αὐστηρός

From LSJ
Revision as of 11:30, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐστηρός Medium diacritics: αὐστηρός Low diacritics: αυστηρός Capitals: ΑΥΣΤΗΡΟΣ
Transliteration A: austērós Transliteration B: austēros Transliteration C: afstiros Beta Code: au)sthro/s

English (LSJ)

ά, όν, (αὕω)

   A harsh, rough, bitter, ὕδωρ Pl.Phlb.61c, cf. Ti.65d; οἶνος αὐ., opp. γλυκύς, Hp.Acut.52, Fract.29, Arist.Pr.872b35, 934a34; ὀσμή Id.de An.421a30; of country, rugged, τόποι OGI 168.57 (i B.C.): metaph., harsh, crabbed, ποιητής Pl.R.398a (Comp.); severe, unadorned, ἡ πραγματεία ἔχει αὐ. τι Plb.9.1.2, cf. D.H.Dem. 47; γυμνάδος αὐστηρὸν… πόνον severe, Epigr.Gr.201. Adv. -ρῶς, κατεσκευάσθαι D.H.Dem.43.    b in moral sense, rigorous, austere, Arist.EE1240a2; τοῖς βίοις Plb.4.20.7 (Sup.), cf. Phld.Hom.p.23 O. (Comp.); αὐ. καὶ αὐθάδης D.H.6.27, cf. Stoic.3.162, Vett. Val.75.11; strict, exacting, Ev.Luc.19.21, PTeb.315.19 (ii A. D.); αὐστηρότερον, τό, excessive rigour, BGU140.18 (ii A. D.). Adv. -ρῶς Satyr.Vit.Eur. Fr.39 iv 19: Comp. -ότερον LXX 2 Ma.14.30.

Greek (Liddell-Scott)

αὐστηρός: -ά, -όν, (αὔω, ξηραίνω) ὁ καθιστῶν τὴν γλῶσσαν ξηρὰν καὶ τραχεῖαν, τραχύς, δριμύς, πικρός, ὕδωρ Πλάτ. Φίλ. 61C, πρβλ. Τίμ. 65D· οἶνος αὐστ., κατ΄ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ γλυκὺς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392, π. Ἀγμ. 770, Ἀριστ. Πρβλ. 3. 13· ὀσμὴ ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 2. 9, 5: - αὐστηρίζων, ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. αὐστηρίζω, ἀπαντᾷ ἐν τοῖς τοῦ Ermerins Ἰατρικοῖς Ἀνεκδότοις 235. 2) μεταφ. ὡς τὸ Λατ. austerus, τραχύς, στρυφνός, δύσκολος, ποιητὴς Πλάτ. Πολ. 398Α· σοβαρὸς ἀκόμψευτος, πραγματεία Πολύβ. 9. 1, 2, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 47· γυμνάδος αὐστηρὸν.. πόνον Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 201. β) ἐπὶ ἠθ. ἐννοίας, τραχύς, χαλεπός, σκληρός, αὐ. καὶ αὐθάδης Διον. Ἁλ. 6. 27, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. 19. 21: - Ἐπιρρ. -ρῶς Διον. Ἁλ. π. Δημ. 55, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 sec, rude, âcre;
2 fig. rigide, sévère, austère;
Sp. αὐστηρότατος.
Étymologie: *αὐστός, adj. verb. de αὔω.

Spanish (DGE)

-ά, -όν
I de concr.
1 áspero, agrio de jugos vegetales, Menest.7, ὕδωρ Pl.Phlb.61c, de sustancias tanto líquidas como sólidas, Pl.Ti.65d, op. γλυκύς Pl.Lg.897a, Arist.Pr.872b35
subst. τὸ αὐστηρόν el sabor agrio Arist.de An.422b13
del vino seco op. οἶνος γλυκύς Arist.Pr.934a34, Dieuch.15.44, pero αὐ. οἶνος vino astringente Hp.Acut.52, Fract.29, Gal.18(2).566, SB 7350.3 (III/IV d.C.), ποτός Hp.Epid.7.3
subst. τὸ αὐστηρόν el sabor seco del vino, Plu.2.656a
de un olor acre Arist.de An.421a30.
2 áspero, fragoso τόποι OGI 168.57 (Egipto I a.C.).
II de pers. y abstr.
1 austero, no dado a excesos de pers. ποιητής Pl.R.398a, op. εὐτράπελος Arist.EE 1240a2, del sabio estoico, Chrysipp.Stoic.3.162, op. τρυφερόβιος Phld.Hom.19.30, οἱ Ἀρκάδες Plb.4.20.7, αὐστηροὶ ἀγέλαστοι Vett.Val.72.19, cf. Numen.25.14
subst. τὸ αὐ. gravedad, severidad de una actitud impropia del médico Hp.Decent.7
sobrio τροφή Pythag.Ep.5.4, τράπεζα ref. a la frugalidad de la comida, Plu.2.525c
riguroso, estricto τἀγαθόν Cleanth.Fr.Poet.3.4, ἀρετή D.H.Dem.47
del estilo austero, severo λέξις Thrasym.B 1, πραγματεῖα Plb.9.1.2, σχήματα D.H.Dem.43, λόγος Sch.Er.Il.1.247-8, en mús. ref. a la escala diatónica Aristid.Quint.92.23, τὸ αὐ. la austeridad de los agones poéticos arcaicos, Plu.2.674d.
2 en sent. peyor. severo, exigente, áspero de pers. αὐ. καὶ αὐθάδης D.H.6.27, ἐφοβούμην γάρ σε, ὅτι ἄνθρωπος αὐ. εἶ Eu.Luc.19.21, ὁ γὰρ ἄνθρωπος λείαν ἐστὶ[ν] αὐ. de un inspector PTeb.315.19 (II d.C.)
de un trabajo γυμνάδος αὐστηρὸν διέτη πόνον ἐκτελέσαντα IC 419.5 (II/I a.C.)
subst. τὸ αὐ. excesiva severidad op. τὸ φιλανθρωπότερον BGU 140.18 (II d.C.)
neutr. compar. como adv. ὁ δὲ Μακκαβαῖος αὐστηρότερον διεξαγαγόντα συνιδὼν τὸν Νικάνορα observando el Macabeo que Nicanor se comportaba más fríamente LXX 2Ma.14.30.
III adv. -ῶς en estilo austero, severo D.H.Dem.43
sobriamente αὐ. λεγόμενον Plu.2.19c, διαιτώμενος αὐ. Plu.2.180e, ἅμα αὐ. λέγεται καὶ πολιτικῶς Satyr.Vit.Eur.39.4.19.

