ἄγχω

Revision as of 05:36, 20 May 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

fut. ἄγξω Ar.Ec.638, Luc.DMort.22.1: aor. 1 inf. ἄγξαι v.l. for ἄξαι LXX 4 Ma.9.17, (ἀπ-) Ar.Pax796:—Med. and Pass. (v. infr.) only in pres.:—squeeze, esp. the throat, ἄγχε μιν ἱμὰς ὑπὸ δειρήν Il.3.371; embrace, μὴ θέλουσαν Anacreont.57.22, cf. Herod. 1.18; hug, in wrestling, Id.2.12, Luc.Anach.1, Paus.8.40.2, Philostr.Im. 1.6 (Pass.); strangle, throttle, τοὺς πατέρας ἦγχον νύκτωρ Ar.V.1039, cf. Ec.638,640; τὸν Κέρβερον ἀπῇζας ἄγχων Id.Ra.468, cf. Av.1575; κἂν ταῦρον ἄγχοις Id.Lys.81, cf. Crates Com.29, D.54.20, Theoc.5.106, APl.4.90; ἐν χαλινῷ τὰς σιαγόνας ἄ. LXX Ps.31 (32).9: metaph., of pressing creditors, Ar.Eq.775, Luc.Symp.32; ψυχὴ ὑπὸ τοῦ σώματος ἀγχομένη Corp.Herm. 10.24, cf. 7.3; of a guilty conscience, τοῦτο . . ἄγχει, σιωπᾶν ποιεῖ D.19.208:—Med., strangle oneself, Hp. Morb.2.68:—Pass., Pi.N.1.46, D.47.59, Theoc.7.125; to be drowned, Hp.Virg.1.—Not in Trag.

Spanish (DGE)

I 1apretar el cuello ἄγχε δέ μιν ... ἱμὰς ... ὑπὸ δειρήν casi le ahogaba el barboquejo bajo su cuello (a Paris al ser arrastrado) Il.3.371, ἀγχομένοις δὲ χρόνος ψυχὰς ἀπέπνευσεν mientras les apretaba el cuello (Heracles niño a las serpientes) ese lapso de tiempo hizo que exhalaran la vida Pi.N.1.46, κύων ... λύκος ἄγχει perro que agarra a los lobos por el cuello Theoc.5.106, ἐκ τῶν κρανῶν αὐτοὺς ἦγχον D.C.47.44.2
ahogar, estrangular λέοντα Epimenid.B 2.3, ταῦρον Ar.Lys.81, τὸν Κέρβερον Ar.Ra.468, τοὺς πατέρας Ar.V.1039, πάντα γέροντα Ar.Ec.638, τὸν ἄνθρωπον Ar.Au.1575, ἐκεῖνον Crates Com.32.5, cf. D.47.59, 54.20, Arr.Ind.15.2, cf. Herod.1.18, POxy.2111.29, 35 (II d.C.)
fig. μου τὸν λογισμὸν ἄγξαι LXX 4Ma.9.17
en med. estrangularse, ahogarse Hp.Virg.1, Morb.2.68, ἐν τῇ θαλάσσῃ T.Zab.5.5
part. pres. (ὁ) ἄγχων = verdugo Hsch.
2 estrechar, oprimir en el acto amoroso Anacreont.59.22, ἐν χαλινῷ ... τὰς σιαγόνας LXX Ps.31.9
en la lucha hacer una llave Herod.2.12, Luc.Anach.1, Paus.8.40.2, Philostr.Im.1.6.4, ἀπὸ τᾶσδε ... Μόλων ἄγχοιτο παλαίστρας ojalá a Molón le hicieran una llave en esa palestra, Theoc.7.125.
II fig.
1 oprimir, atormentar, afligir, no dar respiro de un acreedor, Ar.Eq.775, de la mala conciencia, D.19.208, ψυχὴ ὑπὸ τοῦ σώματος ἀγχομένη Corp.Herm.10.24, τῇ πείνᾳ ἀγχόμεθα estamos agobiados por el hambre, PLond.1674.21 (VI d.C.) en BL 2(2).84.
2 forzar, obligar c. inf. ἄνχοντος Δάζου χωρίζεσθαι ἀπ' αὐτῶν, Ἀρχ.Ἐφ. 1924.157.n.400B.5 (Tesalia I a.C.), c. prep. εἰς τὴν προσκαρτέρησιν τῆς εὐχῆς βιάζεται ἑαυτὸν καὶ ἄγχει Mac.Aeg.Hom.19.7.
3 reprimir Gr.Naz.M.36.17A.
4 seducir, extraviar Aq.Pr.7.21.
• Etimología: *H2em-gh-/H2m̥-gh- que se encuentra en het. ḫamenk- ‘atar’, lat. ango, angor, ai. amhas- ‘angustia’, arm. anju-k, gót. aggwusestrecho’, etc.

