ἀφορμή

From LSJ
Revision as of 17:33, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφορμή Medium diacritics: ἀφορμή Low diacritics: αφορμή Capitals: ΑΦΟΡΜΗ
Transliteration A: aphormḗ Transliteration B: aphormē Transliteration C: aformi Beta Code: a)formh/

English (LSJ)

ἡ,

   A starting-point, esp. in war, base of operations, ἀναχώρησίς τε καὶ ἀ. Th.1.90, cf. Plb.1.41.6, etc.; place of safety, E.Med.342.    2 generally, starting-point, origin, occasion or pretext, ἀφορμαὶ λόγων Id.Hec.1239, Ph.199; ἀφορμὴν παρέχειν D.18.156; δεδωκέναι Id.21.98, cf. 2 Ep.Cor.5.12; λαβεῖν ἀ. Isoc.4.61, Ep.Rom.7.8; εὑρεῖν BGU615.6(ii A. D.), 923.22 (i/ii A. D.); ἵνα ἀ. γένοιτο τιμῆς Inscr.Prien.105.16 (i B. C.); ἀ. καὶ πρόφασις Plb. 2.52.3; occasion, origin of an illness, Hp.Epid.2.1.11, Sor.1.29; εἰδέ τις οἴεται μικρὰν ἀ. εἶναι σιτηρέσιον τοῖς στρατευομένοις ὑπάρχειν a small inducement, D.4.29; τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀ. τοῦ κακὼς φρονεῖν Id.1.23; instigation, incitement, POxy.237 vii 21 (ii A. D.).    3 means with which one begins a thing, resources, ἀ. τοῦ βίου Lys.24.24; εἰς τὸν βίον X.Mem.3.12.4; τίνας εἶχεν ἀφορμὰς ἡ πόλις; D.18.233; ἀφελεῖν τὴν ἀ. δι' ἣν ὑβρίζει Id.21.98; πίστις ἀ. μεγίστη πρὸς χρηματισμόν good faith is the best asset for business, Id.36.44, cf. 11.16; ἀ. ἐπί . . Id.3.33; esp. means of war, And.1.109; ἀ. εἰς ξένους χιλίους means for levying 1000 mercenaries, X.HG4.8.33; ἀ. ἔργων means for undertaking... Id.Mem.2.7.11, cf.3.5.11; πρὸς ἀφορμὴν ἐμπορίας ἢ γεωργίας Arist.Pol.1320a39; πάντων ἀ. τῶν καλῶν Philem.110.    4 capital of a banker, etc., Lys.Fr.1.2, X.Mem.2.7.12, Lycurg.26,D.14.30,36.11; ἀφορμῆς δίκη suit for restitution of capital, Arg.D.36.    5 Rhet., food for argument, material, subject, ὑποθέσεις καὶ ἀφορμαὶ λόγων Luc.Rh.Pr.18, cf. Men.Rh.p.334S., Aps.p.264H.    6 aptitude, inclination, εἰς φιλανθρωπίαν Phld.Ir.p.53 W. (pl.).    II Stoic term for repulsion (opp. ὁρμή), Chrysipp.Stoic.3.42, cf. 40, Simp. in Epict.p.22D.    III release of water from sluice, PAmh.2.143.17 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 414] ἡ, der Ort, von dem man ausgeht, Ausgangspunkt, z. B. zu kriegerischen Unternehmungen, Thuc. 1, 90; Ursache, Veranlassung, Gelegenheit, ἀφορμὴν λαβόντες τὴν σωτηρίαν Isocr. 4, 61; τοῦ κακῶς φρονεῖν Dem. 1, 23; καὶ πρόφασις Pol. 2, 52, der das Wort sehr oft hat, z. B. ἀφορμὴν ἔχειν πρός τι, εἴς τι, 1, 88. 