhet., expansion, amplification, Hermog.Inv.1.5,al.; ἡ π. τῶν λόγων Philostr. VS1.6; σοφιστικὴ π. ib.1.19.1 ; prolixity, Porph.Plot.21, Longin. ap. eund.20.

German (Pape)

[Seite 570] ἡ, 1) das Umwerfen; χειρῶν περιβολὰς λαβεῖν, Umarmung, Eur. I. T. 903, wie Plut. C. Graech. 15; – Umlegen, bes. eines Kleides, der Waffen u. ä., auch das, was man umwirft, Kleider, Waffen u. dgl. selbst, ἀτοίχους περιβολὰς σκηνωμάτων, Eur. Ion 1133; die Mauer, Phoen. 1085; εἰς σκοτεινὰς περιβολὰς μεθῶ ξίφος, 283; περιβολῇ χωρίζοντες καὶ ὑποβολῇ, Plat. Polit. 280 b. – Uebh. der Umfang, οἰκίης, Her. 4, 79; χωρίο υ γωνιώδη τὴν περιβολὴν ἔχοντος, Thuc. 8, 104; περιβολὴν ποιεῖσθαι, herumgehen, Xen. Cyr. 6, 3, 30; τῶν πραγμάτων, Umfang, Pol. 16, 20, 9. – Umweg, καὶ κύκλος, Plut. Lucull. 21. – 2) das Trachten wonach (vgl. περιβάλλομαι), Unternehmen, τῆς ἀρχῆς, Xen. Hell. 7, 1, 40; Zweck, τοῦ λόγου, Isocr. 5, 16; einzeln bei Sp. – 3) In der Rhetorik der Schmuck, mit dem man den Gedanken umkleidet, der wohlumrundete Redesatz, circumjecta oratio, Quinctil. 4, 2, 117.

Greek (Liddell-Scott)

