διασῴζω

From LSJ
Revision as of 11:36, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασῴζω Medium diacritics: διασῴζω Low diacritics: διασώζω Capitals: ΔΙΑΣΩΖΩ
Transliteration A: diasṓizō Transliteration B: diasōzō Transliteration C: diasozo Beta Code: diasw/|zw

English (LSJ)

A preserve through a danger, of persons, Ἀπόλλωνα δ. κατακρύψασα Hdt.2.156; δ. πόλιν E.Ph.783; δ. τινὰ ἐκ κινδύνων Isoc. 1.23:—Med., save for oneself, τὰ πλείστου ἄξια X.Cyr.4.2.28:—Pass., Pl.Ti.22d; come safe through, τοὺς διασωθέντας Id.R.540a, cf. 1 Ep.Pet.3.20, etc.; διασῴζεσθαι ἐς.. or πρός.. to come safe to a place, Th.4.113, X.An.5.4.5, etc.; recover from illness, Id.Mem.2.10.2.
II of things, preserve, maintain, ἀνδρὶ τἀμὰ δ. λέχη… E.Hel. 65; keep in memory, X.Mem.3.5.22; δ. πίστιν τινί Id.HG7.2.17; δ. τὸν πρῶτον λόγον Pl.R. 395b, cf. Arist.Ph.189b1; τὰ παλαιά Isoc.10.63:—Med., preserve for oneself, retain, εὐδαιμονίαν, εὐτυχίαν, Th.3.39, 5.16; δόξαν Lys.2.69; τὴν τῶν Μήδων μαλακίαν X.Cyr.8.8.15.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. -σώζω
I tr.
1 salvar
a) c. ac. de pers., anim. o colect. Ἀπόλλωνα ... διέσωσε κατακρύψασα Hdt.2.156, πόλιν E.Ph.783, τὰ ἔμβρυα διασώζουσιν (αἱ ἐν γαστρὶ ἔχουσαι) Hp.Prorrh.2.22, φίλους ἐκ ... κινδύνων διασῴζων Isoc.1.23, cf. 4.65, τῶν πολιτῶν οὓς εἶδεν ὄντας αἰχμαλώτους λυτρωσάμενος διέσῳσεν IEryth.28.18 (III a.C.), cf. IEphesos 1450.5, Σίλωνα I.BI 1.292, cf. Hld.5.20.9, Vit.Aesop.G 135;
b) c. ac. de cosas y abstr. salvar, conservar, mantener a salvo τὰς νέας Hdt.7.49, cf. D.32.8, AP 9.106 (Leon.), Lib.Ep.847, τὸν πρῶτον λόγον Pl.R.395b, cf. Arist.Ph.189b1, τὰ παλαιά Isoc.10.63, τὸν θᾶκον ... διασῴζειν guardar el asiento Ar.Ra.1517, τὸ χρῶμα Thphr.HP 2.2.6, τό τε φρούριον διέσῳσε πολέμου ὄντος SEG 24.1547 (Ramnunte III a.C.), cf. IEphesos 2001.2 (IV/III a.C.), τὴν Πτολεμαίου βασιλείαν Plb.29.27.11, τὰς προσηγορίας I.AI 1.121, cf. Ath.183d, τὴν ἀσφάλειαν Plu.2.431a, cf. 695b, εὔνοιαν Vett.Val.375.11, τὰ γνωρίσματα Hld.9.24.7, ψυχὰς διασώζων (ὕπνος) Orph.H.85.7, cf. Cyr.Al.M.72.536C, ἡ πίστις τῶν συναλλαγμάτων ... ἀκραιφνῆ τὴν τῶν συνελθόντων διασώζει διάθεσιν la confianza en los contratos preserva intacta la buena disposición de las partes, PSI 76.3 (VI d.C.)
c. ac. y dat. de pers. ἵν' ἀνδρὶ τἀμὰ διασώσῃ λέχη E.Hel.65, Ἀφόβῳ τὴν οὐσίαν D.30.18, cf. 31.1, τὴν πίστιν τοῖς φίλοις X.HG 7.2.17, c. ac. y πρός c. ac. τὴν τοῦ πλήθους εὐσέβειαν πρὸς τὸ θεῖον Plb.16.12.9
en v. med. mismo sent. τὴν εὐτυχίαν Th.5.16, cf. 3.39, τὰ πλείστου ἄξια X.Cyr.4.2.28, τὴν δὲ τῶν Μήδων μαλακίαν X.Cyr.8.8.15
