συκοφαντέω

Revision as of 10:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A to be a συκοφάντης 1, παππῷοςβίος συκοφαντεῖν ἐστί μοι Ar.Av.1452, cf. Ach.828, Ec.562, al., Lys.22.1, Isoc.15.23, 21.5, al., D.53.1, 55.1, al., Men.Epit.1, al.; ς κατ' ἀγοράν Diph.32.16: c. acc. pers., prosecute vexatiously, blackmail, συκοφαντεῖς τοὺς ξένους; Ar. Av.1431, cf. V.1096 (lyr.); τοὺς συμμάχους Isoc.15.318; ἑτέρους ἔσειε καὶ ἐσυκοφάντει Antipho 6.43; σ. τοὺς τὰς οὐσίας ἔχοντας Arist.Pol. 1304b22, cf. Lys.19.9 (Pass.); συκοφαντοῦμαι νῦν ὑπ' αὐτῶν ἀδίκως Id.Fr.43, cf.X.Oec.11.21, Thphr.Char.23.4; ἰδόντες . . σε ὑπὸ Δημέου συκοφαντούμενον PMich.Zen.57.2 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.212.4, 628.3 (iii B.C.), CPR232.3 (ii/iii A.D.); freq. of blackmail by officials, PTeb. 43.26, 789.21 (ii B.C.), UPZ112i4, 113.10,16 (ii B.C.); συκοφαντῆσαι ἡμᾶς καὶ διασεῖσαι BGU1756.11 (i B.C.); μηδένα διασείσητε μηδὲ συκοφαντήσητε Ev.Luc.3.14, cf. CPR238.6 (ii A.D.), PFlor.382.57 (iii A.D.); τοῦ συκοφαντῆσαι ἡμᾶς to seek occasion against us, oppress us, LXX Ge.43.18; ὁ συκοφαντῶν πένητα ib.Pr.14.31; accuse falsely, ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου that is a false charge brought against Hector by Homer, Philostr.Her.12b; κύριε Γάϊε, συκοφαντούμεθα Ph.2.598, cf. 1.145, D.C.38.28, al.: c. acc. et gen., τὸν θεὸν ὀλιγωρίας Ael.Fr.40: c. acc. rei, denounce as contraband, Μεγαρέων τὰ χλανίσκια Ar.Ach.519; extort by false charges or threats, τριάκοντα μνᾶς Lys.26.24; εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν Ev.Luc.19.8: abs., Isoc.18.10. 2 criticize in a pettifogging way, τοὺς ποιητάς Arist.Po.1456a5, cf. D.H.Th.52, Dem.34, D.S.26.1; lay verbal traps for one, τὸν ῥήτορα βουλόμενος δικαίως ἐξετάζειν καὶ μὴ σ. D.18.232; σ. Θρασύμαχον Pl.R.341c; ὑποσκελίζειν καὶ συκοφαντεῖν D.18.138: c. acc. rei, quibble about, μὴ τὰ συμβάντα συκοφάντει ib.192; σ. τὸ πρᾶγμα Id.23.61, D.H.Dem.25; carp at, stint, τὸν ἐπὶ τοῖς καλλίστοις ἔργοις ἔπαινον D.S.4.8: abs., quibble, Pl.R.341b, Arist.Top.139b26, 157a32, D.20.62. II = κνίζω ἐρωτικῶς, Pl.Com. 255, Men.1071.

German (Pape)

[Seite 973] ein συκοφάντης sein, falsch anklagen, verleumden, chikaniren, τινά, Ar. Ach. 493 Av. 1431; Plat. Rep. I, 341 b; Xen. Mem. 2, 9, 5; Aesch. 1, 20 u. sonst; auch pass., οἱ σεσυκοφαντημένοι, Dem. 25, 83; Lys. 19, 9 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοφαντέω: (συκοφάντης). 1) μετ’ αἰτιατ. προσώπ., ὡς καὶ νῦν, συκοφαντῶ, κατηγορῶ ψευδῶς, διαβάλλω, Ἀριστοφ. Ἀχ. 519, Σφ. 1096, Ὄρν. 1431, Πλάτ., κλπ.· συκ. καὶ σείειν τινά Ἀντιφῶν 146. 22· σ. τοὺς τὰς οὐσίας ἔχοντας Ἀριστ. Πολ. 5. 5, 1· πρβλ. συκοφάντης. ― Παθ., ψευδῶς κατηγοροῦμαι, διαβάλλομαι, συκοφαντοῦμαι Λυσί. 152. 36, Ξεν., κλπ.· ὑπό τινος συκοφαντοῦμαι Λυσί. Ἀποσπ. 26. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., παριστάνω ψευδῶς, κακῶς παριστάνω, Δημ. 639. 17· ― ἀλλά, σ. τριάκοντα μνᾶς, λαμβάνω αὐτὰς διὰ ψευδῶν κατηγοριῶν, Λυσί. 177. 32 εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα Εὐαγγ κ. Λουκ. ιθ΄, 8. 3) ἀπολ., ἀσχολοῦμαι εἰς συκοφαντίας, εἰς ψευδεῖς κατηγορίας ἢ διαβολάς, Ἀριστοφάν. Ὄρν. 1452, Πλάτ. Πολ. 341Β, Λυσί. 164. 15· συκοφαντῶν κατ’ ἀγορὰν Δίφιλος ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 16· καθόλου, ψευδολογῶ, ψευδῆ γνώμην ἢ συμβουλὴν παρέχω, Δημ. 475. 26. ΙΙ. σκέπτομαι ὡς συκοφάντης, συζητῶ σοφιστικῶς, Ἀριστ. Τοπ. 6. 2, 1., 8. 2, 2· πρβλ. συκοφάντημα ΙΙ, συκοφαντία ΙΙ. ΙΙΙ. = κνίζω ἐρωτικῶς, Meineke εἰς Πλάτ. Κωμικ. Ἄδηλα 36, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 439. IV. συκοφαντητέον ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ παραπονεθῇ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 1044.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
calomnier, accuser faussement, acc..
Étymologie: συκοφάντης.