2, 7; ἀφορμὴν διδόναι τινὶ πρός τι 10, 33; λαβεῖν ἔκ τινος 3, 32; die Mittel zu einer Unternehmung, die in dem Terrain liegen, αἱ ἐκ τούτων τῶν τόπων Pol. 2, 17; die Geldmittel, δανείσασθαι ἐς ἔργων ἀφορμήν Xen. Mem. 2, 7, 11, Geld borgen, um eine Unternehmung zu beginnen; ἀφορμὴ εἰς ξένους τρισχιλίους, Mittel, um 8000 Söldner zu werben, Hell. 4, 8, 32; τοῖς παισὶν ἀφορμὰς εἰς τὸν βίον καταλείπουσι Mem. 3, 5, 11; ἀφορμαὶ παισίν, Auskommen für, Eur. Med. 342. So Dem. ἀφορμὴ αὐτοῦ ἀσθενεστέρα 14, 29; εἰ ἦν αὐτῷ ἰδία ἀφ. πρὸς τῇ τραπέζῃ, ein eigenes Kapital beim Wechsler, 36, 11; πίστις ἀφορμὴ πασῶν μεγίστη πρὸς χρηματισμόν, der Kredit ist das beste Kapital, 36, 44. – Bei den Stoikern im Ggstz von ὁρμή, Abneigung, Abmahnung, Plut. de stoic. rep. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφορμή: ἡ, ὁ τόπος ἐξ οὗ ὁρμᾶταί τις, ἰδίως ἐν πολέμῳ, ὁρμητήριον, Θουκ. 1. 90. Πολύβ. 1. 41, 6, κτλ.· ὡσαύτως, τόπος ἀσφαλείας, Εὐρ. Μήδ. 342. 2) ἐν γένει τὸ σημεῖον ἐξ οὗ ὁρμᾶταί τις, ἀρχή, αἰτία, ἀφορμὴ ἢ πρόφασις, ἀφορμαὶ λόγων Εὐρ. Ἑκ. 1239, Φοίν. 199· ἀφορμὴν παρέχειν Δημ. 270. 27., 279. 26· διδόναι ὁ αὐτ. 546. 19· λαβεῖν ἀφ. Ἰσοκρ. 53Α: ― ἡ αἰτία, ἡ ἀρχὴ ἀσθενείας τινός, Ἱππ. 1009Η· εἰ δὲ τις οἴεται μικρὰν ἀφορμὴν τὸ σιτηρέσιον τοῖς στρατευομένοις, μικρὸν μέσον προτροπῆς ἢ προσελκύσεως, Δημ. 48. 7· τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν αὐτ. 16. 2. 3) τὰ μέσα δι’ ὦν ἀρχίζει τις ἢ ἐπιχειρεῖ τι, πόρος, κεφάλαιον, ἀφ. τοῦ βίου Λυσ. 170. 27· εἰς τὸν βίον Ξεν. Ἀπομν. 3. 12, 4· τίνας εἶχεν ἀφορμὰς ἡ πόλις Δημ. 305· 7· ἀφελεῖν τὴν ἀφ., δι’ ἣν ὑβρίζει, ὁ αὐτ. 546. 16· πίστις ἀφ. μεγίστη πρὸς χρηματισμόν, καλὴ πίστις εἶναι τὸ μέγιστον κεφάλαιον, ἡ μεγίστη βοήθεια πρὸς χρηματισμόν, ὁ αὐτ. 958. 3, πρβλ. 156. 20· ἀφ. ἐπὶ..., ὁ αὐτ. 37, 21· ― ἰδίως μέσα πολέμου, ὡς χρήματα, ἄνδρες, πλοῖα, Ἀνδοκ. 14. 37, Οὐολφ. Λεπτ. σ. 287· ἀφ. εἰς ξένους χιλίους, μέσα πρὸς στρατολογίαν χιλίων μισθοφόρων, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8. 33· ἀφορμὴ ἔργων, μέσα πρὸς..., ὁ αὐτ. Ἀπομν. 2. 7, 11· πρβλ. 3. 5, 11· πρὸς ἀφορμὴν ἐμπορίας ἢ γεωργίας Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 8· πάντων ἀφ. τῶν καλῶν Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 14. 4) τὸ κεφάλαιον τραπεζίτου κτλ., Λατ. fundus, Λυσ. Ἀποσπ. 22, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 12, Λυκοῦργ. 151. 21, Δημ. 186. 18., 947. 22. ΙΙ παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς ὡς ἀντίθ. τῷ ὁρμή, ἔλλειψις ὁρμῆς, ἢ κλίσεως πρός τι, Πλούτ. 2. 1037F, Διογ. Λ. 7. 104: ― ὡς τὸ ἀφορμητικός, ή, όν, κεῖται κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὁρμητικός ἐν Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 1, 12.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
point de départ, d’où
I. base d’opérations militaires;
II. fig. 1 cause, occasion, prétexte : λαβεῖν ἀφορμήν τινα ISOCR saisir une occasion ou un prétexte ; ἀφορμὴν παρέχειν DÉM fournir une occasion ou un prétexte;
2 moyen d’entreprendre qch ; ressources ; particul. ressources de guerre (en hommes, en vaisseaux, en argent), ressources pour vivre (argent, fonds, capital).
