ὑπογραφή
Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
English (LSJ)
ἡ,
A written accusation, Pl.Tht.172e (but perh. in signf.11.2), IG9(2).522.20 (Larissa, iii/ii B. C., dub. sens.); cf. ὑπογράφω 1.2. b in Egypt, an unknown form of legal procedure before a court, PEnteux.50.8 (iii B. C.), PPetr.2p.55 (iii B. C.). c decision of an official on a petition handed to him, PTeb.45.28 (ii B. C.); of a court (perh. orig. so called because written below a petition), including a record of the legal proceedings, UPZ118.1, 162 vii 33, ix 24 (ii B. C.), BGU1759.4, 1827.12 (i B. C.). 2 admission of liability in writing. IG12(7).3.35 (Amorgos, iv B. C.), Mél.Navarre357 (Thespiae), PEnteux.35.7 (iii B. C.). 3 copy, Phld.Acad.Ind.p.6 M. (pl.). 4 entering of horses at the Olympic games, D.S.13.74 codd. (ἀπογρ-Schaefer). 5 pl., = Lat. commentarii, App.Pun.136, BC4.132. II outline, contour, Arist.GA764b30; τενόντων ὑπογραφαί traces of feet, foot-prints, A.Ch.209. 2 architect's plan, SIG1156 (Priene, iii/ii B. C.); diagram, Ascl.Tact.11.7: metaph., outline, sketch, general description, opp. τελεωτάτη ἀπεργασία, Pl.R.504d, cf. 548d, Lg.737d; θεωρείσθω ἐκ τῆς ὑ. Arist.Int.22a22, Mete.346a32, HA510a30: Medic., as Empiric t.t., Gal.8.720. 3 in Logic, description, general illustration, opp. definition, Stoic.2.75. 4 example, illustration, ὑπογραφῆς ἕνεκα Ael.Tact.8.3. III painting under of the eyelids, X.Cyr.1.3.2, Nicostr. ap. Stob.4.23.62; cf. ὑπόγραμμα 11, ὑπογράφω v, ὑποχρίω.
German (Pape)
[Seite 1213] ἡ, Unterschrift. – Klageschrift, Plat. Theaet. 172 e. – Entwurf, Grundriß od. Umriß von Etwas, erste flüchtige Andeutung, Bild, τενόντων θ' ὑπογραφαὶ μετρούμεναι εἰς ταὐτὸ συμβαίνουσι τοῖς ἐμοῖς στίβοις Aesch. Ch. 207; Plat. Rep. VIII, 548 d; σχήματος ἕνεκα καὶ ὑπογραφῆς Legg. V, 737 d; Ggstz τελεωτάτη ἀπεργασία, Rep. VI, 504 d; τῶν τόπων Pol. 5, 21, 7. – Das Untermalen der Augenlider, das Schminken, τῶν ὀφθαλμῶν Xen. Cyr. 1, 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπογρᾰφή: ἡ, ὑπογεγραμμένον ἔγγραφον καταγγελίας, Λατιν. libellus accusatorius, Πλάτ. Θεαίτ. 172Ε˙ πρβλ. ὑπογράφω Ι. 1. 2) = ὑπόγραμμα Ι, Διόδ. 13. 74. 3) ἐν τῷ πληθ., = τῷ Λατ. commentarii, ὑπομνήματα, ἀπομνημονεύματα, Ἀππ. Καρχηδ. 136, Ἐμφυλ. 4. 132. ΙΙ. διάγραμμα, αἱ γραμμαὶ πράγματός τινος, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 4. 1, 15˙ τενόντων ὑπογρ., ἴχνη ποδῶν, ἴχνη, Αἰσχύλ. Χο. 209˙ ἐντεῦθεν, 2) μεταφ., διάγραμμα, σκιαγραφία, γενικὴ περιγραφή, Λατ. adumbratio, ἀντίθετ. τῷ τελεωτάτῃ ἀπεργασίᾳ, Πλάτ. Πολ. 504D, 548D, Νόμ. 737D˙Ϗ θεωρείσθω ἐκ τῆς ὑπ. Ἀριστ. περὶ Ἑρμ. 13. 2, Μετεωρολογ. 1. 8, 18, περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 3. 1. 16. 3) ἐν τῇ Λογικῇ, περιγραφή, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ὁρισμόν, Διογ. Λαέρτ. 7, 160. ΙΙΙ. τὸ διὰ βαφῆς χρίειν τὸ ὑπὸ τὰ βλέφαρα μέρος, Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 3, 2, Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 445. 49˙ πρβλ. ὑπόγραμμα ΙΙ, ὑπογράφω V, ὑποχρίω.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 contour, trace ; fig. esquisse, ébauche, indication générale ou sommaire;
2 action de se teindre ou de se farder les yeux.
Étymologie: ὑπογράφω.