English (Strong)

from a compound of σῦκον and a derivative of φαίνω; to be a fig-informer (reporter of the law forbidding the exportation of figs from Greece), "sycophant", i.e. (genitive and by extension) to defraud (exact unlawfully, extort): accuse falsely, take by false accusation.

English (Thayer)

συκοφάντω; 1st aorist ἐσυκοφάντησα; (from συκοφάντης, and this from σῦκον 'fig', and φαίνω 'to show'. At Athens those were called συκοφανται whose business it was to inform against anyone whom they might detect exporting figs out of Attica; and as sometimes they seem to have extorted money from those loath to he exposed, the name συκοφάντης from the time of Aristophanes down was a general term of opprobrium to designate a malignant informer, a calumniator; a malignant and base accuser from love of gain (but cf. Liddell and Scott, under the word); hence, the verb συκοφάντω signifies)
1. to accuse wrongfully, to calumniate, to attack by malicious devices (Aristophanes, Xenophon, Plato, others).
2. to exact money wrongfully; to extort from, defraud: R. V. margin accuse wrongfully); with a genitive of the person and accusative of the thing, τριάκοντα μνᾶς παρά τίνος Lysias, p. 177,32. The Sept. for עָשַׁק, to oppress, defraud, πένητα, πτωχούς, Proverbs 28:3).

Greek Monotonic

σῡκοφαντέω: μέλ. -ήσω (συκοφάντης
1. με αιτ. προσ., κατηγορώ κάποιον ψευδώς, καταλαλώ, διαβάλλω, συκοφαντώ, λασπολογώ, σε Αριστοφ., Πλάτ. — Παθ., συκοφαντούμαι, διαβάλλομαι, σε Ξεν. κ.λπ.
2. με αιτ. πράγμ., παριστάνω ψευδώς, ανακριβώς, κακώς, σε Δημ.· επίσης όμως, αποσπώ χρήματα μέσω συκοφαντιών, σε Λυσ., Κ.Δ.
3. απόλ., ασχολούμαι, καταγίνομαι με ψευδές κατηγορίες, σε Αριστοφ., Πλάτ.· γενικά, ψευδολογώ, δίνω ψευδή γνώμη ή κακόβουλη συμβουλή, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

σῡκοφαντέω:
1) клеветать, ложно обвинять, порочить (τινα Lys., Arph., Plat., Arst., NT): οἱ σεσυκοφαντημένοι Dem. оклеветанные, жертвы клеветы;
2) добывать путем шантажа, вымогать (τριάκοντα μνᾶς Lys.);
3) заниматься (ложными) доносами Lys., Arph., Plat.;
4) искажать, извращать (τὸ πρᾶγμα Dem.);
5) хитрить, плутовать, мошенничать Arst., Dem.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συκοφαντέω [συκοφάντης] sycofant zijn; overdr. valse trucs gebruiken (in een discussie). valselijk aanklagen, valselijk beschuldigen, belasteren, chanteren met een valse beschuldiging: met acc. van persoon; σ. τοὺς τὰς οὐσίας ἔχοντας de mensen met vermogens belasteren Aristot. Pol. 1304b22; ook overdr. vals bekritiseren. als illegaal aangeven: met acc. van zaak; ἀνδράρια μοχθηρά... ἐσυκοφάντει Μεγαρέων τὰ χλανίσκια misselijke mannetjes deden aangifte van illegale import van mantels uit Megara Aristoph. Ach. 519; door chantage loskrijgen, afpersen:; τριάκοντα μνᾶς 30 mnai Lys. 26.24; met acc. en gen..; εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα ἀποδίδωμι τετραπλοῦν als ik iemand iets heb afgeperst vergoed ik het viervoudig NT Luc. 19.8; ook met acc. v. persoon. μηδένα... συκοφαντήσητε jullie mogen niemand afpersen NT Luc. 3.14.

Middle Liddell

συκοφάντης
1. c. acc. pers. to accuse falsely, slander, calumniate, Ar., Plat.:— Pass. to be falsely accused, Xen., etc.
2. c. acc. rei, to misrepresent, Dem.:—but also, to extort by false accusations, Lys., NTest.
3. absol. to deal in false accusations, Ar., Plat.: generally, to deal falsely, to give false counsel, Dem.

Chinese

原文音譯:sukofantšw 需可-潘帖哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:無花果-聲稱 相當於: (עֲשׁוּקִים‎) (עָשַׁק‎)
字義溯源:無花果-告發,訛詐,誣告,誹謗,恐嚇,勒索;(雅典城曾禁止無花果出境,關卡官吏常以私帶無花果為託詞,誣告商人,藉以敲詐),由(σῦκον)*=無花果)與(φαίνω)=發光,照耀)組成,其中 (φαίνω)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=照耀,顯示)
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編
1) 我訛詐了(1) 路19:8;
2) 訛詐(1) 路3:14