Étymologie: ἀπό, ὁρμή.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
I 1c. valor local punto de partida milit. base ἀναχώρησίς τε καὶ ἀ. Th.1.90, διὰ τὸ μηδεμίαν ἀφορμὴν καταλείπεσθαι σφίσι Plb.1.41.6
suelta del agua para regadío ἀ. ... ὕδατος εἵνα δηνηθῶμεν (sic) ποτίσαι τ[ὸ] ν ... κλῆρον PAmh.143.17 (IV d.C.).
2 fig. idea base, principio a seguir, actitud, inclinación λαβὼν δὲ ταύτην ἀφορμήν, ἥνπερ χρὴ τοὺς εὐσεβεῖν βουλομένους adoptando la disposición que deben escoger los que respetan a los dioses, Isoc.9.28, εἰς φιλανθρ[ω] πίαν Phld.Ir.24.38.
3 medic. causa, origen de una enfermedad τὰς ἀφορμὰς (νόσων) ... σκεπτέον Hp.Epid.2.1.11, παθῶν λαμβάνειν ἀφορμάς Sor.19.28.
4 inducción, instigación ἀ. τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται D.1.23, ἐκ μη[τ] ρὸς ἀ. POxy.237.7.21 (II d.C.), ἀ. ... πρὸς ἀκολασίαν Phld.Mus.4.7.18, cf. 13.29.
II 1recursos, medios γυμνωθεῖσα ἀφορμῆς Antipho Soph.B 14, τοῦ βίου Lys.24.24, εἰς τὸν βίον X.Mem.3.12.4, cf. S.E.M.1.40, ἔχοντας ... ἀφορμάς, ἀφ' ὧν ... αὔξειν τοὺς οἴκους X.Oec.1.16, ἀ. μεγίστη πρὸς χρηματισμόν D.36.44, cf. 4.29, 11.16, 21.98
para un viaje viático ἔασον ... παισίν τ' ἀφορμὴν τοῖς ἐμοῖς E.Med.342
milit. recursos, fondos εἰς τὸν πόλεμον Isoc.14.40, para reclutamiento de mercenarios ἀ. εἰς ξένους χιλίους X.HG 4.8.33, gener. de la ciu. ἡ πόλις ἐκ πολὺ ἐλάττονος ἀφορμῆς μεγάλη ... ἐγένετο And.Myst.109, cf. D.18.233, para ejecutar labores ἀ. ἔργων X.Mem.2.7.11, 3.5.11, ἐμπορίας ἢ γεωργίας Arist.Pol.1320a39, εἰς τὰς ἄλλας ἐργασίας Isoc.7.32, cf. D.36.44, πάντων ἀ. τῶν καλῶν Com.Adesp.1384
abs. capital ἀφορμῆς δέομαι Lys.Fr.38.2, cf. X.Vect.3.6, ἀ. ἐπορίσθη X.Mem.2.7.12, ἀ. ἑξακισχίλια τάλαντα D.14.30, ἀφορμῆς δίκη proceso para restitución de un capital D.36 argumen.2
ret. recursos de una argumentación base, tema de un discurso οὐκ ἀπορήσουσιν ἀφορμῆς Isoc.10.69, ὑποθέσεις καὶ ἀφορμὰς λόγων Luc.Rh.Pr.18, cf. Men.Rh.334, Aps.264.
2 pretexto, ocasión λόγων E.Hec.1239, Ph.199, Ba.267, οὐκ ἀφορμὰς τοῖς λόγοισιν ... ἔχουσιν E.HF 236, εὐδαιμονίας E.Io 474, ἀφελεῖν τὴν ἀφορμὴν, δ' ἣν ὑβρίζει D.21.98, cf. 18.156, μὴ διδόναι ... ἐχθροῖς ἀφορμὴν εἰς διαβολήν Plb.28.6.7, ἀ. καὶ πρόφασις Plb.2.52.3, cf. 4.13.6, δίδου σοφῷ ἀφορμήν LXX Pr.9.9, cf. 3Ma.3.2, 2Ep.Cor.5.12, Ach.Tat.1.9.7, 8.16.5
como fórmula ἀφορμὴν γὰρ λαβόντες aprovechando la ocasión Isoc.4.61, cf. Ep.Rom.7.8, ἵνα ἀ. γένοιτο τῆς εἰς τὸν Σεβαστὸν τειμῆς IPr.105.16 (I a.C.), ἀφορμὴν εὑρὼν ἔγραψά σοι BGU 615.6 (II d.C.), ἐκ ταύτης τῆς ἀφορμῆς por este motivo, POxy.3393.26 (IV d.C.), cf. BGU 923.22 (I/II d.C.).
III término estoico op. ὁρμή rechazo, repugnancia ταύτῃ (τῇ ὁρμῇ) ἀντιτίθεσθαι ἀφορμήν Chrysipp.Stoic.3.40, cf. 42, Simp.in Epict.p.22.

