μάρμαρος

From LSJ
Revision as of 11:45, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάρμᾰρος Medium diacritics: μάρμαρος Low diacritics: μάρμαρος Capitals: ΜΑΡΜΑΡΟΣ
Transliteration A: mármaros Transliteration B: marmaros Transliteration C: marmaros Beta Code: ma/rmaros

English (LSJ)

ὁ, a

   A crystalline rock, which sparkles (μαρμαίρει) in the light, μάρμαρος ὀκριόεις Il.12.380, Od.9.499, cf. E.Ph.663 (lyr.), Ar. Ach.1172 (lyr.): as Adj., πέτρος μ. ὀκριόεις Il.16.735, cf. E.Ph.1401, etc.    II later, marble, μάρμαρον ἢ λίθον λευκήν Hp.Mul.2.185, cf. Thphr.Lap.9: also fem., μαρμάρου… τῆς Πεντελικῆς μέταλλα Str. 9.1.23; μ. λίθος Id.14.1.35: hence,    2 work in marble, i.e. tombstone, τυκτὴ μ. Theoc.22.211.    3 chips made by cutting marble (masc.), Plu.2.660c, 954a, Dsc.5.79.

German (Pape)

[Seite 96] ὁ (von μαρμαίρω, also eigtl. von schimmernder Farbe, wie die Alten auch geradezu bei Hom. es durch λευκός erklären), Hom. übh. Felsblock, Stein, μαρμάρῳ ὀκριόεντι βαλών, Il. 12, 380, wie Od. 6, 499, u. adjectivisch, πέτρον μάρμαρον ὀκριόεντα, Il. 16, 735, wie Eur. Phoen. 1410; ὃν ὤλεσε μαρμάρῳ 667; Ar. Ach. 1135; Nonn. D. 22, 157 vrbdt sogar μάρμαρος αἴγλη. – Später bes. eine vorzüglich glänzende Steinart, Marmor. In dieser Bdtg auch fem., Strab. IX, 399; λατόμιον μαρμάρου λίθου, Marmorbruch, XIV, 645; Arbeit aus Marmor, bes. Grabstein, Theocr. 22, 211. – Uebh. ein harter Körper, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

μάρμᾰρος: -ου, ὁ, λίθοςπέτρα κρυσταλλώδους φύσεως μαρμαίρουσα εἰς τὸ φῶς, μάρμαρον, λίθος, μαρμάρῳ ὀκριόεντι βαλών, «λίθῳ τραχεῖ» (Σχόλ.), Ἰλ. Μ. 380, Ὀδ. Ι. 499, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 663, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1172· ἐπιθετικῶς μετ’ ἄλλου οὐσιαστ., λάζετο πέτρον μάρμαρον, «λευκὸν λίθον» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 735, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1401, κτλ. ΙΙ. ἀκολούθως ὡς τὸ Λατ. marmor, τὸ κυρίως καλούμενον μάρμαρον, μάρμαρον ἢ λίθον λευκὴν Ἱππ. 666. 19, πρβλ. Θεόφρ. π. Λίθων 9· ὡσαύτως θηλ. (πρβλ. λίθος), μαρμάρου... τῆς Πεντελικῆς μέταλλα Στράβ. 399· μ. λίθος ὁ αὐτ. 645, ὅθεν, 2) ἔργον ἐκ μαρμάρου, δηλ. πέτρα τάφου, τυκτὰν μάρμαρον Θεόκρ. 22. 211. 3) λατύπη, τεμάχια ἀπολειπόμενα ἐκ τῆς κοπῆς τοῦ μαρμάρου, ἀρσεν., Πλούτ. 2. 954Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
brillant, resplendissant ; ὁ μάρμαρος pierre blanche ou brillante, particul. marbre.
Étymologie: R. Mαρ, briller, avec redoubl.

English (Autenrieth)

doubtful word, crushing; πέτρος, Il. 16.735; as subst., block of stone, Il. 12.380, Od. 9.499.

English (Strong)

from marmairo (to glisten); marble (as sparkling white): marble.

English (Thayer)

μαρμάρου, ὁ, ἡ (μαρμαίρω to sparkle, glisten);
1. a stone, rock (Homer, Euripides).
2. marble (cf. Epistle Jer. Epistle of Theophrastus, Strabo, others): Revelation 18:12.

