Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐχάριστος

From LSJ
Revision as of 21:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχᾰριστος Medium diacritics: εὐχάριστος Low diacritics: ευχάριστος Capitals: ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eucháristos Transliteration B: eucharistos Transliteration C: efcharistos Beta Code: eu)xa/ristos

English (LSJ)

ον,    A agreeable, τινι τέχνη X.Oec.5.10 (Comp.); λόγοι Id.Cyr.2.2.1 (Sup.); -ότατα καὶ πιθανώτατα εἴρηκε Plb.12.28.11; εὐχάριστα acceptable gifts, AJA30.249 (Cypr.). Adv. -τως, τελευτᾶν τὸν βίον to die happily, Hdt.1.32.    II grateful, thankful, X.Cyr.8.3.49 (Sup.), Inscr.Prien.103.8 (ii/i B.C.), Ep.Col.3.15, etc. Adv. -τως, διακεῖσθαι πρός τινα D.S.1.90; ἀποδιδόναι Ph.1.520; τῶν γεγονότων μνημονεύειν Plu.2.477f.    III beneficent, θεοί UPZ41.13 (ii B.C.); title of Ptolemy V, OGI90.5 (Rosetta); τὸ τῆς ψυχῆς εὐ. D.S.18.28; βεβαιωτὴς (-ότης codd.) εὐχάριστος, of God, Ph.1.128 codd. (ἰσχυρότατος cj. Cohn).

German (Pape)

[Seite 1108] 1) anmuthig, angenehm; λόγοι εὐχαριστότατοι Xen. Cyr. 2, 2, 1; Folgde; ὅπως ὡς εὐχαριστότατον ᾖ τὸ συμπόσιον τοῖς συνοῦσιν Plut. Aem. Paul. 28; – τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως, das Leben auf erwünschte, glückliche Weise enden, Her. 1, 32. – 2) dankbar, πάντων τῶν ζῴων τὸν ἄνθρωπον εἶναι εὐχαριστότατον Xen. Cyr. 8, 3, 49; Plut. u. a. Sp.; εὐχαρίστως διακεῖσθαι πρός τινα D. Sic. 1, 90. – 3) wohlthätig, D. Sic. 18, 28; N. T; neben φιλόδωρος Poll. 5, 140.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχάριστος: -ον, (χάρις, χαρίζομαι) = εὔχαρις, ὡς καὶ νῦν, πλήρης χάριτος, θελκτικός, Ξεν. Οἰκ. 5. 10· ἐπὶ πραγμάτων, εὐάρεστος, γλαφυρός, λόγοι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 2, 1. - Ἐπίρ., τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως Ἡρόδ. 1. 32. ΙΙ. εὐγνώμων, Λατ. gratus, αὐτόθι 90, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 49. - Ἐπίρρ., εὐχαρίστως διακεῖσθαι πρός τινα Διόδ. 1. 90. ΙΙΙ. ἀγαθοεργός, εὐεργετικὴ διάθεσις, τὸ τῆς ψυχῆς εὐχάριστον ὁ αὐτ. 18. 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 agréable;
2 reconnaissant;
Cp. εὐχαριστότερος, Sp. εὐχαριστότατος.
Étymologie: εὖ, χαρίζομαι.

English (Strong)

from εὖ and a derivative of χαρίζομαι; well favored, i.e. (by implication) grateful: thankful.

English (Thayer)

ἐυχαριστον (εὖ and χαρίζομαι), mindful of favors, grateful, thankful: to God, Xenophon, Cyril 8,3, 49; Plutarch; others); pleasing, agreeable (cf. English grateful in its secondary sense): εὐχάριστοι λόγοι, pleasant conversation, Xenophon, Cyril 2,2, 1; acceptable to others, winning: γυνή εὐχάριστος ἐγείρει ἀνδρί δόξαν, liberal, beneficent, Diodorus 18,28.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐχάριστος, -ον)
(για πρόσ., πράξεις, καταστάσεις, πράγματα)
1. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, ο θελκτικός
2. αυτός που παρέχει ευχαρίστηση, ευφροσύνη, τέρψη
(«οὐχ ὅμοια προαιρεῑται ὁ εὐχάριστος καὶ ὁ γελωτοποιῶν, ἀλλ' ὁ μὲν εὐφραίνειν, ὁ δὲ γελασθῆναι», Δημήτρ.)
μσν.
1. ευχαριστημένος, ικανοποιημένος
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐχάριστον
η αγαθή διάθεση, η καλή διάθεση
αρχ.
1. αγαθοεργός, ευεργετικός
2. τίτλος τών Πτολεμαίων
3. φρ. α) «εὐχάριστα δῶρα» — δώρα ευπρόσδεκτα
β) «τὸ εὐχάριστον τῆς ψυχῆς» — η αγαθοεργός διάθεση της ψυχής, η ευεργετική διάθεση
4. ευγνώμων.
επίρρ...
ευχαρίστως και ευχάριστα (ΑΜ εὐχαρίστως)
νεοελλ.
με προθυμία, με χαρά, με ευχαρίστηση
μσν.-αρχ.
με ευγνωμοσύνη
αρχ.
1. με τρόπο ευχάριστο
2. φρ. «εὐχαρίστως τελευτῶ» — πεθαίνω μέσα σε ευδαιμονία, πεθαίνω ευτυχισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χαριστος (< χαρίζω < χάρις), πρβλ. α-χάριστος, δυσ-χάριστος].

Greek Monotonic

εὐχάριστος: -ον (χαρίζομαι), = εὔχαρις·
I. ελκυστικός, σαγηνευτικός, συναρπαστικός, σε Ξεν.· λέγεται για πράγματα, αρεστός, συμπαθής, ευχάριστος, κομψός, χαριτωμένος, εκλεπτυσμένος, γλαφυρός, στον ίδ.· επίρρ., τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως, πεθαίνω ευτυχισμένος, σε Ηρόδ.
II. ευγνώμων, Λατ. gratus, στον ίδ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὐχάριστος: (ᾰ)
1) приятный, милый (τέχνη γεωρτίας, λόγοι Xen.);
2) благодарный, признательный (ἄνθρωπος Xen.);
3) благодетельный, благожелательный, благосклонный NT.

Middle Liddell

εὐ-χάριστος, ον χαρίζομαι
I. = εὔχαρις, winning, Xen.: of things, agreeable, pleasant, elegant, Xen.:—adv., τελευτᾶν τὸν βίον εὐχαρίστως to die happily, Hdt.
II. grateful, thankful, Lat. gratus, Hdt., Xen.

Chinese

原文音譯:eÙc£ristoj 由-哈里士拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:好-喜樂(的)
字義溯源:感恩,感激的,感謝的;由(εὖ / εὖγε)=好)與(χαρίζομαι)=恩待)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=美,善),而 (χαρίζομαι)出自(χάρις)=恩典), (χάρις)又出自(χαίρω)*=歡樂的)
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編
1) 感謝(1) 西3:15

English (Woodhouse)

grateful

⇢ Look up "εὐχάριστος" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)