μύζω
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
(A), fut. μύξω D.L.10.118: aor. ἔμυξα Men.81:—make the sound μὺ μῦ, mutter, moan, A.Eu.118; μ. οἰκτισμὸν make a piteous moaning, ib.189: hence to denote displeasure, murmur, growl, Ar.Th.231; of the noise made by the dolphin, Arist.HA535b32; rumble, ἐπὶ τοῖσι σπλάγχνοισι μύζει Hp.Morb.2.55: impers., ἔμυζεν ἐν τῇ γαστρί Id.Epid.5.6: pf., μεμυζότε μυδαλέω τε Antim.90.
(B), = μυζάω, [τοὺς καλάμους] λαβόντα εἰς τὸ στόμα μύζειν X. An.4.5.27.
German (Pape)
[Seite 214] 1) mit geschlossenem Munde einen Laut hervorbringen, indem man den Athem heftig durch die Nase stößt, schnauben, stöhnen; Aesch. Eum. 117; μύζουσιν οἰκτισμὸν πολύν, 180; Ar. Thesm. 231 wird Einer, der μῦ μῦ gesagt hat, gefragt: τί μύζεις; was klagst du? Arist. vrbdt μύζων καὶ στένων, μύζει καὶ τριγμὸν ἀφίησι; Sp.; vgl. μύω. Bei Hippocr. heißt es auch τὰ σπλάγχνα μύζει u. πρὸς τὰ σπλάγχνα μύζει u. ἐμυσεν ἐν τῇ γαστρὶ ἰσχυρῶς. – 2) sa ug en, wie μυζάω, Hesych.
French (Bailly abrégé)
f. μύξω. ao. ἔμυξα, pf. inus.
serrer les lèvres :
1 grogner, gronder ; se murmurer à soi-même;
2 sucer.
Étymologie: DELG onomatopée ; cf. μῦ².
Russian (Dvoretsky)
μύζω:
I (aor. ἔμυξα) издавать звуки, подобные мычанию, стонать (τί μύζεις; Arph.): οἰκτισμὸν πολὺν μ. Aesch. издавать громкие стоны.
II сосать, всасывать (sc. τὸ πόμα Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
μύζω: (Α), μέλλ. μύξω Διογ. Λ. 10. 118· ἀόρ. ἔμυξα Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 7, (ἴδε κατωτέρ. καὶ πρβλ. ἐπιμύζω). Κάμνω τὸν ἦχον, μὺ μῦ ἢ μυμῦ, βογγῶ μὲ τὰ χείλη κλεισμένα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 118· οἰκισμὸν μ., βογγῶ θλιβερῶς, αὐτόθι 189· ἐντεῦθεν πρὸς δήλωσιν δυσαρεσκείας, μουρμουρίζω, γογγύζω, ὡς τὸ μῦ λαλεῖν (ἴδε μῦ), Ἀριστοφ. Θεσμ. 231· - ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν παράγει ὁ δελφίς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 8, πρβλ. μυγμός· - καθόλου, γογγύζω, γουργουλίζω, τὰ σπλάγχνα μύζει Ἱππ. 480. 49, κτλ.· ἀπροσ., ἔμυσεν (ἔμυζεν;) ἐν τῇ γαστρὶ ὁ αὐτ. 1142Η· - τύπον τινὰ πρκμ. μεμυζότε μυδαλέω τε, μνημονεύει ἐκ τοῦ Ἀντιμ. ὁ Εὐστ. 1746. 19. Περὶ τῆς ῥίζης (ἴδε ἐν λέξ. μύω).
Greek Monolingual
(I)
(ΑΜ μύζω, Μ και μύσσω)
βογγώ θλιβερά, στενάζω από τη θλίψη («μύζουσιν οἰκτισμὸν πολὺν ὑπὸ ῥάχιν παγένιες», Αισχύλ.)
(μσν. -αρχ.) μυκτηρίζω, χλευάζω
αρχ.
1. παράγω ήχο με τη μύτη έχοντας κλειστό το στόμα, μουγκρίζω
2. μουρμουρίζω από δυσαρέσκεια, παραπονούμαι, γκρινιάζω
3. (για τα σπλάγχνα) γουργουρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα mu-g-, παρεκτεταμένη μορφή της αρχικής ρίζας mū- «ηχομίμηση του υπόκωφου ήχου που προκαλείται με κλειστά χείλη, του άναρθρου μουρμουρίσματος» (πρβλ. μῦ, μύζω Ι) και συνδέεται με το χεττιτ. mugāizzi «ικετεύω», λατ. mūgiō «μουγκρίζω», αρχ. άνω γερμ. muckazzen «μουρμουρίζω, μεμψιμοιρώ» και με τα μύσσομαι, μυκάομαι, μύω].
(II)
μύζω (Α)
πίνω με κλειστά τα χείλη, ρουφώ, βυζαίνω, πιπιλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το μῦ, άποψη που ενισχύεται από τη σημασιολογική συγγένειά τους λόγω της κοινής θέσης τών χειλέων κατά την εκφορά του επιφωνήματος και κατά την πράξη της εκμύζησης. Επίσης η λ. συνδέεται με το μύζω Ι].
