κρόκος

From LSJ
Revision as of 21:24, 1 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theophrastus ''HP''" to "Thphr. ''HP''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρόκος Medium diacritics: κρόκος Low diacritics: κρόκος Capitals: ΚΡΟΚΟΣ
Transliteration A: krókos Transliteration B: krokos Transliteration C: krokos Beta Code: kro/kos

English (LSJ)

ὁ) ἡ, Str.14.5.5),
A saffron, Crocus sativus, Il.14.348, h.Cer. 6, Hippon.41, S.OC685 (lyr.), Cratin.98 (pl.), A.R.3.855, cf. Thphr. HP4.3.1, al., Dsc.1.26, etc.
b κρόκος λευκός = white saffron, Crocus cancellatus, Thphr. HP 7.7.4.
c κρόκος ἀκανθώδης = κνῆκος (spiny saffron, safflower), ibid.
2 saffron (made from its stigmas), Ar.Nu.51, etc.; κρόκου βαφάς A.Ag.239 (lyr.); κρόκος Ἀραβικός Edict.Diocl.in Ἀθηνᾶ 18.6.
3 saffron meadow, Eust.1698.30.
4 σὺν κρόκῳ ᾠῶν yolk of egg, Alex.Trall.1.1: pl., ᾠῶν τὰ κρόκα Paul.Aeg.3.78.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
safran, plante ou fleur.
Étymologie: DELG emprunt, pê sémit. cf. akkad. kurkanu « safran ».

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρόκος -ου, ὁ, krokus (bloem), saffraan (kleurstof van deze krokus).

German (Pape)

ὁ, auch ἡ, Strab. XIV.670, der Saffran, Il. 14.348, zwischen λωτός und ὑάκινθος genannt; χρυσαυγής Soph. O.C. 691; Folgde: Theophr., bes. zum Gelbfärben gebraucht, κρόκου βαφάς Aesch. Ag. 230, und ähnl. A. – Κρόκος ὠοῦ, das Gelbe im Ei, der Dotter, Galen.

Russian (Dvoretsky)

κρόκος: ὁ тж. pl. крок, крокус, шафран Hom., HH etc.

English (Autenrieth)

saffron, Il. 14.348†.

English (Slater)

κρόκος saffron flower ]ὑακινθ[…]νκροκω[ν (supp. Lobel) Δ. 4. 3.

Spanish

azafrán

Greek Monolingual

και κροκός και κορκός (AM κρόκος, Α και κρόκος, η, Μ και κορκός)
1. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών, της οικογένειας ιριδίδες, με ζωηρά κιτρινόχρωμα κυρίως άνθη, που χρησιμοποιούνται στη θαφική, στην αρωματοποιία, στη φαρμακευτική και στη μαγειρική
2. η χρωστική ύλη που εξάγεται από αυτό το φυτό, η ζαφορά («κρόκου βαφὰς δ' ἐς πέδον χέουσα», Αισχύλ.)
νεοελλ.-μσν.
η λέκιθος τών κεντρολεκιθικών αβγών, το κίτρινο τμήμα του αβγού («όταν τηγανίζει αβγά οι κρόκοι ψήνονται παραπάνω από όσο πρέπει»)
μσν.
καρύκευμα από το ομώνυμο φυτό
αρχ.
λιβάδι με κρόκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Είναι πιθ. δάνεια λ. και συνδέεται με σημιτ. λ. που σημαίνουν «κρόκος» (πρβλ. ακκαδ. kurkānū, εβρ. karkōm, αρχ. ινδ. kunkuma). Η λ. κρόκος απαντά στα ανθρωπωνύμια Κροκάς, Κρόκων. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή crocus. Η λ. έλαβε τη σημ. «κίτρινο τμήμα του αβγού», προφανώς λόγω του χρώματος τών ανθέων του φυτού κρόκος.
ΠΑΡ. κροκάτος, κρόκινος, κροκωτός
αρχ.
κρόκεος, κροκήιος, κροκηρός, κροκίας, κροκίζω, κροκόεις, κροκώ, κροκών
αρχ.-μσν.
κροκώδης
μσν.
κροκίδιος
νεοελλ.
κροκάδι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κροκοβαφής, κροκοειδής
αρχ.
κροκόβαπτος, κροκοείμων, κροκόπεπλος
(αρχ.μσν.) κροκόμαγμα
μσν.
κροκόμηλον, κροκόπλοκος, κροκοφόρος, κροκόχρως
νεοελλ.
κροκόρριζα. (Β' συνθετικό) αρχ. διάκροκος
νεοελλ.
δίκροκος, μονόκροκος].