English (Strong)

from a compound of ἀπό and ὁρμάω; a starting-point, i.e. (figuratively) an opportunity: occasion.

English (Thayer)

ἀφορμῆς, ἡ (ἀπό and ὁρμή which see);
1. properly, a place from which a movement or attack is made, a base of operations: Thucydides 1,90 (τήν Πελοποννησον πᾶσιν ἀναχωρησιν τέ καί ἀφορμήν ἱκανήν εἶναι); Polybius 1,41, 6.
2. metaphorically, "that by which endeavor is excited and from which it goes forth; that which gives occasion and supplies matter for an undertaking, the incentive; the resources we avail ourselves of in attempting or performing anything": Xenophon, mem. 3,12, 4 (τοῖς ἑαυτῶν παισί καλλιους ἀφορμας εἰς τόν βίον καταλειπουσι), and often in Greek writings; λαμβάνειν, to take occasion, find an incentive, διδόναι, Phryn. ed. Lob., p. 223 f; (Rutherford, New Phryn., p. 304).

Greek Monolingual

η (AM ἀφορμή)
1. ό,τι προσφέρει δικαιολογία για μια ενέργεια, πράξη ή κατάσταση, το κίνητρο, το ελατήριο
2. αιτία, ευκαιρία
3. δικαιολογία, πρόφαση
4. αιτία μιας αρρώστιας
μσν.
1. τρόπος, δυνατότητα
2. μομφή, κατηγορία
3. αμηχανία, τρέλα
αρχ.
1. (κυρίως για πολεμικές επιχειρήσεις) το μέρος από το οποίο εξορμά κάποιος, ορμητήριο
2. τόπος ασφαλής
3. τα μέσα με τα οποία ξεκινά ή επιχειρεί κάποιος κάτι, πόροι, πρόσοδοι
4. το κεφάλαιο ενός τραπεζίτη
5. αυτό που προσφέρεται για επιχείρημα, υλικό ή θέμα επιχειρηματολογίας
6. φρ. «ἀφορμήν δίδωμι» ή «... παρέχω» ή «... λαμβάνω» — βρίσκω πρόφαση, προσφέρω δικαιολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφορμώ (-άω), με υποχωρητικό σχηματισμό].

Greek Monotonic

ἀφορμή: ἡ,
1. εναρκτήριο σημείο, ιδίως σε πόλεμο, η βάση των επιχειρήσεων, σε Θουκ.· επίσης ο τόπος ασφάλειας, σε Ευρ.
2. γενικά, αρχικό σημείο, προέλευση, αφορμή ή πρόφαση για ένα πράγμα, στον ίδ.· ἀφορμὴν παρέχειν διδόναι, δίνω αφορμή, σε Δημ.
3. μέσα με τα οποία αρχίζει κάποιος ένα πράγμα, πόροι, σε Ξεν., Δημ.· ἀφορμὴ ἔργων, μέσα για την ανάληψη έργων, σε Ξεν.
4. κεφάλαιο τραπεζίτη, στον ίδ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφορμή:1) исходная точка, опорный пункт, тж. операционная база (ἱκανὴ ἀναχώρησίς τε καὶ ἀ. Thuc.; μηδεμίαν ἀφορμήν καταλείπεσθαί τινι Polyb.);
2) причина, повод, основание (πρός и εἴς τι Polyb.; ἀφορμὴν παρέχειν и διδόναι Dem.; ἀφορμὴν λαβεῖν τι и ἔκ τινος Polyb.);
3) тж. pl. средства, капитал (ἀφορμὴν δανείσασθαι Xen.; πίστις ἀ. πασῶν μεγίστη Dem.; εἰς ἀσφαλῆ πράγματα τὰς ἀφορμὰς καταθεῖναι Plut.);
4) (у стоиков) отклонение, удаление (ἡ ἀ. λόγος ἀπαγορευτικός, sc. ἐστιν Plut.): ὁρμὴ καὶ ἀ. Diog. L. влечение и отвращение.