πάγος
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, (πήγνυμι) prop.,
A that which is fixed or that which is firmly set:
I crag, rock, σπιλάδες τε πάγοι τε Od.5.405; π. ὀξέες ib.411: generally, rocky hill, Hes.Sc.439, Pi.O.10(11).49, I.2.33; χλοερὸς ὑλώδης πάγος S.Ichn.215; ὁ Ἄρειος πάγος (Ion. Ἀρήϊος) = the Areopagus at Athens, Hdt. 8.52, cf. A.Eu.685sq.; Ἄρεος εὔβουλος π. S.OC947; Ἀρείοις ἐν π. E. IT1470, cf. 961; ἐν κλεινοῖς Ἀθηναίων π. S.Fr.323; μαντεῖος πάγος, ἀκρονιφὴς πάγος, of Delphi, Pae.Delph.7, 16.
II after Hom., = παγετός, frost, πάγου χυθέντος S.Ph.293; π. φανέντος αἰθρίου Id.Fr.149.3; ὄντος π. οἵου δεινοτάτου Pl.Smp. 220b, etc.: pl., τῶν ὑπαιθρίων π. A.Ag.335, cf. S.Ant.357 (lyr.), Arist.HA523a20, GA735a35, etc.: heterocl. dat. pl. πάγεσι Id.Pr.907a9: dat. sg. πάγει (v.l. πάγοις) D. S.3.34.
2 scum on the surface of milk, Sch.Nic.Al.91.
3 salt, as formed by the evaporation of sea-water, Lyc.135.
4 coagulation, πάγος αἵματος Aret.CA2.2, cf. SA2.7.
5 ἄκριτον πάγος of the confused mass outside the universe, Hp.Hebd.6; τὸν περιέχοντα πάγον Id.Vict.1.10, cf. Paul.Al.I.4.
German (Pape)
[Seite 436] ὁ (πήγνυμι), 1) feste Bergspitze, Felsenspitze; ἀκταὶ προβλῆτες ἔσαν, σπιλάδες τε πάγοι τε, Od. 5, 405. 411; übh. Berg, Hes. Sc. 439; Pind. Ol. 11, 51 I. 2, 33; oft bei den Tragg. πάγος Ἄρειος, der Areshügel in Athen, wo der Areopag seine Sitzungen hielt, Aesch. Eum. 655. 660, wie Ἄρεος πάγος, Soph. O. C. 951; auch ἐν Ἀρείοις πάγοις, Eur. I. T. 1470; Her. 8, 52 u. sonst; τῆς ἐξ Ἁρείου πάγου βουλῆς, Plat. Ax. 367 a u. Sp. – 2) was fest geworden, gefroren ist,Eis, Reif, auch Eiskälte, Frost; τῶν ὑπαιθρίων πάγων δρόσων τ' ἀπαλλαγέντες, Aesch. Ag. 326; πάγου χυθέντος, Soph. Phil. 293; δυσαύλων πάγων αἴθρια, Ant. 355; καί ποτε ὄντος πάγου οἵου δεινοτάτου, Plat. Conv. 220 b; Arist. de mundo 4 (auch wie von τὸ πάγος im dat. pl. πάγεσι, probl. 12 b); πάγων ὑπερβολαί, übergroße Kälte, Pol. 9, 15, 3; – Schol. Nic. Ar. 91 erkl. γραῦς ὁ ἐπὶ τοῦ γάλακτος γιγνόμενος πάγος, die Haut auf der Milch. – Das aus Verdampfung des Meerwassers gewonnene Salz, das fest wird, u. davon p., wie ἅλς, das Meer selbst, Lycophr. 134. – Auch das Darmfell, peritonaeum, Medic.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
1 propr. ce qui est fiché ou comme fiché ; pointe de rocher ; rocher, montagne, colline, tertre : πάγος Ἄρειος ESCHL, Ἄρειοι πάγοι EUR, ion. Ἀρήϊος πάγος HDT, Ἄρεος πάγος SOPH la colline d'Arès où était l'Aréopage, à Athènes;
2 tout objet figé, durci, particul. glaçon, morceau de glace.
