ἐξορμάω

From LSJ
Revision as of 20:03, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τι" to "τι")

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξορμάω Medium diacritics: ἐξορμάω Low diacritics: εξορμάω Capitals: ΕΞΟΡΜΑΩ
Transliteration A: exormáō Transliteration B: exormaō Transliteration C: eksormao Beta Code: e)corma/w

English (LSJ)

A send forth, send to war, A.Pers.46, E.IT1437; πάλιν ἐ. bring quickly back, Id.IA151 codd. (anap.); ἐ. τὴν ναῦν start the ship, set it agoing, Th.7.14; κοῦφον ἐ. πόδα Ar.Th.659:—Pass., set out, start, Hdt.9.51, etc.; πρὸς ἔργον E.Or.1240; ἐπ' ἔργον Men.Epit.162; of arrows, dart from the bow, γλυφίδες τόξων ἐξορμώμεναι E.Or.274, cf. A.Eu.182; move rapidly, rush, S.OC30; τὸ κεῖσε δεῦρό τ' ἐ. Id.Tr.929. 2 excite to action, urge on, E.Rh.788, Th.6.6,88; ἐ. τινὰ ἐπὶ τὴν ἀρετήν X.An.3.1.24. II intr., like Pass., set out, start, especially in haste, μή σε λάθῃσιν κεῖσ' ἐξορμήσασα (sc. νηῦς) Od.12.221; δεῦρο ἐξωρμῶμεν πεζῇ X.An.5.7.17: c. gen., set out from, χθονός E.Tr.1131, etc.: metaph., break out, ἤνθηκεν, ἐξώρμηκεν [ἡ νόσος] S. Tr.1089.

German (Pape)

[Seite 887] heraustreiben, -schicken; Σάρδεις ἐπόχους ἅρμασιν ἐξορμῶσι Aesch. Pers. 46; πόδα, den Fuß herausbewegen, Ar. Th. 659; χαλινούς Eur. I. A. 151; ἅμα μὲν ἐξορμῶσιν, ἅμα δὲ καταπαύουσι δρόμου Plat. Polit. 294 e; καὶ παροξύνειν Thuc. 6, 88; ναῦν, auslaufen lassen, 7, 14; ἐπὶ τὴν ἀρετήν, ermuntern, antreiben, Xen. An. 3, 1, 24 u. Sp.; εἰς Εὔβοιαν, nach Euböa aussenden, Plut. Dem. 17. – Pass. herauseilen, hervorstürmen, πτηνὸν ὄφιν θώμιγγος ἐξορμώμενον Aesch. Eum. 173; δεῦρο Soph. O. C. 30 u. öfter; von den Pfeilen, Eur. Or. 273; πρὸς ἔργον 1240; Her. 9, 51 u. Folgde oft, aufbrechen, ausrücken. – Das act. in intrans. Bdtg, wie das pass., Od. 12, 221; ἐξόρμα κλῃθρων, komm heraus, Eur. I. A. 149; χθονός Troad. 1131; die Krankheit ἤνθηκε, ἐξώρμηκε, ist ausgebrochen, Soph. Tr. 1079; in Prosa, δεῦρο ἐξωρμῶμεν πεζῇ, wir brachen auf, Xen. An. 5, 7, 17; Cyr. 5, 5, 23; Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἐξώρμων, ao. ἐξώρμησα, pf. ἐξώρμηκα;
I. tr. pousser en avant : ῥεῦμα στρατοῦ EUR le courant d'une armée ; ναῦν THC faire avancer vivement un navire ; fig. τινα pousser, exciter qqn ; ἐπί τι à qch ; Pass. s'élancer;
II. intr. 1 s'élancer, se précipiter ; se diriger vivement sur;
2 arriver au terme de sa course, càd à son paroxysme en parl. d'une maladie.
Étymologie: ἐξ, ὁρμάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξορμάω:
1 двигать, отправлять (ἐπόχους πολλοῖς ἅρμασιν Aesch.): ῥεῦμα στρατοῦ ἐ. Eur. двигать стремительное войско, т. е. стремительно двигаться с войском; πάλιν ἐ. Eur. повернуть (направить) обратно; ἐ. τὴν ναῦν Thuc. приводить в движение корабль; ἐ. τὸν πόδα Arph. отправиться, тронуться; pass. устремляться: γλυφίδες τόξων ἐξορμώμεναι Eur. стрелы, слетающие с луков; ἐ. πρὸς ἔργον Eur. приняться за дело;
2 побуждать, поощрять (τινα ἐπὶ τὴν ἀρετήν Xen.);
3 возбуждать, подстрекать (εἰς Εὔβοιαν τοὺς Ἀθηναίους Plut.);
4 устремляться, отправляться: μὴ σε λάθῃσιν κεῖσ᾽ ἐξορμήσασα (sc. νηῦς) Hom. чтобы не ускользнул от тебя сюда устремившийся корабль; δεῦρο ἐξωρμῶμεν πεζῇ Xen. сюда мы отправились пешком; ἐ. χθονός Eur. покинуть страну; κλῄθρων ἐ. Eur. уходить из дому;
5 прорываться наружу, обостряться (ἡ νόσος ἐξώρμηκεν Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξορμάω: ἀποστέλλω, ἐκπέμπω εἰς πόλεμον, τούς... ἐπόχους πολλοῑς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν Αἰσχύλ. Πέρσ. 46, Εὐρ. Ι. Τ. 1437· πάλιν ἐξόρμα, κάμε αὐτοὺς νὰ στραφῶσιν ὀπίσω, ὁ αὐτὸς Ι. Α. 151· οἱ ἐξορμῶντες... ναῡν, οἱ ἐξάγοντες αὐτὴν εἰς τὸ πέλαγος, Θουκ. 7. 14· κινῶ πρὸς τὰ ἔξω, εἶα δὴ πρώτιστα μὲν χρὴ κοῡφον ἐξορμᾱν πόδα Ἀριστοφ. Θεσμ. 659: - Παθ., κινῶ ἔκ τινος μέρους ὅπως μεταβῶ εἰς ἄλλο, «ξεκινῶ», ὡς ἂν μὴ ἰδοίατο οἱ Πέρσαι ἐξορμωμένους Ἡρόδ. 9. 51, κλ.· πρὸς ἔργον Εὐρ. Ὀρ. 1240, κτλ.· ἐπὶ βελῶν, ὁρμῶ ἔξω, οὐχ ὁρᾶθ’ ἑκηβόλων τόξων πτερωτὰς γλυφίδας ἐξορμωμένας; αὐτόθι 273, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 182· τρέχω μεθ’ ὁρμῆς ἔκ τινος τόπου. Σοφ. Ο. Κ. 30, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb· τὸ κεῖσε δεῦρὸ τ’ ἐξ. ὁ αὐτὸς Τρ. 929. 2) παρορμῶ, ἔννυχος γὰρ ἐξόρμα φόβος Εὐρ. Ρῆσ. 788, Θουκ. 6. 6, 88· ἐξ. τινα ἐπὶ τὴν ἀρετὴν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 22. ΙΙ. ἀμεταβ., ὡς τὸ Παθ., ἐπὶ πλοίου, μή σε λάθῃσιν (ἡ ναῦς) κεῖσ’ ἐξορμήσασα, μήπως, χωρὶς νὰ τὸ στοχασθῇς, ἐκτραπῇ τῆς ὁδοῦ αὐτῆς ἡ ναῦς καὶ ὁρμήσῃ πρὸς τὰ ἐκεῖσε; δηλ. πρὸς τὸν σκόπελον, Ὀδ. Μ. 221· κινῶ νὰ ὑπάγω εἰς μέρος τι, ταῦτα δ’ ἦν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ᾗ ἡμεῖς δεῦρ’ ἐξωρμῶμεν πεζῇ Ξεν. Ἀν. 5. 7, 17· μετὰ γεν., ἀπέρχομαι ἔκ τινος τόπου, ἡνίκ’ ἐξώρμα χθονὸς Εὐρ. Τρῳ. 1131, κτλ.: - μεταφ., ἀναφαίνομαι αἰφνιδίως, ἐξήνθηκεν, ἐξώρμηκεν (ἡ νόσος) Σοφ. Τρ. 1089.

