μετριάζω

From LSJ
Revision as of 10:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετριάζω Medium diacritics: μετριάζω Low diacritics: μετριάζω Capitals: ΜΕΤΡΙΑΖΩ
Transliteration A: metriázō Transliteration B: metriazō Transliteration C: metriazo Beta Code: metria/zw

English (LSJ)

A to be moderate, keep measure, S.Ph.1183 (lyr.), Th.1.76, Arist.Pol.1298a40; τινι in a thing, ib.1314b33: with Preps., μ. ἐν ταῖς εὐπραξίαις D.20.162; περὶ τὰ τοιαῦτα Pl.Lg.784e; περὶ τὸ δίκαιον D.H.13.13; πρὸς λύπην Pl.R. 603e; ἐπί τινι Luc.Im.21; μ. ἐν τῷ προθύμῳ show but moderate zeal, Hdn.8.3.5: c. gen., μ. τῶν παθῶν Hierocl. in CA10p.436M.
2 of disease, remit, abate, opp. παροξύνεσθαι, Gal.16.711.
3 of persons, be only middling, to be unwell, Men.1037, LXX Ne.2.2, Poet. de herb.3.
4 οἱ μετριάζοντες, = οἱ μέτριον τὸ αἰδοῖον ἔχοντες, Arist.GA718a24.
5 jest, Sch.Ar.V. 64.
II trans., moderate, regulate, control, ὅρκοις μ. ψυχὴν νέαν Pl. Lg.692b; [τὴν βασιλείαν] Arist.Pol.1313a26; τι ἡμῖν ἀπὸ τοῦ ἐκφορίου reduce our rent, PCair.Zen.433.12 (iii B. C.); τὴν τιμωρίαν Ph.1.41.

German (Pape)

[Seite 162] mäßig sein, sich mäßigen, Thuc. 1, 76, wo der Schol. erkl. ταπεινοί ἐσμεν; πρὸς λύπην, Plat. Rep. X, 603 e; περί τι, Legg. VI, 784 e, wie Arist. pol. 7, 13; ἐν ταῖς εὐπραξίαις, Dem. Lpt. 162; Sp., wie Iambl., ἐν τοῖς ἀτυχήμασιν; ἐπὶ τοῖς ἀτυχήμασι, Luc. Imag. 21; Plut. oft, bes. von einem gewissen Gleichmaaß des Gemüths, leidenschaftslos, ruhig; Hdn. 8, 3, 5, οἱ ὑπὲρ ἄλλου μαχόμενοι μετριάζουσιν ἐν τῷ προθύμῳ τῆς μάχης, d. i. sie haben nur einen mittelmäßigen Muth. – Von Kranken, sich bessern, Ael. N. A. 9, 15, Galen. – Auch trans., mäßigen, in Schranken halten, ὅρκοις μετριάσαι ψυχὴν νέαν λαβοῦσαν ἀρχήν, Plat. Legg. III, 692 b.

French (Bailly abrégé)

être modéré, se conduire avec modération.
Étymologie: μέτριος.

Russian (Dvoretsky)

μετριάζω:
1 быть умеренным, сдержанным (τινί, Arst., πρός и περί τι Plat., ἔν τινι Dem. и ἐπί τινι Luc.): διὰ τὸ μετριάζειν Arst. благодаря умеренности; μετρίαζε Soph. будь сдержанным, успокойся; ὁ μετριάζων (τῷ μεγέθει) Arst. средний, нормальный;
2 умерять, сдерживать (ψυχὴν ὅρκοις Plat.);
3 слабеть, недомогать Men.

