ὀβελός

From LSJ
Revision as of 10:08, 16 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ",," to ",")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀβελός Medium diacritics: ὀβελός Low diacritics: οβελός Capitals: ΟΒΕΛΟΣ
Transliteration A: obelós Transliteration B: obelos Transliteration C: ovelos Beta Code: o)belo/s

English (LSJ)

Dor. ὀδελός, ὁ,
A spit, ἀμφ' ὀβελοῖσιν ἔπειραν Il.1.465, al., cf. Hdt.2.41, 135, E.Cyc.303; αἱματίου ὀβελὸς τρικώλιος SIG1025.53 (Cos); ὀδελοί Epich.79; κρῆς.. ἂν τὸν ὀδελὸν ἀμπεπαρμένον Megar. in Ar.Ach.796; τὸ θερμὸν τοῦ ὀβελοῦ, prov. of taking a thing by the wrong end, S.Fr.814.
2 ὀβελὸς λίθινος pointed square pillar, obelisk, Hdt.2.111, 170, Jul.Ep.59.
3 = ὀβολός, IG12.6.95, al., Milet.7.59:—so in Dor. form ὀδελός, Leg.Gort.2.14, GDI5011.5 (Crete, iv B. C.), ib. 2561 D 27, al. (Delph., iv B. C.), etc.: Thess. ὀβελλός IG9(2).1229.20.
II horizontal line,—(representation of an arrow acc. to Isid.Etym.1.21.3), used as a critical mark to point out that a passage was spurious, Gal.15.110, Luc.Pr.Im.24, Sch.Il. ip.xliii Dind.; with an asterisk to denote misplaced lines, ibid.; but with one point below and one above, †, ὀβελὸς περιεστιγμένος, in texts of Plato, denoted τὰς εἰκαίους ἀθετήσεις, D.L.3.66.

German (Pape)

[Seite 289] ὁ (vgl. βέλος), der Spi eß; – a) Bratspieß; bei Hom. nur im plur., ἀμφ' ὀβελοῖσιν ἔπειραν, Il. 1, 465 u. öfter, ὀπτήσας ἄρα πάντα φέρων παρέθηκε – θέρμ' αὐτοῖς ὀβελοῖσιν, mit den Bratspießen, Od. 14, 77; ἀμφὶ βουπόροισι πηχθέντας μέλη ὀβελοῖσιν, Eur. Cycl. 302, vgl. 392; so ὀβελοὺς βουπόρους Her. 2, 135. – b) Spitzsäule, Obelisk, λίθινος, Her. 2, 111. 170. – c) bei den Gramm. ein kritisches Zeichen (–), das, zu einer Stelle eines Schriftstellers gesetzt, diese für unecht erklärte; ἐν τῇ παραγραφῇ τῶν ὀβελῶν, Luc. pro imag. 24; auch ὀβελὸς περιεστιγμένος (÷), zur Bezeichnung unnöthiger, überflüssiger Stellen, bes. in den Schriften der Philosophen, D. L. 3, 66. – S. ὀδελός u. ὀβολός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. broche à rôtir;
II. p. anal.
1 obélisque;
2 signe critique consistant en une raie simple (-) ou interlinéaire entre deux points (÷) pour marquer les fautes d'un manuscrit.
Étymologie: DELG cf. ὀβολός, avec influence de βέλος.

Russian (Dvoretsky)

