πυρετός

From LSJ
Revision as of 11:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρετός Medium diacritics: πυρετός Low diacritics: πυρετός Capitals: ΠΥΡΕΤΟΣ
Transliteration A: pyretós Transliteration B: pyretos Transliteration C: pyretos Beta Code: pureto/s

English (LSJ)

ὁ, (πῦρ)

   A burning heat, fiery heat, φέρει πυρετὸν δειλοῖσι βροτοῖσιν (sc. Sirius) Il.22.31.    II fever, Hp.Aph.2.26, Ar.V.1038 (pl.), etc.; θνήσκειν ἐκ π. Epigr.Gr.247 (Mysia); π. ἀμφημερινοί, τριταῖοι, τεταρταῖοι, quotidian, tertian, quartan fevers, Pl.Ti.86a, etc. (v. sub. vocc.); διαλείποντες Arist.Pr.866a23.

German (Pape)

[Seite 821] ὁ, brennende Hitze, Glühhitze; vom Sirius sagt Hom. φέρει πολλὸν πυρετὸν δειλοῖσι βροτοῖσιν, Il. 22, 31; – gew. Fieberhitze, Fieber, Ar. Vesp. 1038 u. in Prosa, wie Plat. Phaed. 105 c.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρετός: -οῦ, ὁ, (πῦρ) καίουσα θερμότης, πυρώδης θέρμη, καυστικὴ «ζέστη», φέρει πυρετὸν δειλοῖσι βροτοῖσι (δηλ. ὁ Σείριος), Ἰλ. Χ. 31. ΙΙ. πυρετικὴ θερμότης πυρετός, θέρμη, Ἀριστοφ. Σφ. 1038, κτλ.· θνήσκειν ἐκ π. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 247· - τὰ διάφορα εἴδη τῆς νόσου ταύτης ὅσα περιγράφει ὁ Ἱππ. εὕρηνται παρὰ τῷ Foës. Oecοn.· μάλιστα ἐπὶ διαλείποντος πυρετοῦ, π. ἀμφημέρινοι, τριταῖοι, τεταρταῖοι, οἱ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, οἱ κατὰ πᾶσαν τρίτην, κατὰ πᾶσαν τετάρτην ἡμέραν ἐπανερχόμενοι, Πλάτ. ΤίΜ. 8βΑ· διαλείποντες Ἀριστ. Προβλ. 1. 55, 3· ἴδε Foës. Oec. Hipp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 chaleur ardente, ardeur;
2 fièvre.
Étymologie: πῦρ.

English (Autenrieth)

fever, Il. 22.31†.

English (Strong)

from πυρέσσω; inflamed, i.e. (by implication) feverish (as noun, fever): fever.

English (Thayer)

πυρετου, ὁ (πῦρ);
1. fiery heat (Homer, Iliad 22,31 (but interpreters now give it the sense of 'fever' in this passage; cf. Ebeling, Lex. Homer under the word; Schmidt, Syn., chapter 60 § 14)).
2. fever: Hippocrates, Aristophanes, Plato, and following; πυρετῷ μεγάλῳ, Galen de diff. feb. 1,1says συνηθες τοῖς ἰατροῖς ὀνομάζειν ... τόν μέγαν τέ καί μικρόν πυρετον; (cf. Wetstein on Luke , the passage cited)).

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
η κατάσταση ατόμου που παρουσιάζει παθολογική ύψωση της θερμοκρασίας του σώματος, υπερθερμία που συνοδεύεται συχνά από γενική κακοδιαθεσία και από διάφορα συμπτώματα («πυρετοὶ ἀμφημερινοί - τριταῑοι - τεταρταῑοι» — πυρετοί που εμφανίζονται κάθε τρίτη, τέταρτη ημέρα, Πλάτ.)
νεοελλ.
1. μτφ. εξαιρετική ένταση, έντονη και ασυνήθιστη δραστηριότητα (α. «αθλητικό πυρετό αναμένεται να προκαλέσει στους κατοίκους της πόλης η διοργάνωση του πανευρωπαϊκού πρωταθλήματος καλαθοσφαίρισης» β. «ο πυρετός του έρωτα»)
2. στον πληθ. οι πυρετοί
οι ελώδεις πυρετοί, οι πυρετοί που παρουσιάζονται σε περίπτωση ελονοσίας
3. φρ. α) «καταρρακτικός πυρετός τών προβάτων»
(κτην.) μολυσματική ασθένεια του προβάτου που οφείλεται σε έναν ιό, ο οποίος μεταδίδεται από τα κουνούπια και προκαλεί κυάνωση της γλώσσας και άλλα συμπτώματα, όπως ρινίτιδες, εντερίτιδα, χωλότητα κ.λπ.
β) «ανθρακικός πυρετός»
(κτην.) ο βακτηριακός άνθρακας
γ) «γαλακτώδης πυρετός»
(κτην.) μεταδοτική νόσος που απαντά κυρίως στις παχιές γαλακτοπαραγωγικές αγελάδες και χαρακτηρίζεται από γενική πάρεση, μερικές φορές και από απώλεια συνείδησης που επέρχεται τη στιγμή του τοκετού
δ) «πυρετός της κοιλάδας του Ριφτ»
ιατρ. μολυσματική, τοξική νόσος κοινή στον άνθρωπο και στα μηρυκαστικά, που οφείλεται σε ιό και χαρακτηρίζεται κλινικά από διαρροϊκή εντερίτιδα και εμετούς και ανατομικά από νεκρωτικές βλάβες του ήπατος
αρχ.
φλογερή θερμότητα, κάψα («φέρει πολλὺν πυρετὸν δειλοῑσι βροτοῑσιν [ενν. ο Σείριος]», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + επίθημα -ετος (πρβλ. νιφ-ετός, πάχ-ετος, συρφ-ετός)].

Greek Monotonic

πῠρετός: -οῦ, ὁ (πῦρ),
I. πυρωμένη θερμότητα, καυτή ζέστη, σε Ομήρ. Ιλ.
II. πυρετική θερμότητα, πυρετός, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

πῠρετός:1) палящая жара, зной Hom.;
2) жар, горячка, лихорадка Arph., Plat. etc.: οἱ διαλείποντες πυρετοί Arst. перемежающиеся лихорадки.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρετός -οῦ, ὁ [πῦρ] koorts.