Greek Monolingual
η / ὑπογραφή, ΝΜΑ υπογράφω
το όνομα και το επώνυμο ή το αρχικό του ονόματος και το επώνυμο κάποιου, το οποίο γράφει ο ίδιος στο τέλος επιστολής ή άλλου κειμένου για να δηλώσει ότι το κείμενο είναι δικό του ή ότι εγκρίνει το περιεχόμενό του (α. «βάζω την υπογραφή μου» β. «τῇ ἰδίᾳ φωνῇ καὶ ὑπογραφῇ», Λέων Μάγ.
γ. «ταύτην τὴν χεῑραν ἐξεθέμεθα ἐφ' ὑπογραφῆς ἑκάστου», πάπ.)
νεοελλ.
1. (νομ.) η ιδιόχειρη και ιδιόρρυθμη, συνήθως, αναγραφή του διακριτικού ονόματος ορισμένου προσώπου πάνω σε ορισμένο έγγραφο
2. το να υπογράφει κανείς, το να έχει δικαίωμα υπογραφής υπηρεσιακών εγγράφων («δεν έχει δικαίωμα υπογραφής»)
3. η επίσημη πράξη επικύρωσης συμφωνίας («η υπογραφή της συνθήκης ειρήνης»)
4. φρ. α) «δίνω την υπογραφή μου» — εγγυώμαι για κάποιον
β) «δεν ξέρει ούτε την υπογραφή του να βάζει» — είναι τελείως αγράμματος
γ) «βάζω την υπογραφή μου και με τα δυο μου χέρια» — συμφωνώ απολύτως
μσν.
σχέδιο, απεικόνιση («τύπος ἦν καὶ ὑπογραφὴ παντὸς τοῡ κόσμου», Κοσμ.)
μσν.-αρχ.
1. υπογεγραμμένο κείμενο, αναφορά με υπογραφή («ἐπὶ τῇ ὑπογραφῇ τῆς πίστεως τῆς ὑπὸ τὴν περὶ Γεώργιον ἀπὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως κομισθείσης», Βασ.)
2. η περιγραφή, σε αντιδιαστολή προς τον ορισμό («ἡ δὲ ὑπογραφὴ ἐκ τῶν ἐπουσιωδῶν σύγκειται», Δαμασκ. Ι.)
3. παράδειγμα («γέγονεν ὑπογραφὴ ὁ Κύριος», Κλήμ. Αλ.)
αρχ.
1. έγγραφο καταμήνυσης, γραπτή καταγγελία («ὑπογραφὴν παραναγινωσκομένην», Πλάτ.)
2. επιγραφή σε στήλη
3. διάγραμμα, περίγραμμα
4. σχέδιο, γενική περιγραφή («σχήματος ἕνεκα καὶ ὑπογραφῆς», Πλάτ.)
5. το βάψιμο του δέρματος κάτω από τα βλέφαρα με στίμμι («ὑπογραφὴ τῶν ὀφθαλμῶν», Ξεν.)
6. βαφή
7. απόφαση αξιωματούχου για έγκληση που υποβλήθηκε σε αυτόν
8. αποδοχή ευθύνης σε αίτηση
9. αντίγραφο
10. σχέδιο αρχιτέκτονα
11. διασάφηση
12. η είσοδος τών αλόγων στους ολυμπιακούς αγώνες
13. τρόπος διαδικασίας σε δικαστήριο της Αιγύπτου κατά την ελληνιστική εποχή
14. στον πληθ. αἱ ὑπογραφαί απομνημονεύματα
15. φρ. «τενόντων ὑπογραφαί» — τα ίχνη τών πελμάτων (Αισχύλ.).
Greek Monotonic
ὑπογρᾰφή: ἡ,
I. υπογεγραμμένο έγγραφο καταγγελίας, σε Πλάτ.
II. περίγραμμα, διάγραμμα, γενικές γραμμές, κύρια σημεία, τενόντων ὑπογραφαί, ίχνη, χνάρια, πατημασιές ποδιών, σε Αισχύλ.· διάγραμμα, περίγραμμα, γενικό διάγραμμα, σκαρίφημα, σχέδιο, σχεδιάγραμμα, Λατ. adumbratio, σε Πλάτ. κ.λπ.
III. βάψιμο κάτω από τα βλέφαρα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὑπογρᾰφή: ἡ
1) подпись, надпись Diod.;
2) обвинительное заявление Plat.;
3) очертание, контур Arst.: τενόντων ὑπογραφαί Aesch. следы ног;
4) общий очерк, набросок Arst.: σχήματος ἕνεκα καὶ ὑπογραφῆς Plat. в виде примерного наброска;
5) описание Diog. L.: ἡ τῶν τόπων ὑ. Polyb. описание местности;
6) подкрашивание, подведение (ὀφθαλμῶν Xen.).
Middle Liddell
ὑπο-γρᾰφή, ἡ,
I. a signed bill of indictment, Plat.
II. an outline, τενόντων ὑπογραφαί traces of feet, Aesch.: — an outline, sketch, Lat. adumbratio, Plat., etc.
III. a painting under of the eyelids, Xen.