Étymologie: R. Παγ ficher ; v. πήγνυμι ; cf. lat. palus de *paglus.
2ους (τό) :
gelée.
Étymologie: cf. πάγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάγος -ου, ὁ [πήγνυμι] vaste massa. massa:. πρὸς τὸν περιέχοντα πάγον naar de harde massa die eromheen ligt Hp. Vict. 1.10. rots, rotsige heuvel; in Athene; πάγος Ἄρειος heuvel van Ares, Areopagus Aeschl. Eum. 690; plur.. Ἀρείοις ἐν πάγοις op de Areopagus Eur. IT 1470. ijs, vorst; ook plur.. πάγοι ποταμῶν ijs op de rivieren Plut. Caes. 25.4.
Russian (Dvoretsky)
πάγος:
I εος (ᾰ) τό πήγνυμι (только dat. pl. πάγεσι) холод, мороз Arst.
II (ᾰ) ὁ
1 утес, скала (σπιλάδες τε πάγοι τε Hom.);
2 холм, гора: Ἄρειος (ион. Ἀρήϊος или Ἄρεος) π. Her., Plat., Soph., тж. Ἄρειοι πάγοι Eur. холм(ы) Арея, Ареопаг; ἡ ἐξ Ἀρείου πάγου βουλή Plat. совет Ареопага;
3 лед: πάγου χυθέντος Soph. когда все покрыто льдом;
4 мороз, стужа (ὄντος πάγου οἵου δεινοτάτου Plat.).
English (Autenrieth)
(πηγνῦμι): pl., cliffs, Od. 5.405 and 411.
English (Slater)
πᾰγος hill καὶ πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο (sc. τὸ Κρόνιον) (O. 10.49) med., οὐ γὰρ πάγος, οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται, εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων (I. 2.33)
Greek Monolingual
(I)
ο (ΑΜ πάγος)
1. σώμα κρυσταλλικό και σκληρό που προήλθε από τη στερεοποίηση του νερού λόγω χαμηλών θερμοκρασιών, κατώτερων τών 0°C
2. παγετός, παγωνιά («τῶν ὑπαιθρίων πάγων δρόσων τ' ἀπαλλαγέντες», Αισχύλ.)
3. φρ. «Άρειος Πάγος» — ο βράχος του Άρεως στην αρχαία Αθήνα, όπου συνεδρίαζε το ανώτατο δικαστήριο
νεοελλ.
1. μτφ. καθετί ψυχρό και απωθητικό
2. φρ. α) «Άρειος Πάγος» — το ανώτατο δικαστήριο για πολιτικές και ποινικές υποθέσεις
β) «ξηρός πάγος» — στερεοποιημένο διοξείδιο του άνθρακα το οποίο χρησιμοποιείται ως ψυκτικό μέσο
γ) «τράπεζα πάγου»
γεωλ. μεγάλου πάχους μάζα επιπλέοντος πάγου, προσκολλημένη στη χέρσο, η οποία σχηματίζεται και τροφοδοτείται από τις γλώσσες τών παγετώνων που εκτείνονται από τη χέρσο προς τα απάνεμα νερά
αρχ.
1. καθετί το στερεά τοποθετημένο και ακίνητο
2. κορυφή όρους
3. απόκρημνος βράχος
4. ο αφρός που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος μετά από την ψύξη του, η τσίπα, το καϊμάκι
5. το αλάτι που σχηματίζεται από την εξάτμιση του νερού
6. η πήξη του αίματος
7. φρ. «μαντεῖος πάγος» — το μαντείο τών Δελφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πăγ- του πήγνυμι].
(II)
πάγος, ὁ (Α)
διοικητικό διαμέρισμα, περιοχή, επαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pāgus «κώμη» (πρβλ. παγός / πηγός). Ο τ. συνδέεται με το λατ. pax, pacis «ειρήνη» και το ρ. pango «ορίζω, βεβαιώνω» (βλ. και λ. πήγνυμι)].