English (Autenrieth)

only aor. part. intrans., ἐξορμήσᾶσα, starting away (from the direction intended), Od. 12.221†.

Greek Monotonic

ἐξορμάω: μέλ. -ήσω,
I. 1. αποστέλνω, στέλνω σε πόλεμο, σε Αισχύλ., Ευρ.· ἐξ. τὴν ναῦν, ξεκινώ το πλοίο, το οδηγώ στο πέλαγος, σε Θουκ. — Παθ., επιβιβάζομαι, ξεκινώ, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για βέλη, ορμώ, εκτοξεύομαι, εκτινάσσομαι από το τόξο, στον ίδ.
2. ωθώ σε δράση, παροτρύνω, παρορμώ, στον ίδ., σε Θουκ.
II. αμτβ. ως Παθ., εκπλέω, ξεκινώ, λέγεται για πλοίο, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.· με γεν., φεύγω, αποχωρώ, αναχωρώ από, σε Ευρ.· μεταφ., ξεσπώ, λέγεται για ασθένεια, σε Σοφ.· σφοδρὸς ἐφ' ὅτι ἐφορμήσειε, σφοδρός, έντονος σε οτιδήποτε επιχείρησε, σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to send forth, send to war, Aesch., Eur.; ἐξ. τὴν ναῦν to start the ship, set it agoing, Thuc.:—Pass. to set out, start, Hdt., Eur., etc.; of arrows, to spring from the bow, Eur.
2. to excite to action, urge on, Eur., Thuc.
II. intr., like Pass., to set out, start, of a ship, Od., Xen.: c. gen. to set out from, Eur.:—metaph. to break out, of a disease, Soph.; σφοδρὸς ἐφ' ὅ τι ἐφορμήσειε eager in all that he attempted, Plat.