German (Pape)

[Seite 27] die Kehle zuschnüren, Hom. einmal, Iliad. 3, 371 ἄγχε δέ μιν πολύκεστος ἱμὰς ἁπαλὴν ὑπὸ δειρήν; Κέρβερον ἀπῆξας ἄγχων Ar. Ran. 468, τὸν πῆχυν ὑποβαλὼν τῷ λαιμῷ, ἄγχει αὐτόν Luv. Gymn. 1; auch pass., Pind. N. 1, 46 u. Luc. Gymn. 11. Dah. erdrosseln, Thcoer. 25, 264; Ar. Vesp. 1039 neben ἀποπνίγω, vgl. Av. 1352. 1575; ἄγξουσιν Eccl. 638; κἂν ταῦρον ἄγχοις, von großer Kraft, Lys 81; überh. mißhandeln, quälen, mit στρεβλῶ verbdn Equ. 774, mit τύπτω Dem. 47, 59, u. vom bösen Gewissen 19, 208; von Glaubigern und vom Eintreiben einer Schuld Luc. Dial. Mort. 22, 1; Symp. 32; ähnl. ango.

French (Bailly abrégé)

f. ἄγξω, ao. ἦγξα, pf. inus.
serrer, étrangler, étouffer.
Étymologie: R. Ἀγχ, serrer, étreindre.

Russian (Dvoretsky)

ἄγχω:
1 стискивать, сдавливать (τινὰ ὑπὸ δείρην Hom.);
2 удавливать, душить, перен. притеснять, мучить (τινά Arph., Dem., Theocr., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄγχω: μέλλ. ἄγξω, Ἀριστοφ. Ἑκκλ. 638, Λουκ.· ἀόρ. ἦγξα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3588, Ἰώσηπ. (ἀπ-), Ἀριστοφ. Εἰρ. 796: ― μέσ. καὶ παθ. (ἴδε κατωτέρω) μόνον κατ’ ἐνεστ., πρβλ. ἀπάγχω. (Ἐκ τῆς √ΑΧ, √ΑΓΧ παράγονται τὰ ἀχέω, ἀχεύω, ἄχνυμαι· ἀγχόνη, ὡς καὶ τὰ ἄγχι (ὃ ἴδε), ἀγχοῦ, ἔναγχος, ἐγγύς· ἄχος, ἄχθομαι, ἄχθος, ἴσως δὲ καὶ τὰ ἀχήν, ἀχηνία, (Λατ. egeo)· πρβλ. Σανσκρ. anhus, anhas, (Λατ. angustus, angor), agham (κακόν)· Λατ. ango, angina, anxius· Γοτθ. aggvya (ango), aggvus (angustus). Ἀρχ. Ὑψ. Γερμ. angust (angst, στενοχωρία)· ― ἡ κοινὴ ἔννοια ἐν πᾶσι τούτοις εἶναι ἡ τῆς ἐκ τοῦ πλησίον πιέσεως ἢ συσφίγξεως). Πιέζω ἰσχυρῶς, μάλιστα τὸν λαιμόν, ἄγχε μιν ἱμὰς ὑπὸ δειρήν, Ἰλ. Γ. 371· στραγγαλίζω, πνίγω δι’ ἀγχόνης, τοὺς πατέρας ἦγχον νύκτωρ, Ἀριστοφ. Σφῆκ. 1039 πρβλ. Ἐκκλ. 638, 640· τὸν Κέρβερον ἀπῇξας ἄγχων, ὁ αὐτ. Βάτρ. 468· πρβλ. Ὄρν. 1575· κἂν ταῦρον ἄγχοις, ὁ αὐτ. Λυσ. 81, πρβλ. Δημ. 1157. 6., 1263. 7, Θεόκρ. 5. 106, Ἀνθ. Πλαν. 90· ἐν χαλινῷ τὰς σιαγόνας ἄγχ., Ἑβδ. (Ψαλμ. λα΄, 9): μεταφ., ἐπὶ στενοχωρούντων δανειστῶν, Ἀριστοφ. Ἱπ. 775, Λουκ. Συμπ. ἢ Λαπίθ. 32· πρβλ. Εὐαγγ. Ματθ. ιη΄, 28· ἴδε εἰς Θωμ. Μ. σ. 8, ἐπὶ ἐνόχου συνειδήσεως, τοῦτο... ἄγχει, σιωπᾶν ποιεῖ· Δημ. 406. 5: ― μέσ. ἀπαγχονίζω ἐμαυτόν, Ἱππ. 563. 7: ― παθ., Πινδ. Ν. 1. 69, Δημ. 1157. 6. ― Δὲν ἀπαντᾷ παρὰ Τραγικοῖς.