Greek Monolingual

μάρμαρος, ὁ (Α)
1. πέτρα κρυσταλλικής φύσης που αστράφτει στο φως
2. το μάρμαρο
3. έργο, καλλιτέχνημα από μάρμαρο
4. πέτρα τάφου, ταφόπετρα
5. κομμάτια που σπάζουν καθώς κόβεται ή πελεκιέται το μάρμαρο
6. ως επίθ. μάρμαρος, -ον
αυτός που λάμπει, που αστράφτει («λαβὼν δ' ἀφῆκε μάρμαρον πέτρον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχική σημ. της λ. μάρμαρος «πέτρα, απότομος βράχος» οδηγεί στο θ. του ρήματος μάρναμαι «μάχομαι, πολεμώ» (πρβλ. λατ. rupes «κρημνός» < rumpō «συντρίβω, κομματιάζω») και συνδέει τον τ. με αρχ. ινδ. mrnati «συντρίβω». Στους ελληνιστικούς χρόνους η λ. συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ρ. μαρμαίρω «λάμπω, αστράφτω», λόγω της αστραφτερής χροιάς του μαρμάρου. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. marmor).
ΠΑΡ. μαρμαρικός, μαρμάρινος, μάρμαρο, μαρμαρώδης, μαρμαρώνω
αρχ.
μαρμαράριος, μαρμάρεος (II), μαρμαρίτης, μαρμαρόεις.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό μάρμαρος / μάρμαρο) μαρμαρογλύπτης, μαρμαρογλυφία, μαρμαροποιός
αρχ.
μαρμαρόπαιστος, μαρμαρόπτερος, μαρμαροφεγγής, μαρμαρώπις, μαρμαρωπός
μσν.
μαρμαρεργατώ, μαρμαρογεγλυμμένος, μαρμαροθεμελίωτος, μαρμαροκουβουκλοσκέπαστος, μαρμαροκτισμένος, μαρμαροπλουμισμένος, μαρμαροσυνθεμένος, μαρμαροτόρνευτος, μαρμαρουργός, μαρμαροχιονόδοντος
μσν.- νεοελλ.
μαρμαροτράχηλος
νεοελλ.
μαρμαρογλύφος, μαρμαροδίμιτο, μαρμαροδουλειά, μαρμαροειδής, μαρμαροθέτημα, μαρμαροκολόνα, μαρμαροκονία, μαρμαροκονίαμα, μαρμαροκονίαση, μαρμαρόκτιστος, μαρμαρόμαντρα, μαρμαροπελεκητός, μαρμαροπρίστης, μαρμαροστρώνω, μαρμαροχυτός. (Β' συνθετικό) αρχ. κηρομάρμαρον, περιμάρμαρον, πυριμάρμαρον
νεοελλ.
καλλιμάρμαρος].

Greek Monotonic

μάρμᾰρος: -ου, ὁ,
I. κάθε πέτρωμα ή βράχος με κρυσταλλική δομή, που σπινθηροβολεί (μαρμαίρει) στο φως, σε Όμηρ., κ.λπ.· επίσης, πέτρος μάρμαρος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μάρμαρο, σε Στράβ.· μαρμάρινος επιτύμβιος λίθος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

μάρμᾰρος: μαρμαίρω блистающий, сверкающий (πέτρος Hom.).
II ὁ (Theocr. ἡ)
1) белый или блестящий камень, каменная глыба (ὀκριόεις Hom., Eur.);
2) мрамор, мраморная плита Hom. etc.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: stone, (piece of) rock (M 380, ι 499, prob. also E. Ph. 663 [lyr.] and Ar. Ach. 1172 [lyr.]), also appositive (attributive) to πέτρος (Π 735, E. Ph. 1401); white stone, marble (Hp., Thphr., Theoc.); also μάρμαρον n. id. (Call., late inscr.); also callosity on the foot of asses (Hippiatr.).
Compounds: Some compp., e.g. μαρμαρο-φεγγής gleaming like marble (Tim. Pers.).
Derivatives: μαρμάρ-ινος (Theoc., inscr.), -εος (inscr., pap., AP) of marble; -όεις gleaming like marble (S.), -ώδης marble-like (Et. Gud.); uncertain μαρμαρικός (ἄσβεστος, PHolm. 25, 19); prob. rather to Μαρμαρική. Further μαρμαρῖτις (πέτρα) marble-like (Ph. Byz.); also plantname, peony, Fumaria (Ps.-Dsc.; because of the blue-gray colour; Strömberg Pfl.namen 26), also peony (Plin., who explains the name from the standing-place; cf. Redard 57 a. 74). μαρμαρ-άριος marbleworkerer (inscr.; = Lat. marmorārius). Denom. verb μαρμαρόομαι, -όω be changed into marble, cover with marble (Lyc., Hero), with (formally) μαρμάρωσις callosity (Hippiatr.); best direct from μάρμαρον, cf. on ἀέτωσις sub αἰετός. -- μαρμαρωσσός with callosity (Hippiatr.) from Lat. marmorōsus id..
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: The original sense of stone, rock prob. with Prellwitz to μάρναμαι (?. Cf. Lat. rumpō : rūpēs); the meaning marble from the folketymological connection with μαρμαίρω, μαρμάρεος. How old the veterinary-medicinal meaning callosity is, cannot be established; it does not represent in any case an independent development from a supposed "basic meaning" (*hardening' v.t.), but comes rather from stone or marble. The same development is seen in the lat. LW [loanword] marmor. From Latin came the Westeurop. and Westslavic forms; Ukr. mrámor influenced also by μάρμαρος? Rich lit. in W.-Hofmann s. marmor. P. Mazon prefers a connection with μαρμαίρω; cf. LSJ a crystalline rock which sparkles. In any case the formation of the word (-μαρ-ος) remains unclear, which makes Pre-Greek origin probable, so that connection with μάρναμαι must be given up.
See also: -- Weiteres s. μάρναμαι.

Middle Liddell

μάρμᾰρος, ου,
I. any stone or rock of crystalline structure, which sparkles (μαρμαίρεἰ in the light, Hom., etc.; also, πέτρος μάρμαρος Il.
II. marble, Strab.: — a marble tombstone, Theocr.