Greek Monotonic
μύζω: (μύ, μῦ), μέλ. μύξω, αόρ. αʹ ἔμυξα·
I. μουρμουρίζω με κλειστά χείλη, υποτονθορίζω, βαριαναστενάζω, σε Αισχύλ.· οἰκτισμὸν μύζω, βγάζω βαρύ αναστεναγμό από λύπη, στον ίδ.
II. πίνω με κλειστά χείλη, θηλάζω, σε Ξεν.
Frisk Etymological English
1
Grammatical information: v.
Meaning: suck (Hp., X.)
Other forms: aor. μυζῆσαι (Δ 218), pres. also μυζ-άω, -έω (Hero, late; Schwyzer 721).
Compounds: Also with ἐκ-, ἀπο-. As 1. member in μύζ-ουρις fellatrix (Com. Adesp.).
Derivatives: (ἐκ-)μύζησις, ἐκ-μυζ-ηθμός, -ησμός the sucking (medic.), μυζητής m. caterpillar (Sm.).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Prop.. "make μυ" because of the position of the lips when sucking and in the end identical with μύζω 2. The traditional connection with μυδάω is semantically not convincing.
2
Grammatical information: v.
Meaning: mutter, moan (Hp., A., Ar., Arist.),
Other forms: aor. μύξαι (Men.), fut. μύξω (D.L.), perf. ptc. μεμυζότε (Antim.; after Hom. πεφυζότες).
Compounds: Also with ἐπι- in ἐπέμυξαν (Δ 20), ἐπεμύξατο ἐπεστέναξεν, ἐπεγόγγυσεν H.
Derivatives: μυγμός m. moaning, sigh (A., Arist.), also the producing of the sound μ (D. T.); besides μυχμός `id. (ω 416; cf. Schwyzer 206 n. 1).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Prop. "say μῦ (mu)", old onomatopoetic formation with several agreeing forms, e.g. Lat. mūgiō roar, Hitt. mugāizzi pray, ask, beseech, OHG muckazzen mucken, talk slowly' etc.; further s. μύσσομαι and μυκάομαι, also μῦθος and μύω (?).
Middle Liddell
[μύ, μῦ]
I. to murmur with closed lips, to mutter, moan, Aesch.; οἰκτισμὸν μ. to make a piteous moaning, Aesch.
II. to drink with closed lips, to suck in, Xen.
Frisk Etymology German
μύζω: 1. (Hp., X.)
{múzō}
Forms: Aor. μυζῆσαι (Δ 218), Präs. auch μυζάω, -έω (Hero, spät; Schwyzer 721),
Grammar: v.
Meaning: saugen, aussaugen;
Composita: auch mit ἐκ-, ἀπο-, als Vorderglied in μύζουρις fellatrix (Kom. Adesp.).
Derivative: Davon (ἐκ-)μύζησις, ἐκμυζηθμός, -ησμός das Saugen (Mediz.), μυζητής m. Raupe (Sm.).
Etymology: Eig. "μῦ machen" mit Beziehung auf die Stellung der Lippen beim Saugen und also mit 2. μύζω im Grunde identisch. Die herkömmliche Anknüpfung an μυδάω leuchtet semantisch nicht ein.
Page 2,264
2. (Hp., A., Ar., Arist.),
{múzō}
Forms: Aor. μύξαι (Men.), Fut. μύξω(D.L.), Perf. Ptz. μεμυζότε (Antim.; nach hom. πεφυζότες),
Grammar: v.
Meaning: stöhnen, seufzen;
Composita: auch mit ἐπι- in ἐπέμυξαν (Δ 20), ἐπεμύξατο· ἐπεστέναξεν, ἐπεγόγγυσεν H.
Derivative: Davon μυγμός m. das Stöhnen, der Seufzer (A., Arist. u.a.), auch ‘das Hervorbringen des Lautes μ (D. T. u.a.); daneben μυχμός ib. (ω 416; vgl. Schwyzer 206 A. 1).
Etymology: Eig. "μῦ (mu) sagen", alte onomatopoetische Bildung mit mehreren Entsprechungen, z.B. lat. mūgiō brüllen, heth. mugāizzi beten, bitten, anflehen, ahd. muckazzen ’mucken, leise reden’ u.a.m.; weiteres s. μύσσομαι und μυκάομαι, auch μῦθος und μύω.
Page 2,264
Mantoulidis Etymological
1 (=κάνω τόν ἦχο, μύ μύ, μουρμουρίζω). Ἠχοποιημένη λέξη ἀπό τό μυμυπού εἶναι ὁ ἦχος πού βγαίνει μέ κλεισμένα τά χείλη.
Παράγωγα: μυγμός (=μούγκρισμα), ἐπίμυκτος, ἐπίμυξις (=στεναγμός), μυχθίζω (=φυσῶ μέ τή μύτη ἔχοντας κλεισμένα τά χείλια).
2 (=ρουφῶ, βυζαίνω). Ἀπό τό μύδος (=ὑγρασία, μούχλα) ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις μυδών (=σάπιο κρέας), μυδάω (=στάζω), μυδαλέος (=ὑγρός), μυδαίνω (=ὑγραίνω), μυζάω (=βυζαίνω), μύσος (=βρωμιά).