(III)
πάγος, τὸ (Α)
φρ. «ἄκριτον πάγος» — η άμορφη και συγκεχυμένη μάζα που περιβάλλει τον κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του πάγος (Ι) με αλλαγή γένους].
Greek Monotonic
πάγος: [ᾰ], ὁ (πήγνυμι)·
I. αυτός που είναι συμπαγής ή στέρεα τοποθετημένος· κορυφή όρους, βραχώδης λόφος, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Τραγ.· ὁ Ἄρειος (Ιων. Ἀρήιος) πάγος, ο βράχος του Άρειου Πάγου στην Αθήνα, βλ. Ἄρειος II.
II. = παγετός, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πάγος: [ᾰ], ὁ, (√ΠΑΓ, πήγνυμι). Κυρίως τὸ πεπηγός, ἐμπεπηγμένον, στερεῶς τεθειμένον, ἀκίνητον πρᾶγμα: I. παρ’ Ὁμ. κορυφὴ ὄρους, σπιλάδες τε πάγοι τε Ὀδ. Ε. 405· πάγοι ὀξέες 411·― ἀκολούθως καθόλου, κρημνῶδες ὄρος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 439, Πινδ. Ο. 10 (11). 59, Ι. 2. 47, Τσαγ.· ὁ Ἄρειος (Ἰων. Ἀρήιος) πάγος, ὁ βράχος τοῦ Ἀρείου πάγου ἐν Ἀθήναις, Ἡρόδ. 8. 52, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 685 κἑξ.· Ἄρεος εὔβουλος πάγος Σοφ. Ο. Κ. 947· Ἀρείοις ἐν πάγοις Εὐρ. Ι. Τ. 1470· οὕτως, ἐν κλεινοῖς Ἀθηναίων πάγοις Σοφ. Ἀποσπ. 300, κτλ. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρ., = παγετός, ὡς καὶ νῦν, πάγου χυθέντος Σοφοκλ. Φιλ. 293· πάγου φανέντος αἰθρίου ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 162· ὄντος πάγου οἵου δεινοτάτου Πλάτ. Συμπ. 220Β, κλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθυντ., τῶν ὑπαιθρίων π. Αἰσχυλ. Ἀποσπ. 335, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 357, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 22, 2, π. Ζ. Γενέσεως 2. 2, 7. κτλ.· ὡσαύτως δοτικ. πληθ. πάγεσι (ὡς ἐξ ὀνομ. τὸ πάγος), ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 12. 6· καὶ ἐν δοτικ. πάγει (κοινῶς: πάγοις), Διόδ. 3. 34 Δίνδ.· ― πρβλ. πάχνη, πηγάς. 2) ὁ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ γάλακτος ἀφρὸς ἢ πηκτὴ ἢ τσίπα, «κρέμα» (ὡσαύτως ἐπίπαγος), Σχολ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 91. 3) ἅλας, ὡς σχηματιζόμενον δι’ ἐξατμίσεως τοῦ θαλασσίου ὕδατος, Λυκόφρ. 135.
Middle Liddell
πᾰ́γος, ὁ, πήγνυμι
that which is fixed or firmly set:
I. a mountain-peak, a rocky hill, Od., Hes., Trag.; ὁ Ἄρειος (ionic Ἀρήιοσ) πάγος the Areopagus at Athens, v. Ἄρειος II.
II. = παγετός, Soph.
Chinese
原文音譯:""Areioj P£goj 阿雷哦士-爬哥士
詞類次數:專有名詞(2)
原文字根:戰神-繫牢
字義溯源:亞略巴古;希臘戰神山,位於雅典,由(ἀρήν)X*=亞略士,希臘戰神)與(πήγνυμι)*=固定)組成
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 亞略巴古(2) 徒17:19; 徒17:22
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=στερεό, ἀπόκρημνος λόφος, κρύσταλλο· Ἄρειος πάγος = ὁ λόφος τῶν Ἀθηνῶν). Ἀπό τό πήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.