δέρνω
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
Greek Monolingual
(AM δέρω
Α και δείρω και δαίρω
Μ και δέρνω)
χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω
νεοελλ.
Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.)
2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ συνέχεια με κάποιο όργανο («δέρνω το γάλα» — χτυπώ το γάλα για να χωρίσει το βούτυρο)
3. (για τον ασβέστη και τον πηλό) τά χτυπώ με νερό και άλλα υλικά για να τά κάνω κατάλληλα για χρήση, τά δουλεύω καλά
4. φρ. α) «δέρνει ο νους μου» — ανησυχώ ενδόμυχα, ταράζομαι, αμφιταλαντεύομαι
β) «τον δέρνουν όλοι οι ανέμοι» — αντιμετωπίζει ποικίλες δυσκολίες
γ) «μάς δέρνει η μια πλευρά κι η άλλη» — δεν έχουμε πού να στηριχθούμε
δ) «τον δέρνει η βλακεία» — είναι τελείως βλάκας
5. παροιμ. α) «του έφταιξε ο γάιδαρος και δέρνει το σαμάρι» — για όσους τά βάζουν με άλλους κι από ατολμία δεν ενοχλούν τον ένοχο
β) «αγάς δέρνει εμένανε κι εγώ δέρνω εσένα» — σε περίπτωση αλληλοδιαδοχικών πιέσεων και διώξεων
γ) «δέρνε με άντρα μ' δέρνε με κι εγώ τά ξέρω κάνω τα» — για ισχυρογνώμονες
δ) «κλωτσά ο κουτσός, δέρνει ο κουλός, κι οι δυό τους ίσα βγαίνουν» — για ανίκανους να προχωρήσουν σε ενέργειες, που αλληλοβρίζονται
ε) «δερνάμενο σκυλί κακό κυνήγι κάνει» — τίποτε το καλό δεν βγαίνει με τη βία
στ) «και τον πηλό τον δέρνουνε να γίνει κεραμίδι» — χρειάζεται η αυστηρότητα για μόρφωση και συνετισμό
6. (γνωμικό) «δείρε τον κακό να γίνει χειρότερος»
«αλί τον δέρνουν δεκοχτώ και δεν τον δέρνει ο νους του» — αλίμονο σ' όποιον τον παρακινούν όλοι γύρω του κι αυτός δεν ταράζεται
II. μέσ. δέρνομαι
χτυπιέμαι θρηνώντας ή από απελπισία
αρχ.
1. γδέρνω
2. προσβάλλω
3. φρ. α) «ἀσκὸς δεδάρθαι» — να τον γδάρουν και να κάνουν ασκί από το δέρμα του
β) «πρὶν ἐσφάχθαι δέρεις» — γδέρνεις προτού να σφάξεις, πρώτα πιάσε τον λαγό κι ύστερα τον γδέρνεις
γ) «ὁ μὴ δαρεὶς οὐ παιδεύεται» — τα παθήματα γίνονται μαθήματα
δ) «ἀέρα δέρεις» — ματαιοπονείς
ε) «κύνα δέρειν δεδαρμένην» — θα ξαναδείρεις μια σκύλα που τήν έχεις ξαναδείρει (με άσεμνο υπαινιγμό στον αυνανισμό, Αρφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δέρω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα der- «γδέρνω, σχίζω» (πρβλ. γερμ. (ver) zehren, λιθ. deru «γδέρνω») κ.λπ. Οι τύποι σε δαρ- (ε-δάρ-ην, δαρ-τός κ.λπ.) προέρχονται με τη συνεσταλμένη μορφή dr- της ρίζας δερ-. Ο τ. δείρω, παράλληλος του δέρω, είναι παρεκτεταμένος τύπος με y- (πρβλ. λιθ. diriu «γδέρνω»), ενώ ο τ. δαίρω θεωρείται μεταγενέστερη εσφαλμένη γραφή αντί του δέρω. Ο νεοελλ. τ. δέρνω προήλθε από το αρχ. δέρω, κατά το πρότυπο τών κάμνω, δάκνω, τέμνω. Αντίθετα, το μέσο δέρνομαι ερμηνεύεται από το οδύρομαι με παρετυμολογική επίδραση του δέρνω (πρβλ. και φράση «κλαίει και δέρνεται»)
ΠΑΡ. δαρμός, δάρτης, δαρτός, δέρας, δέρμα
αρχ.
δάρσις, δέρρις, δερτά, δέρτρον
μσν.
δαρήσιμος
νεοελλ.
δάρμα.
ΣΥΝΘ. εκδέρω, παραδέρνω (Α παραδέρω)
αρχ.
αναδέρω, αποδέρω, διαδέρω, ενδέρω, καταδέρω, περιδέρω, υποδέρω
νεοελλ.
αγριοδέρνω, ανεμοδέρνω, βωλοδέρνω, γδέρνω, θαλασσοδέρνω, θυροδέρνω, νυχτοπαραδέρνω, ξαναδέρνω, ψυχοπαραδέρνω].