Greek (Liddell-Scott)

μετριάζω: εἶμαι μέτριος, φέρομαι μετὰ μετριότητος, μετρίαζ’, μὴ ταράσσου, μένε ἥσυχος, Σοφ. Φ. 1183, Θουκ. 1, 76, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 14, 8· τινί, ἔν τινι πράγματι, αὐτόθι 5. 11, 2 καὶ 24· οὕτω μετὰ προθέσ., μ. ἐν ταῖς εὐπραξίαις Δημ. 506, ἐν τέλ.· περὶ τὰ τοιαῦτα Πλάτ. Νόμ. 784Ε· πρὸς λύπην ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 603Ε· ἐπί τινι Λουκ. Εἰκόν. 21· μ. ἐν τῷ προθύμῳ, δεικνύω μέτριον ζῆλον, Ἡρόδ. 8. 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μετριάζει· μετριοφρονεῖ». 2) εἶμαι ἐν μετρίᾳ ὑγείᾳ, εἶμαι ἀρκετὰ καλά, Γαλην.· ἀλλ’ ὡσαύτως εἶμαι «μετρίως» καλά, δηλ. εἶμαι ἀσθενής, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 448, Ἑβδ. (Νεεμ. Β΄, 2). 3) χαριεντίζομαι, λέγω τι παίζων, Ψευδο-Κύριλλ. Ἀλ. Χ., 1077C, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 64. ΙΙ. μετριάζω, διευθύνω, ῥυθμίζω, ὅρκοις μετριάσαι ψυχὴν νέαν λαβοῦσαν ἀρχήν, Λατ. moderari, Πλάτ. Νόμ. 692Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 2· μετριάζω τὸ δίκαιον, συγκιρνῶ τὸ αὐστηρὸν τῆς δικαιοσύνης, Διον. Ἁλ. 13. 13.

Greek Monolingual

(I)
(ΑΜ μετριάζω, Μ και μιτριάζω και μιτριγιάζω)
1. καθιστώ κάποιον ή κάτι μέτριο, κρατώ κάτι μέσα στα όρια του μέτρου, μειώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση, περιστέλλω, περιορίζω
(α. «μετριάζω την ταχύτητα» β. «οὐκ ἂν ποτ' ᾠήθησαν ὅρκοις μετριᾱσσαι ψυχήν νέαν λαβοῦσαν ἀρχήν», Πλάτ.)
2. μτφ. αμβλύνω, απαλύνω, μαλακώνω
νεοελλ.
ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω («εσύ μού μετριάζεις», Σουμμ.)
μσν.
συμβιβάζομαι
μσν.-αρχ.
1. είμαι μετριόφρων, είμαι ταπεινός, ταπεινώνομαι («διατί τὸ πρόσωπόν σου πονηρὸν καὶ οὐκ εἶ μετριάζων;», ΠΔ)
2. μτφ. χαριεντίζομαι, αστειεύομαι, χαριτολογώ
3. διασκεδάζω, παίζω
αρχ.
1. συμπεριφέρομαι, σκέπτομαι ή μιλώ με μέτρο, με σύνεση
2. (για πρόσ.) α) είμαι κάπως ασθενής, αδύναμος
β) είμαι αρκετά καλά, σε μέτρια υγεία
3. διευθύνω, ρυθμίζω
4. (για νόσο) αμβλύνομαι, βρίσκομαι σε ύφεση
5. φρ. α) «μετριάζω ἐν τῷ προθύμῳ» — επιδεικνύω μέτριο ζήλο, έχω μέτριο θάρρος
β) «οἱ μετριάζοντες» — αυτοί που έχουν αιδοίο μέτριου μεγέθους
γ) «μετρίαζε» — μην ταράζεσαι, μένε ήσυχος, (Σοφ.)
δ) «μετριάζω τὸ δίκαιον» — μετριάζω την αυστηρότητα της δικαιοσύνης, τήν αναμιγνύω με ανθρωπισμό, (Δίον. Αλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος. Ο τ. μετριάζω με αφομοίωση του -ε- σε -ι-].
(II)
μετριάζω (Μ)
μετρώ, εξακριβώνω με μέτρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μετρῶ κατά τα ρ. σε -ιάζω].

Greek Monotonic

μετριάζω: (μέτριος), μέλ. -σω,
I. είμαι μετριοπαθής, τηρώ το μέτρο, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.
II. μτβ., μετριάζω, ρυθμίζω, ελέγχω, Λατ. moderari, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

μετριάζω, fut. -σω μέτριος
I. to be moderate, keep measure, Soph., Thuc., etc.
II. trans. to moderate, regulate, control, Lat. moderari, Plat., etc.