δύσμαχος

From LSJ
Revision as of 07:43, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Hec.''" to "E.''Hec.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσμᾰχος Medium diacritics: δύσμαχος Low diacritics: δύσμαχος Capitals: ΔΥΣΜΑΧΟΣ
Transliteration A: dýsmachos Transliteration B: dysmachos Transliteration C: dysmachos Beta Code: du/smaxos

English (LSJ)

δύσμαχον,
A hard to fight with, unconquerable, X.HG4.2.10 (Comp.), E.Hec.1055 (Sup.); πάντων δυσμαχώτατον γυνή Id.Fr.544; of things, A.Pr.921, Pl.Lg.863b, D.1.4, etc.
2 generally, difficult, δ. κρῖναι A.Ag.1561 (lyr.).

Spanish (DGE)

(δύσμᾰχος) -ον
1 difícil de combatir δυσμαχώτατον τέρας A.Pr.921, θυμός E.Hec.1055, cf. Pl.Lg.863b, Ἔρως, πάντων δυσμαχώτατος θεός E.Fr.430.3, πάντων δυσμαχώτατον γυνή E.Fr.544, cf. 429.3, τὸ πλῆθος E.Hec.884, ἄγρα IG 13.1163.38 (V a.C.), τοῦθ' ὃ δυσμαχώτατόν ἐστι τῶν Φιλίππου πραγμάτων D.1.4, νεότης ... κακὸν δ. Ph.2.574, ἄρκτων γένη Lib.Ep.1399.5
milit. de los lacedemonios, X.HG 4.2.12, de los romanos, Plb.15.15.8, de los galaicos, Str.3.3.2, gener. X.Eq.Mag.8.18
del diablo astuto, pérfido δύσμαχε, πῶς φάος ἦλθες, ἐὼν ζόφος; Gr.Naz.M.37.1398
difícil de conquistar δ. τοῖς ἐπιβουλεύουσιν del Nilo, Isoc.11.13, τὸ γὰρ δυσμαχώτερον, περισπουδαστότερον Gr.Naz.M.36.345A
difícil de persuadir ἀπειρήτων νόος ἀνδρῶν δ. Opp.H.1.220
simpl. difícil, que ofrece resistencia c. inf. ὀνείδη ... δύσμαχα δ' ἐστι κρῖναι son ultrajes que ofrecen resistencia a ser juzgados A.A.1561.
2 que lucha en vano de Aura perseguida por Némesis, Nonn.D.48.452.

German (Pape)

[Seite 683] schwer zu bekämpfen, unbezwinglich, τέρας Aesch. Prom. 921, im superl., wie Eur. Hec. 1055; θυμός Plat. Legg. IX, 863 b; Folgde, z. B. Dem. 1, 4 πρᾶγμα; vgl. Strat. 24 (XII, 182); übh. = schwer, Aesch. Ag. 1561 δύσμαχα δ' ἐστὶ κρῖναι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 difficile à combattre, invincible;
2 difficile (à décider).
Étymologie: δυσ-, μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

δύσμᾰχος:
1 неодолимый (τέρας Aesch.; Θρῇξ Eur.; θυμός Plat.; πρᾶγμα Dem.; πολέμιος Plut.);
2 неприступный (ὄρος Plut.);
3 трудный: δ. κρῖναι Aesch. неразрешимый.

Greek (Liddell-Scott)

δύσμᾰχος: -ον, δυσμάχητος, δυσπολέμητος, Αἰσχύλ. Πρ. 921, Εὐρ. Ἑκ. 1055, Πλάτ., κτλ. 2) καθόλου, δύσκολος, δυσχερής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1561.

Greek Monolingual

δύσμαχος, -ον (Α)
1. δυσπολέμητος
2. ακαταμάχητος
3. δύσκολος.

Greek Monotonic

δύσμᾰχος: -ον (μάχομαι), δυσπολέμητος, ασυναγώνιστος, ανίκητος, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· γενικά, δύσκολος, δυσχερής, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δύσ-μᾰχος, ον μάχομαι
hard to fight with, unconquerable, Aesch., Eur., etc.: generally, difficult, Aesch. to bear ill-will, τινί against another, Eur., Dem.

English (Woodhouse)

invincible, unconquerable, hard to resist, irresistable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

invincible

Armenian: անհաղթ, անհաղթելի; Azerbaijani: basılmaz, məğlubedilməz, yenilməz; Belarusian: непераможны; Bulgarian: непобедим; Catalan: invencible; Chinese Mandarin: 無敵, 无敌, 不敗, 不败; Czech: neporazitelný; Dutch: onoverwinnelijk, onoverwinnelijke; Esperanto: nevenkebla; Finnish: voittamaton; French: invincible; German: unbesiegbar; Greek: αήττητος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος, ανίκητος, ανυπέρβλητος, απόρθητος; Ancient Greek: ἀάατος, ἀγναμπτοπόλεμος, ἀδάμας, ἀδάματος, ἀδαμής, ἀδήριτος, ἀήσσητος, ἀήττητος, ἀκαταγώνιστος, ἀκαταμάχητος, ἀκατανίκητος, ἀκαταπολέμητος, ἀκαταπόνητος, ἀκράτητος, ἄληπτος, ἀμάχητος, ἄμαχος, ἀμεσολάβητος, ἀνίκατος, ἀνίκητος, ἀπάλαιστος, ἀπαρηγόρητος, ἀπεριγένητος, ἀπολέμητος, ἀπόλεμος, ἀπόμαχος, ἄπορος, ἀπρόσβλητος, ἀπρόσμαχος, ἀπτόλεμος, ἀτρίακτος, αὐτόλιθος, ἀχείρωτος, δυσανταγώνιστος, δυσέλεγκτος, δύσμαχος, δυσνίκητος, δυσπάλαιστος, δυσπολέμητος, κραταιός, ὑπέρβιος; Icelandic: ósigrandi; Irish: dochloíte, dosháraithe; Italian: invincibile, imbattibile; Japanese: 倒せない, 無敵の, 不敗の, 難攻不落の; Kurdish Central Kurdish: نەبەز‎; Latin: invictus; Latvian: neuzvarams; Lithuanian: nenugalimas, neįveikiamas; Macedonian: непобедлив; Malay: tidak terkalahkan; Malayalam: അജയ്യ, അജയ്യനായ; Manx: neuvainshtyragh; Norwegian: uovervinnelig; Old English: unoferswīþendlīċ; Polish: niezwyciężony; Portuguese: invencível; Romanian: invincibil, imbatabil; Russian: непобедимый; Sanskrit: अजेय, अषाढ, दुराधर, दुराधर्ष, दुर्जय, अजित; Serbo-Croatian Cyrillic: непобѐдив, непобјѐдив; Roman: nepobèdiv, nepobjèdiv; Slovak: neporaziteľný; Slovene: nepremagljiv; Spanish: invencible; Swedish: oövervinnerlig; Tagalog: masusupil; Tamil: வெல்லமுடியாத; Thai: อยู่ยงคงกระพัน; Turkish: yenilmez; Ukrainian: непереможний