English (Autenrieth)

choke, strangle, ipf. ‘was choking,’ Il. 3.371†.

English (Slater)

ἄγχω strangle ἀγχομένοις δὲ (δρακόντεσσι) χρόνος ψυχὰς ἀπέπνευσεν μελέων ἀφάτων (N. 1.46)

Greek Monotonic

ἄγχω: μέλ. ἄγξω, αόρ. αʹ ἦγξα· πρβλ. ἀπάγχω· συμπιέζω, συνθλίβω, πιέζω σφιχτά, ιδίως το λαιμό, στραγγαλίζω, σφίγγω το λαιμό κάποιου, πνίγω· ἄγχε μιν ἱμὰς ὑπὸ δειρήν, σε Ομήρ. Ιλ.· τὸν Κέρβερον ἀπῇξας ἄγχων, σε Αριστοφ.· μεταφ. λέγεται για δανειστές, στον ίδ., σε Καινή Διαθήκη· επίσης λέγεται για ένοχη συνείδηση, τοῦτο ἄγχει, σε Δημ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: squeeze, strangle (Il.).
Derivatives: ἀγχόνη strangling cf. περόνη etc. (Lat. LW [loanword] angina, Leumann Sprache 1, 205, but see EM).
Origin: IE [Indo-European] [42] *h₂enǵʰ- narrow, oppress
Etymology: Lat. angō bind together, strangle. Other languages have the u-stem adj. Skt. aṃhú- narrow, Goth. aggwus, Arm. anju-k, OCS ǫzъ-kъ .
See also: Cf. ἄγχι.

Middle Liddell

to compress, press tight, esp. the throat, to strangle, throttle, choke, ἄγχε μιν ἱμὰς ὑπὸ δειρήν Il.; τὸν Κέρβερον ἀπῇξας ἄγχων Ar.: metaph. of creditors, Ar., NTest.; of a guilty conscience, τοῦτο ἄγχει Dem.

Frisk Etymology German

ἄγχω: {ágkhō}
Grammar: v.
Meaning: zuschnüren, erdrosseln (seit Il.).
Derivative: Ableitungen: ἀγχόνη Strick, das Erdrosseln (vorw. poetisch; Bildung wie περόνη, ἀκόνη und andere Werkzeugnamen); davon wiederum ἀγχόνιος zum Erhängen dienend (E., Nonn.), ἀγχονάω erdrosseln (Man.). Lat. LW angina (zuletzt Leumann Sprache 1, 205). — ἀγκτήρ, -ῆρος m. "Zusammenschnürer", Gerät für Zusammenschnürung von Wunden (Cels. Med., Plu. usw.), vgl. Björck UUÅ 1932: 5, 82 m. A. 1.
Etymology: ἄγχω hat eine genaue Entsprechung in lat. ango zuschnüren, beengen. Dagegen fehlt im Griechischen der weitverbreitete u-Stamm: aind. aṃhú- eng, got. aggwus, arm. anju-k, aksl. ǫzъ-, lat. *angu- in angi-portum. Vgl. ἄγχι; auch ἀμφήν.
Page 1,17-18

Mantoulidis Etymological

(=πνίγω). Ἀπό τή ρίζα αχκαί αγχἀπό ὅπου παράγονται καί οἱ λέξεις ἄγχι (=πλησίον), ἀγχίαλος (=κοντά στή θάλασσα, περιτριγυρισμένος ἀπό θάλασσα), ἀγχέμαχος (=αὐτός πού μάχεται ἀπό κοντά), ἀγχίμολος (=αὐτός πού ἔρχεται κοντά), ἀγχίνους (=ἔξυπνος), ἀγχίνοια (=ἐξυπνάδα), ἀγχιστεύω (=συγγενεύω), ἀγχιστεία, ἀγχόθεν, ἀγχόθι, ἀγχοῦ, ἀγχόνη (=κρέμασμα), ἀγχονάω, ἀγχονίζω, ἀγχόνιος (=κατάλληλος γιά ἀπαγχόνιση), ἀγχονιστής (=δήμιος), ἀγχώμαλος (=ὁ σχεδόν ἴσος), ἄγχων οντος (=δήμιος), ἀγκτήρ (=ἐργαλεῖο πού ράβουν πληγή), κυνάγχη, συνάγχη (=συνάχι), στηθάγχη (=στενοκαρδία). Ἐπίσης ἀπό τή ρίζα αχοἱ λέξεις: ἀχέω, ἀχεύω (=δυσαρεστῶ), ἄχθος, ἄχθομαι.