Greek Monotonic

κρόκος: -ου, ὁ,
1. κρόκος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
2. ζαφορά (που φτιάχνεται από τα στίγματά του), σε Αισχύλ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κρόκος: -ου, ὁ, (ἢ ἡ, Στράβ. 670)· ― ὁ κρόκος, τὸ φυτόν, Ἰλ. Ξ. 348, Σοφ. Ο. Κ. 685, Κρατ. ἐν «Μαλθακοῖς» 1, 4. 2) τὸ «σαφράνι», Ἀριστοφ. Νεφ. 51, κτλ.· κρόκου βαφὰς (ἴδε ἐν λέξ. βαφὴ) Αἰσχύλ. Ἀγ. 239· ― ἡ ἀγορὰ ἔνθα πωλεῖται ὁ κρόκος, Εὐστ. 1698. 30· ― κρ. ὠοῦ, ὁ κρόκος τοῦ αὐγοῦ, τὸ «κιτρινάδι», Γαλην. ― Ὁ κρόκος δὲν ἀναφέρεται ὡς βαφὴ παρ’ Ὁμ.· καὶ εἶναι πιθανὸν ὅτι τὸ κίτρινον χρῶμα τὸ δηλούμενον ἐν τῷ συνθέτῳ κροκόπεπλος λαμβάνεται κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ κιτρίνου κρόκου τοῦ ἔαρος μᾶλλον, Κ. vernus (καθ’ ὅσον μάλιστα ἐν τῇ Ἰλ. ἀναφέρεται μετ’ ἄλλων ἐαρινῶν ἀνθέων) ἢ ἐκ τῆς κιτρίνης βαφῆς ἥτις ἐλαμβάνετο κατὰ μεταγενεστέρους χρόνους ἐκ τῶν στιγμάτων τοῦ πορφυροῦ φθινοπωρινοῦ κρόκου, Κ. sativus· ὁ πρῶτος καλεῖται χρυσαυγὴς Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὁ δὲ δεύτερος rubens, ruber, puniceus, Οὐεργιλ. Γεωπ. 4. 182, Ov. Fast. 1. 342., 5. 318.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: saffron, Crocus sativus (since Ξ 348).
Compounds: Compp., e.g. κροκό-πεπλος with saffroncoloured cloth (Il.; Treu Von Homer zur Lyrik 244 a. 258, Capelle RhM 101, 1ff.; 9).
Derivatives: Esp. colour-adjective: κρόκεος saffroncoloured (P. [[[varia lectio|v.l.]] -όεις], E. in lyr.), -ήϊος id (h. Oer. 178; metr. conditioned; Schmid -εος u. -ειος 48, Zumbach Neuerungen 14), -όεις id. (Tyrt., Sapph., E., Ar.; Treu 268); κρόκινος of saffron, s-coloured (Stratt., hell.), -ώδης id. (Dsc., medic.), -ηρός of saffron (Gal.; after οἰνηρός etc.; Chantraine Formation 233); κροκίας m. saffron-yellow stone (Plu.; as καπνίας etc.; Chantraine 94); κροκω-τός saffron-yellow (Pi.), m. saffron cloth (corn., Att. inscr.) with -ώτιον (Poll.), -ωτίδιον (Ar.), -ώτινος (pap.); κροκών m. saffron-bed (Hdn.); κροκᾶτον n. saffron-yellow pergament (Edict. Diocl. Asin.; from Lat. crocātus, s. below). -- Denomin. verbs: κροκίζω be saffron-like (Dsc., Plu.), κροκόομαι (κισσῳ̃) be surrounded with saffroncoloured ivy (AP).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.
Etymology: Identical with the Semitisc word for saffron, e.g. Akkad. kurkanū, Arab. kurkum, Hebr. karkōm, and with Skt. kuṅku-mam id. (MInd. for *kurkuma-); origin further unknown; cf. the mountain Κώρυκος (Cilicia) famous for its saffron? - From κρόκος Lat. crocus, also crocōta f. saffron- cloth (from κροκωτός) and crocōtinum saffron cake (: κροκώτινος); Lat. innovation crocātus saffron-yellow (> gr. κροκᾶτον, s. above). -- Lewy Fremdw. 48, Schrader-Nehring Reallexikon 2, 270f., Grimme Glotta 14, 19; alo Mayrhofer KEWA s. kuṅkumam. - Another word is κάγκαμον, s. v.

Middle Liddell

κρόκος, ου,
1. the crocus, Il., Soph.
2. saffron (which is made from its stigmas), Aesch., etc.