περιβολή: ἡ, (περιβάλλω) περίβλημα, σκέπασμα, ἔνδυμα, Πλάτ. Πολιτ. 280Β· ἐνδυμασία, Λουκ. Ἑρμότ. 19, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 1· ἡ καμπὴ ἢ πτυχὴ ἐπιδέσμου, Ἱππ. π. Ἀγμ. 761· ― ἀκολούθως ἡ ἔννοια τροποποιεῖται κατὰ διαφόρους τρόπους ὡς ἐκ τῶν συμφραζομένων, χειρῶν περιβολαί, ἐναγκαλισμοί, Εὐρ. Ι. Τ. 903· ― οὕτω καὶ μόνον περιβολαὶ Ξεν. Κυν. 7, 3, Πλουτ. Ρωμύλ. 8· περιβολαὶ χθονός, δηλ. ὁ τάφος, Εὐρ. Τρῳ. 389· π. [ξίφεος], θήκη, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 276· ἄτοιχοι π. σκηνωμάτων, σκηναί, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1133· π. σφραγισμάτων, τὰ ἐσφραγισμένα καλύμματα, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 864· ἀπολ., τὰ περὶ τὴν πόλιν τείχη, ἑπτάπυργοι π. ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1078 (ἔνθα ἴδε Valck., 1085)· αἱ ἔκτοσθεν π. Λουκ. Ἀνάχ. 20. ΙΙ. ὁ περιβεβλημένος χῶρος, περιοχή, οἰκίης μεγάλης π., οἰκίας μεγάλης περιοχή, Ἡρόδ. 4. 79· ― π. νοσήματος, ἡ ἔκτασις ἢ ὁ βαθμὸς αὐτοῦ, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αϳ, 946. 2) περιφέρεια, «γῦρος;», χωρίου… γωνιώδη π. ἔχοντος Θουκ. 8. 104· π. ποιοῦμαι, κάμνω γῦρον, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 30· κύκλον τινὰ καὶ π. ἔχουσα ὁδὸς Πλουτ. Λούκουλ. 21. ΙΙΙ. μεταφορ., 1) ἡ προσπάθεια πρός τι, ἐπιθυμία τινός, π. τῆς ἀρχῆς, Λατ. affectatio imperii, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 40. 2) ἡ π. τοῦ λόγου, ἅπασα ἡ ἔκτασις τῆς ὑποθέσεως, ἡ ὅλη ὑπόθεσις, Ἰσοκρ. 85D, 284Α· ἡ καθόλου π. τῶν πραγμάτων Πολύβ. 16. 20, 9. 3) ἐν τῇ ῥητορ. τὸ περίβλημα τῶν διανοημάτων, τὸ ὕφος, Ρήτορες (Walz) 3. 268, Φιλόστρ. 511· Λατ. cirumjecta oratio, Quintil. 4. 2, 117· πρβλ. περιβλητικός.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
A. action de jeter autour :
I. 1 au propre περιβολὴ χειρῶν EUR action de jeter les mains autour de qqn pour l’embrasser ; embrassement;
2 fig. action d’esquisser le contour ; esquisse, exposition (d’événements) ; Pass. περιβολὴ λόγου ISOCR le contenu d’un discours, ce qu’il embrasse;
II. ce qu’on jette autour :
1 enveloppe, particul. vêtement;
2 enceinte, mur;
B. action d’aller autour :
1 marche, autour : περιβολὴν ποιεῖσθαι XÉN faire le tour pour entourer, pour cerner ; fig. ἀρχῆς XÉN la recherche du pouvoir;
2 courbe d’une côte;
3 circuit, tour (d’une maison).
Étymologie: περιβάλλω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ περιβάλλω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του περιβάλλω και περιβάλλομαι, περίφραξη, περιτριγύρισμα (α. «η περιβολή του κτήματος με τοίχο» β. «η περιβολή του οχυρού με τάφρο»)
νεοελλ.
φρ. α) «περιβολή κρυστάλλου»
(ορυκτ.) σύνηθες και χαρακτηριστικό σχήμα με την μορφή του οποίου κρυσταλλώνεται μια ουσία
β) «έριδα περιβολής» σφοδρή διαμάχη ανάμεσα στον παπισμό και στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατά τα τέλη του 11ου αιώνα και τις αρχές του 12ου που άρχισε με μια αμφισβήτηση για την παροχή αξιωμάτων στους επισκόπους και ηγουμένους που αρχικά έπαιρναν από τον αυτοκράτορα τα σύμβολα της επισκοπικής τους εξουσίας, δηλαδή την επισκοπική ράβδο και το δακτύλιο, αρχή στην οποία αντιτάχθηκαν ορισμένοι πάπες με κοσμοκρατορικές και παποκαισαρικές τάσεις, οι οποίοι αγωνίστηκαν δυναμικά και τελικά, με το κονκορδάτο της Βορματίας το 1122, συμφωνήθηκε να δίνει ο πάπας τα επισκοπικά σύμβολα και ο αυτοκράτορας το σκήπτρο
νεοελλ.-μσν.
εκκλ. η εγκατάσταση επισκόπου στο αξίωμά του με την παροχή σε αυτόν του δακτυλίου και της ποιμαντορικής ράβδου
νεοελλ.-αρχ.
1. αυτό με το οποίο περιβάλλεται κανείς, περίβλημα, σκέπασμα
2. αυτό που περιβάλλει, που σκεπάζει, που ντύνει το σώμα και κάποτε χρησιμοποιείται ως διακριτικό μιας τάξης, αρχής ή εξουσίας, ένδυμα, ενδυμασία, στολή, φορεσιά («παρουσιάσθη πρὸ τοῡ βασιλέως ἐν ἐπισήμῳ περιβολῇ», Αρρ.)
3. φρ. «εν αδαμιαίᾳ περιβολή» — χωρίς ρούχα, ολόγυμνος
αρχ.
1. επίθεση επιδέσμου
2. περίπτυξη, εναγκαλισμός
3. περίβολος, περιτοίχισμα, περίφραγμα, φραγμός
4. τα τείχη μιας πόλης
5. περίπλους
6. περιφραγμένος χώρος
7. έκταση, μέγεθος, βαθμός («ἐξανθήματα σμικρὰ καὶ οὐκ ἀξίως τῆς περιβολῆς τῶν νοσημάτων», Ιπποκρ.)
8. (ρητ.) η μορφή του λόγου, η λεκτική καλλιέπεια, το ύφος
9. (σχετικά με λόγο) διεξοδική ανάπτυξη, μακρολογία, απεραντολογία
10. περιφέρεια, γύρος («μείζω τὴν περιβολὴν ἀναγκάσειν ποιεῑσθαι» — να κάνει μεγαλύτερο γύρο, Θουκ.)
11. τάση για κτήση, επιδίωξη, έφεση
12. η υπόθεση, το περιεχόμενο θέματος, ο σκοπός
13. φρ. «ἐνιαυσία περιβολὴ χλαμύδος» — εξουσίας, απόκτηση αξιώματος για ένα έτος.