ὀβελός: дор.-беот. ὀδελός
1 вертел, рожон: ὀβελοὶ βουπόροι Her. бычачьи вертела (т. е. самых больших размеров);
2 архит. обелиск (памятник в виде пирамидальной колонны) (ὀ. λίθινος Her.);
3 обелиск (пометка в виде черты, для обозначения подозрительного или подложного места в тексте; излишние места обозначались посредством ὀ. περιεστιγμένος, т. е. знаком ÷) Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀβελός: Δωρ. ὀδελός, ὁ, ὀβελός, κοινῶς «σοῦβλα», ἀμφ’ ὀβελοῖσιν ἔπειραν Ἰλ. Α. 465, κτλ.· οὕτως Ἡρόδ. 2. 41, 135, Σοφ. Ἀποσπ. 949, Εὐρ. Κύκλ. 303· ὀδελοὶ Ἐπίχ. 58 Ahr.· κρέας ... τὸν ὀδελὸν ἀμπεπαρμένον Μεγαρ. Δωρ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 796· καὶ ὁ τύπος οὗτος συχνάκις ἀπαντᾷ ἔν τινι Δελφικῇ ἐπιγραφῇ, (Συλλ. Ἐπιγρ. 1690)· - τὸ θερμὸν τοῦ ὀβελοῦ, παροιμ. ἐπὶ τοῦ λαμβάνοντός τι ἐκ τοῦ ἐναντίου ἄκρου, Σοφ. Ἀποσπάσ. 949. 2) ὀβ. λίθινος, τετράγωνος στήλη ἀπολήγουσα εἰς ὀξύ, Ἡρόδ. 2. 111, 170, πρβλ. ὀβελίσκος ΙΙΙ. ΙΙ. γραμμὴ ὁριζόντιος, χρησιμεύουσα ὡς κριτικὸν σημεῖον ὅπως δείξῃ ὅτι χωρίον τι ἦν νόθον, Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκ. 24· ἀλλὰ μετὰ στιγμῆς ἄνωθεν καὶ ἑτέρας κάτωθεν, ÷, ὀβελὸς περιεστιγμένος, ἐδήλου χωρία πλεονάζοντα καὶ περιττά, μάλιστα ἐν φιλοσοφικοῖς συγγράμμασι, Διογ. Λ. 3. 66, πρβλ. Pressels Beytr. σ. 67 κἑξ., καὶ ἴδε Χ χ. (Ἴσως τὸ ὀβελὸς εἶναι βέλος μετὰ προθετικοῦ ο, ἴδε ἐν Ο ο. ΙΙ. 3· - περὶ τῆς ὑποτιθεμένης ταυτότητος τῆς λέξεως πρὸς τὸ ὀβολός, ἴδε ὀβολός).

English (Autenrieth)

spit. (See cuts under πεμπώβολον.)

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὀβελός, Α δωρ. τ. ὀβελός, θεσσ. τ. ὀβελλός)
1. σιδερένια ή ξύλινη λεπτή, αιχμηρή και επιμήκης ράβδος πάνω στην οποία ψήνονται, αφού διαπεραστούν, τεμάχια κρέατος ή και ολόκληρα σφάγια, η σούβλα
2. μικρή οριζόντια γραμμή (—) ή βέλος με το οποίο οι γραμματικοί επισήμαιναν στο περιθώριο χειρογράφου νόθο λέξη, στίχο ή χωρίο αρχαίου κειμένου
3. φρ. α) «οβελός περιεστιγμένος» — σημάδι τών γραμματικών (με το οποίο δήλωναν περιττό ή πλεονάζον χωρίο, ιδίως σε φιλοσοφικά συγγράμματα
β) «οβελός μετ' αστερίσκου» — σημάδι με το οποίο δηλωνόταν ότι έπρεπε να αλλάξει η σειρά τών στίχων ποιήματος
νεοελλ.
μεταλλική ράβδος, εξάρτημα τών τουφεκιών παλαιότερων εποχών για γόμωση ή για καθαρισμό της κάννης, η βέργα
μσν.
βέλος, σαΐτα
αρχ.
1. οβολός
2. οβελίσκος, ως ταφικο μνημείο («ἀνέθηκε ἔργα, ὀβελοὺς δύο λίθινους», Ηρόδ.)
3. παροιμ. «τὸ θερμὸν τοῦ ὀβελοῦ» — λεγόταν για κάποιον που έπαιρνε κάτι από εκεί που δεν έπρεπε να το πάρει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η εναλλαγή δ / β στους τ. ὀδελός / ὀβελός αποδεικνύει την ύπαρξη χειλουπερωικού φθόγγου στη ρίζα της λ. (IE gwel- «δαγκώνω, κεντρίζω»). Στην ιων. -αττ. διάλεκτο επικράτησε ο τ. ὀβελός με χειλικό σύμφωνο, πιθ. κατ' επίδραση των Συγγενικών σημασιολογικά βέλος / βελόνη, ενώ ο τ. ὀβελλός εμφανίζει υστερογενή διπλασιασμό του -λ- (πρβλ. και ὠβάλλω). Ο αττ. τ. ὀβολός έχει προέλθει από ὀβελός με αφομοιωτική τροπή του -ε-σε -ο-, πιθ. κατ' επίδραση των πολλών συνθ. σε -βόλος. Το αρκτικό ο
τών τ. πρέπει να έχει τη θέση πρόθεσης (πρβλ. -[II]). Έχει διατυπωθεί, τέλος, και η άποψη ότι πρόκειται για δάνειες λ. Αρχικά οι οβελοί (λεπτές σιδερένιες ράβδοι) χρησιμοποιήθηκαν ως νόμισμα και, αργότερα, έξι οβολοί, όσους ακριβώς μπορούσε να κρατήσει κανείς στην παλάμη του, οδήγησαν στην καθιέρωση της δραχμής ως βασικού νομίσματος στην Αττική (πρβλ. δραχμή < δράττομαι «κρατώ στην παλάμη»)].