Frisk Etymology German

κρόκος: {krókos}
Grammar: m.
Meaning: Safran, Crocus sativus (seit Ξ 348).
Composita: Kompp., z.B. κροκόπεπλος ‘mit safranfarbigem (-gelbem) Gewand' (Il. u.a.; Treu Von Homer zur Lyrik 244 u. 258, Capelle RhM 101, 1ff.; 9).
Derivative: Viele Ableitungen, bes. Farbenadjektive: κρόκεος ‘safranfarbig, -gelb’ (P. [[[varia lectio|v.l.]] -όεις], E. in lyr.), -ήϊος ds (h. Oer. 178; metr. bedingt; Schmid -εος u. -ειος 48, Zumbach Neuerungen 14), -όεις ib. (Tyrt., Sapph., E., Ar. u. a.; Treu 268); κρόκινος aus Safran, safranfarbig (Stratt., hell. u. sp.), -ώδης ib. (Dsk., Mediz.), -ηρός aus Safran (Gal. u. a.; nach οἰνηρός usw.; Chantraine Formation 233); κροκίας m. safrangelber Stein (Plu.; wie καπνίας usw.; Chantraine 94); κροκωτός safrangelb (Pi.), m. Safrangewand (Korn., att. Inschr.) mit -ώτιον (Poll.), -ωτίδιον (Ar.), -ώτινος (Pap. u.a.); κροκών m. Safranbeet (Hdn.); κροκᾶτον n. safrangelbes Pergament (Edict. Diocl. Asin.; aus lat. crocātus, vgl. unten). — Denominative Verba: κροκίζω safranartig sein (Dsk., Plu.), κροκόομαι (κισσῳ̃) mit safranfarbigem Efeu umrankt werden (AP).
Etymology: Mit dem semitischen Wort für Safran, z.B. akkad. kurkanū, arab. kurkum, hebr. karkōm, und mit aind. kuṅku-mam ib. (rnind. für *kurkuma-) identisch; Ursprung sonst unbekannt; vgl. den safranberühmten Berg Κώρυκος (Kiliken) ? — Aus κρόκος lat. crocus, auch crocōta f. Safrangewand (aus κροκωτός) und crocōtinum Safrangebäck (: κροκώτινος); lat. Neubildung crocātus safrangelb (> gr. κροκᾶτον, vgl. oben). — Lewy Fremdw. 48 (nach Lagarde), Schrader-Nehring Reallexikon 2, 270f. m. weiteren Einzelheiten u. Lit., Grimme Glotta 14, 19; auch Mayrhofer Wb. s. kuṅkumam. Ein anderes Wort ist κάγκαμον, s. d.
Page 2,23

Mantoulidis Etymological

(=εἶδος κόκκινου φυτοῦ). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του.
Παράγωγα: κροκόω -ῶ, κρόκινος, κροκοβαφής, κροκόεις, κροκόπεπλος, κροκώδης, κροκωτός

Léxico de magia

ὁ bot. azafrán usado en diferentes recetas ἐπίθυμα τῆς πράξεως· ἀνθερίκου σπέρματος δραχμὴν αʹ, ἀμώμου, κρόκου ... ἀνὰ δραχμάς βʹ ofrenda de la práctica: un dracma de semilla de asfódelo, de amomo y de azafrán dos dracmas de cada uno P IV 1311 ἔστιν τὸ ἐπίθυμα τὸ ἐμψυχοῦν τὸν Ἔρωτα καὶ ὅλην τὴν πρᾶξιν· ... λίβανος, κρόκος, βδέλλα ἀνὰ ἡμίδραχμον esta es la ofrenda que anima a Eros y a toda la práctica: incienso, azafrán y bálsamo, media dracma de cada uno P IV 1834 ἴβεως ὠὰ δύο, στύρακος δραχμὰς βʹ, ζμύρνης δραχμὰς βʹ, κρόκου δραχμὰς βʹ ... ταῦτα πάντα βάλε εἰς ὅλμον dos huevos de ibis, dos dracmas de estoraque, dos de mirra, dos de azafrán: echa todo esto en un mortero P IV 2461 ξηρίον ὀξυδορκικόν, κρόκου (δραχμαὶ) δʹ, ἀλόης (δραχμαὶ) βʹ, σαρκοκόλλης (δραχμαὶ) ηʹ polvo desecativo que aumenta la visión: cuatro dracmas de azafrán, dos de áloe y ocho de sarcocola SM 94 4 para una libación βλέπε πρὸς ἀνατολὴν καὶ ἐπισπένδων οἶνον, μέλι, γάλα, κρόκον mira al este y haz una libación de vino, miel, leche y azafrán P XII 215