• Etimología: De la raíz *°Hu̯s- de αὖος ‘seco’ q.u., construido sobre un tema αὐστ- como αὐσταλέος q.u.

English (Strong)

from a (presumed) derivative of the same as ἀήρ (meaning blown); rough (properly as a gale), i.e. (figuratively) severe: austere.

English (Thayer)

ἀυστηρα, ἀυστηρον (from αὔω to dry up), harsh (Latin austerus), stringent of taste, ἀυστηρον καί γλυκύ (καί πικρόν), Plato, legg. 10,897a.; οἶνος, Diogenes Laërtius 7,117. of mind and manners, harsh, rough, rigid (cf. Trench, § xiv.): Polybius 4,20, 7; Diogenes Laërtius 7,26, etc. 2 Maccabees 14:30).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM αὐστηρός, -ά, -όν)
1. σκληρός, τραχύς, ανεπιεικής
2. σοβαρός, αξιοπρεπής, εγκρατής
3. (για ύφος κειμένων) λιτός, απέριττος, χωρίς στολίδια
4. (για τη γεύση) πικρός, οξύς, στυφός
νεοελλ.
σκληρός, πιεστικός, επαχθής
αρχ.
1. (μτφ. για πρόσωπα) δύστροπος, στρυφνός, σκυθρωπός
2. (για έδαφος) τραχύς, ανώμαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αυστ- (πιθ. του ρηματικού επιθ. αυστός του αὔω ή αὕω «ξεραίνω, στεγνώνω») + (επίθημα) -ηρός (πρβλ. αυχμηρός, λυπηρός, μοχθηρός, οδυνηρός, τολμηρός κ.ά.). Η λ. αυστηρός με την αρχική σημασία της «ξηρός, οξύς, πικρός στη γεύση» χρησιμοποιείται από τον Πλάτωνα μεν για το νερό, από τον Ιπποκράτη δε για το κρασί και κατ' αντιδιαστολή προς το γλυκύς, ενώ με ανάλογη χρήση απαντά και σήμερα σε ορισμένα ιδιώματα (πρβλ. αυστηρό ξίδι, Κεφαλονιά). Ήδη από την ελληνιστική περίοδο το επίθ. αυστηρός αποκτά την τρέχουσα ηθική σημασία «σοβαρός, σκληρός, ανεπιεικής» και χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει πρόσωπα. Ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη παρατηρείται και στο συγγενές μ' αυτό επίθ. δριμύς, το οποίο αρχικά μεν σημαίνει επίσης «οξύς, πικρός», αργότερα όμως προσλαμβάνει κι αυτό τη σημασία «τραχύς, ανεπιεικής».
ΠΑΡ. αυστηρότητα (-ότης)
αρχ.
αυστηρία].

Greek Monotonic

αὐστηρός: -ά, -όν (αὔω, ξηραίνω), αυτός που κάνει τη γλώσσα ξηρή και τραχιά, σκληρή, άγρια και πικρή, σε Πλάτ.· μεταφ., τραχύς, στριφνός, στο ίδ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

αὐστηρός:
1) терпкий, вяжущий, кислый (ὕδωρ Plat.; οἶνος Arst.);
2) острый, раздражающий (ὀσμή Arst.);
3) суровый, резкий (ποιητής Plat.; πραγματεία Polyb.; λόγος Plut.).

Middle Liddell

[αὔω to dry]
making the tongue dry and rough, harsh, rough, bitter, Plat.:—metaph. austere, harsh, Plat., NTest.