Greek Monotonic

ὀβελός: Δωρ. ὀδελός, ὁ,
1. σούβλα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
2. ὀβελὸς λίθινος, τετράγωνη στήλη με αιχμηρή απόληξη, οβελίσκος, σε Ηρόδ. (ὀβελός πιθ. από το βέλος, με προσθήκη προθήματος ο).

Middle Liddell

ὀβελός, δοριξ οδελός, οῦ, ὁ,
1. a spit, Il., Hdt., Attic
2. ὀβ. λίθινος a pointed square pillar, obelisk, Hdt. ὀβελός is prob. βέλος with ο prefixed.]

Wikipedia EN

The obol (Greek: ὀβολός, obolos, also ὀβελός (obelós), ὀβελλός (obellós), ὀδελός (odelós). lit. "nail, metal spit"; Latin: obolus) was a form of ancient Greek currency and weight.

Mantoulidis Etymological

(=σούβλα). Ἴσως ἀπό ο προθεματικό + βέλος τοῦ βάλλω.
Παράγωγα: ὀβελίσκος, ὀβελίας, ὀβελίζω (=ἀθετῶ), ὀβελιστέον.

Translations

obol

an: obolo; az: obol; be_x_old: абол; be: абол; bg: обол; br: obolenn; ca: òbol; cs: obolos; cy: obol; de: Obolus; el: οβολός; en: obol; eo: obolo; es: óbolo; et: obool; eu: obolo; fi: oboli; fr: obole; gl: óbolo; he: אובול; hu: obolus; id: obolos; io: obolo; it: obolo; ja: オボルス; la: obolus; lt: obolas; ms: obolos; nl: obool; pl: obol; pt: óbolo; ro: obol; ru: обол; sah: обол; sv: obol; tr: obolos; uk: обол; zh: 奧波勒斯

spit

Arabic: سَفُّود‎, سِيخ‎; Egyptian Arabic: سيخ‎; Armenian: շամփուր, շիշ; Bashkir: шеш; Bulgarian: шиш; Catalan: ast; Chinese Mandarin: 烤肉叉; Classical Syriac: ܫܦܘܕܐ‎; Czech: špíz, rožeň; Danish: spid; Dutch: spit; Even: хилун; Finnish: varras; French: broche; Galician: espeto; Georgian: შამფური; German: Spieß; Greek: σούβλα; Ancient Greek: ὀβελός, ὀδελός; Hungarian: nyárs; Icelandic: grillteinn, steikingarteinn; Irish: bior, bior rósta; Italian: girarrosto, spiedo; Japanese: 串; Latin: veru; Latvian: iesms; Macedonian: ражен; Maori: huki, mataahi; Nanai: силпон; Nogai: сис; Norman: broche; Norwegian Bokmål: spidd; Nynorsk: spidd; Old English: spitu; Ottoman Turkish: شیش‎; Persian: سیخ‎, گردنا‎, بلسک‎; Polish: rożen; Portuguese: espeto; Romanian: frigare; Russian: вертел, шампур, рожон; Serbo-Croatian Cyrillic: ражањ; Roman: rážanj; Spanish: brocheta, asador; Swedish: spett; Turkish: şiş; Ukrainian: рожен, шампур; Venetian: spéo