Translations

yolk

Adyghe: кӏэнкӏэ кугъу; Afrikaans: eiergeel, dooier; Albanian: verdhë veze; Arabic: صَفَار اَلْبَيْض‎, أَصْفَر اَلْبَيْض‎, مُحّ‎; Egyptian Arabic: صفار‎; Hijazi Arabic: صفار‎; Armenian: դեղնուց; Aromanian: gãlbinush; Assamese: কুহুম; Asturian: yema; Azerbaijani: yumurta sarısı; Basque: gorringo; Bau Bidayuh: sikonang; Belarusian: жаўток; Bengali: কুসুম; Breton: melen-vi; Bulgarian: жълтък; Burmese: အနှစ်; Catalan: rovell; Cebuano: pughak; Central Melanau: kunieng teloh; Chinese Cantonese: 蛋黃/蛋黄, 黃/黄; Mandarin: 蛋黃/蛋黄; Czech: žloutek; Danish: æggeblomme; Dutch: dooier, eidooier, eigeel, eierdooier; English: yolk, egg yolk, yolk of an egg; Erzya: алтюжа; Esperanto: ovoflavo; Faroese: reyði, eggjareyði; Finnish: munankeltuainen, keltuainen, ruskuainen; French: jaune d'œuf, jaune, moyeu; Galician: xema; Georgian: კვერცხის გული; German: Dotter, Eidotter, Eigelb, Gelbei; Greek: κρόκος, κροκάδι; Ancient Greek: ἐρυθρόν, κρόκος, λέκιθος, νεοσσίον, νεόσσιον, νεοσσός, νεοττίον, νεόττιον, νεοττός, νοσσίον, νοσσός, πορτάκινον, τὸ ἐρυθρόν, τὸ ἐρυθρόν τοῦ ᾠοῦ, τὸ χρυσίζον τοῦ ᾠοῦ, τὸ ὠχρόν, τὸ ὠχρόν τοῦ ᾠοῦ, ᾠοῦ τὸ πυρρόν, ᾠοῦ τὸ χλωρόν, ὠχρόν; Hebrew: חֶלְמוֹן‎; Hiligaynon: batog; Hindi: ज़रदी, ज़र्दी; Hungarian: tojássárgája, sárgája, szik; Icelandic: eggjarauða, eggjablómi; Ido: vitelo; Indonesian: kuning telur; Ingrian: ruskulain; Irish: buíocán; Italian: tuorlo, rosso d'uovo; Japanese: 卵黄, 黄身, 蛋黄; Kabardian: джэдыкӏэ кугъуэ; Kabuverdianu: jéma; Kalmyk: өндгн; Khün: ᨾᩬᩁᨡᩱ᩵; Kinaray-a: batog; Korean: 노른자, 난황(卵黃); Kurdish Central Kurdish: زەردێنە‎; Northern Kurdish: zerik, zerika hêkê; Lao: ມອນໄຂ່, ໄຂ່ແດງ; Latin: vitellus, vitellum; Latvian: dzeltenums; Lithuanian: trynys; Low German: Dodder, Eigeel; Lü: ᦙᦸᧃᦺᦃᧈ, ᦺᦃᧈᦡᦶᧂ; Luxembourgish: Dueder, Eegiel; Macedonian: жолчка; Maguindanao: mariga sa leman; Malay: kuning telur, yolka; Maltese: l-isfar tal-bajd; Manchu: ᠶᠣᡥᠣ; Mongolian: ѳндѳгний шар; Northern Thai: ᨾᩬᩁᨡᩱ᩵, ᨡᩱ᩵ᨯᩯ᩠ᨦ; Norwegian Bokmål: eggeplomme, plomme; Nynorsk: eggeplomme; Old English: ġeoloca; Ossetian: айчы бур; Ottoman Turkish: یومورطه صاریسی‎; Persian: زرده‎; Polish: żółtko; Portuguese: gema; Romanian: gălbenuș; Romansch: mellen d'ov, mellen d'iev, melen d'ov, mellan d'öv, gelg d'öv; Russian: желток; Scottish Gaelic: buidheagan; Serbo-Croatian Cyrillic: жуманце, жуманaц, жумањак; Roman: žumance, žumanac, žumánjak; Shan: မွၼ်းၶႆႇ, ၶႆႇလႅင်; Slovak: žĺtok; Slovene: rumenjak; Sorbian Lower Sorbian: cenk; Upper Sorbian: žołtk, žołte, čwork; Spanish: yema; Swedish: äggula, gula; Sylheti: ꠇꠥ; Tagalog: pula ng itlog, apyak, burok; Tahitian: reʻa; Tai Dam: ꪣꪮꪙꪼꪎ꪿, ꪼꪎ꪿ꪵꪒꪉ; Tarifit: rmeḥḥ; Thai: ไข่แดง; Turkish: yumurta sarısı; Ukrainian: жовток; Urdu: زَرْدِی‎; Uzbek: tuxumning sarig'i; Vietnamese: lòng đỏ; Walloon: djaene d'oû, ploumete, cassete, moyoû; Welsh: melynwy; Yakan: igad; Yiddish: געלכל‎; Zhuang: gyaeqhenj, gyaeqhak, myonzlieng, hakhenj; ǃXóõ: ǁáa