παρασύρω
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
[ῡ], fut. A -σῠρῶ Hsch.:—Pass., pf. παρασέσυρμαι and aor. 2 παρεσύρην [ῠ] (v. infr.):—sweep away, carry away, of a rapid stream, [Κρατῖνος] πολλῷ ῥεύσας ποτ' ἐπαίνῳ διὰ τῶν ἀφελῶν πεδίων ἔρρει καὶ τῆς στάσεως παρασύρων ἐφόρει τὰς δρῦς κτλ. sweeping the oaks from their stations, Ar.Eq.527; τοῦ ῥεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς… παρέσυρε D.S.17.55: metaph., of orators, τῷ ῥοθίῳ τῆς φορᾶς… ἅπαντα… π. Longin.32.4:— Pass., to be swept away, τῇ τοῦ κατακλυσμοῦ φορᾷ Ph.1.223: metaph., εἰς ἑτέραν παρασύρεσθαι τέχνην Chor.Lyd. 17(21), cf. Anon. in EN418.21; π. ὑπὸ τῶν ὅπλων to be swept into rebellion, Them.Or.7.93c; ἐκ λήθης π. Tz.H.9.751. 2 π. τῶν νεῶν τοὺς ταρσούς sweep off the oars of the ships by brushing past them, Plb. 16.4.14, cf. D.S.13.16 (Pass.): intr., τὰ ἐς πλάγιον τοῦ ὀστέου παρασύραντα βέλεα grazing it obliquely, Hp.VC11. 3 snatch away, ἴκτινος π. κρέας S.Fr. 767. 4 π. ἔπος drag a word in, use it out of time and place, A.Pr. 1065(anap.). 5 generally, drag, hale, τινὰ εἰς τὰ κριτήρια Mitteis Chr.89.22 (ii A.D.). 6 drag out, τὸν λοιπὸν χρόνον Lyd.Mag.3.67. 7 ridicule, παρώφθη καὶ παρεσύρη Ph. 2.566:—Med., παιδιὰς παρασεσυρμένας mocking, ib.570. 8 Pass., in Geom., glide, slide along the circumference of a curve, Procl.Hyp.4.4,34. 9 παρασεσυρμένοι, = ὑπεσκελισμένοι, of wrestlers, Hsch.
German (Pape)
[Seite 501] daneben, dabei, an der Seite ziehen, ἔπος, ein nicht zur Sache gehöriges Wort herbeiziehen, Aesch. Prom. 1067; – mit fortreißen, vom Strome, D. Sic. 17, 55, wie Ar. Equ. 527 übertr. sagt Κρατίνου, ὃς πολλῷ ῥεύσας ποτ' ἐπαίνῳ τῆς στάσεως παρασύρων ἐφόρει τὰς δρῦς; Pol. κατὰ τοὺς διέκπλους παρασύροντες τῶν πολεμίων νεῶν τοὺς ταρσούς, 16, 4, 14; D. Sic. 11, 18. 20.
French (Bailly abrégé)
ao. παρέσυρα, Pass. ao.2 παρεσύρην, pf. παρασέσυρμαι;
1 tirer de côté, emporter avec soi (dans son cours);
2 tirer (par les cheveux) ; introduire par violence ou sans raison.
Étymologie: παρά, σύρω.
Russian (Dvoretsky)
παρασύρω: (ῡ)
1 притаскивать со стороны, т. е. некстати: οὐ τλητὸν παρέσυρας ἔπος Aesch. твоя речь была невыносима;
2 утаскивать, похищать (κρέας Soph.);
3 увлекать (в своем течении), уносить (с собой) (τὰς δρῦς Arph.; τοὺς ταρσοὺς τῶν νεῶν Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
παρασύρω: [υ], ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ ὁρμητικοῦ ῥεύματος, παραφέρω, [Κρατῖνος] πολλῷ ῥεύσας ποτ’ ἐπαίνῳ διὰ τῶν ἀφελῶν πεδίων ἔρρει καὶ τῆς στάσεως παρασύρων ἐφόρει τὰς δρῦς κτλ., παρασύρων τὰς δρῦς ἐκ τῶν θέσεων αὐτῶν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 527· τοῦ ῥεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς ... παρέσυρε Διόδ. 17. 55· ἐπὶ ῥητόρων, τῷ ῥοθίῳ τῆς φορᾶς ... ἅπαντα ... π. Λογγῖν. 32. 33· - οἱ παρασεσυρμένοι = ὑποσκελισμένοι, ἐπὶ παλαιστῶν, Ἡσύχ. - Παθ., ἀόρ. παρεσύρην [ῠ], πρόσγειοι Ἄννα Κομν. 2. 346, 3· π. ὑπὸ τῶν ὅπλων Θεμίστ. 93C· μεταφορ., ἐκ λήθης π. Τζέτζ. Ἱστ. 9. 751. 2) ταρσοὺς παρασύρω, παρασύρω τὰς κώπας πλοίου παρερχόμενος παρ’ αὐτὸ μέχρι ψαύσεως, Πολύβ. 16. 4, 14, Διόδ. 13. 16, κ. ἀλλ.: ἀμετάβ., ἐς πλάγιον τοῦ ὀστέου π., ἐπιψαύω πλαγίως, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 902. 3) ἁρπάζω καὶ φεύγω, κλέπτω, ἴκτινος ὡς ἔκλαγξε περασύρας κρέας Σοφ. Ἀποσπ. 890. - Μέσ., λείαν παρεσύραντο Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Α΄, 162. 4) π. ἔπος, παρεισάγω λέξιν τινά, μεταχειρίζομαι αὐτὴν ἀτόπως καὶ ἀκαίρως, Αἰσχύλ. Πρ. 1065. 5) = σύρω, παρασύρειν εἰς τὰ κριτήρια (= δικαστήρια) τινὰ Πάπυρ. Βερολ. 613, 3.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, παρασέρνω Ν
(για ορμητικό ρεύμα) σύρω βιαίως, κυλώντας ορμητικά αρπάζω και παίρνω μαζί μου, συμπαρασύρω κάποιον ή κάτι (α. «ο χείμαρρος παρέσυρε τα πάντα» β. «του ρεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς παρέσυρε», Διόδ. Σικ.)
νεοελλ.
1. ρίχνω κάτω και σύρω μαζί μου («τον παρέσυρε το αυτοκίνητο»)
2. σύρω κάποιον έξω από τον δρόμο του, τον κάνω να παρεκκλίνει από τον δρόμο που ακολουθεί («μέ παρέσυρε πολύ μακριά από το σπίτι μου»)
3. μτφ. οδηγώ κάποιον σε κάτι κακό, τον αποπλανώ, τον κάνω να παρεκτραπεί ηθικά, ξελογιάζω, ξεμυαλίζω κάποιον
μσν.-αρχ.
1. μέσ. παρασύρομαι
έρπω, σούρνομαι («παρασύρεται τὴν κοιλίαν τῷ ἐδάφει», Ιππιατρ.)
2. παθ. μτφ. προσελκύομαι, σύρομαι προς κάτι άλλο («εἰς ἑτέραν παρασύρεσθαι τέχνην», Χορίκ.)
μσν.
περνώ τον καιρό μου όπως όπως
αρχ.
1. αρπάζω κάτι και φεύγω, κλέβω κάτι («ἴκτινος ὡς ἔκλαγξε παρασύρας κρέας», Σοφ.)
2. περνώ ξυστά, μόλις αγγίζοντας κάτι («τὰ πλάγιον τοῦ ὀστέου παρασύροντα βέλεα», Ιπποκρ.)
3. (μτφ. για ρήτορα) προσελκύω προς το μέρος μου, προς τις ιδέες μου («παρασῡραι οἷος ῥήτωρ», Πολυδ.)
4. οδηγώ κάποιον κάπου («παρασύρω τινά εἰς τὰ κριτήρια [= δικαστήρια]», επιγρ.)
5. παθ. (για μέλη του σώματος) στραμπουλίζομαι («τραχήλους παρασύρεσθαι», Διόδ. Σικ.)
6. παθ. μτφ. γελοιοποιούμαι, γίνομαι αντικείμενο σκώμματος («παρώφθη καὶ παρεσύρη», Φίλ.)
7. παθ. (γεωμ.) γλιστρώ κατά τη διεύθυνση μιας καμπύλης
8. φρ. α) «παρασύρομαι ὑπὸ τῶν ὅπλων» — σύρομαι σε ανταρσία, αναμιγνύομαι σε στάση
β) «παρασύρω ἔπος» — λέγω κάτι άκαιρα και ασύνετα, μεταχειρίζομαι μια λέξη άτοπα, (Αισχύλ.)
9. (κατά τον Ησύχ.) «παρασεσυρμένοι
ὑπεσκελισμένοι, ἐπὶ τῶν παλαιστῶν».
Greek Monotonic
παρασύρω: [ῡ], μέλ. -σῠρῶ,
I. παρασύρω, μεταφέρω μακριά, λέγεται για γρήγορο ποτάμι, σε Αριστοφ.
II. παρασύρω ἔπος, πετώ μια βιαστική κουβέντα σε συζήτηση, τη χρησιμοποιώ άκαιρα και άτοπα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
fut. -σῠρῶ
I. to sweep away, carry away, of a rapid stream, Ar.
II. π. ἔπος to drag a word in, use it out of time and place, Aesch.