c. ac. y ἐκ c. gen. preservar ἐκ τοῦ πυρὸς διασώζει τὰ ἔργα I.BI 5.288;
c) conservar en la memoria, recordar τὴν παλαιὰν παροιμίαν Pl.R.329a, πολλὰ μὲν οἶμαί σε τῶν πατρῴων στρατηγημάτων παρειληφότα διασῴζειν pienso que tú has guardado en tu memoria muchos de los conocimientos recibidos de tu padre X.Mem.3.5.22, τὴν ... ἐκείνων δόξαν Lys.2.69, τέχνας ... καὶ μνήμας ἀπὸ μυρίων πραγμάτων Arr.Epict.1.14.9.
2 llevar, conducir sano y salvo c. ac. y ἐς o πρός: ἵνα ... τὸν Παῦλον διασώσωσι πρὸς Φήλικα τὸν ἡγεμόνα Act.Ap.23.24, en v. pas. ἴσθι με ... ὑπὸ Λευκοθέας διασωθῆναι εἰς τὴν τῶν Φαιάκων χώραν entérate de que fui llevado sano y salvo por Leucótea al país de los feacios Luc.VH 2.35.
II intr. en v. med.-pas.
1 c. suj. de pers., abs. salvarse γενομένων ... πεντηκοντουτῶν οἱ διασωθέντες llegando a la edad de cincuenta años los que sobrevivieron Pl.R.540a, οὐκ οἴει σοι ἄξιον εἶναι ἐπιμεληθῆναι ὅπως διασωθῇ; X.Mem.2.10.2, αὐτὸς δὲ μόλις διασωθεὶς ἥκοι Lycurg.18, cf. ILampsakos 4.74 (II a.C.), δι' ὕδατος del arca de Noé, 1Ep.Petr.3.20, ἐκ τῶν κινδύνων IStratonikeia 512.7 (I d.C.?), ἵνα διὰ τῶν σῶν ἁγιοτάτων εὐχῶν διασωθῶμεν PHerm.Rees 8.27 (IV d.C.)
c. compl. llegar a salvo, refugiarse en ἐν τοῖς ὄρεσι διασῴζονται βουκόλοι Pl.Ti.22d, καταφυγόντες διασῴζονται ἐς τὴν Λήκυθον Th.4.113, cf. 3.108, πρὸς τὴν Ἑλλάδα X.An.5.4.5, πρὸς τὴν πόλιν Plb.8.14.8, εἰς τὸ ὄρος LXX Ge.19.19, εἰς Ἀθήνας D.L.3.21.
2 medic. salir de una enfermedad, op. ‘morirsobrevivir, incluso restablecerse οἱ πλεῖστοι διεσῴζοντο, ὀλίγοι δέ τινες ἔθνῃσκον Hp.Epid.1.14, cf. 20, Coac.395, Eu.Matt.14.36, BGU 332.7 (II/III d.C.).
3 c. suj. de cosa o abstr. conservarse, mantenerse οἱ οἶκοι D.43.75, διασῴζεται ... ἐν τῷ Δαφνηφορείῳ γραφή Thphr.Fr.119, τοῖς μὲν γὰρ ἄλλοις τῶν ἀποθανόντων κἂν ἴχνος τῶν γνωρισμάτων διασώζεται Ach.Tat.1.13.3
fig. mantenerse íntegro, preservarse οὕτω γὰρ ἂν καὶ ἡ θεία τριὰς καὶ τὸ ἅγιον κήρυγμα τῆς μοναρχίας διασώζοιτο Dion.Rom. en Ath.Al.Decr.26.7.

French (Bailly abrégé)

f. διασώσω, etc.
I. (διά, avec idée de séparation) sauver en tirant de (d'un danger, de la mort, etc.) ; Pass. δ. πρός parvenir à se réfugier vers ; p. anal. se tirer d'une maladie;
II. (διά, avec idée de continuité);
1 conserver jusqu'au bout ; conserver fidèlement : τὴν πίστιν τινί XÉN garder fidèlement sa parole envers qqn, lui rester fidèle ; τὰ παλαιά ISOCR conserver fidèlement les anciennes coutumes ; particul. conserver dans sa mémoire;
2 conserver, tenir en réserve : δ. τι εἰς τοὺς μεγίστους κινδύνους XÉN réserver qch (des exhortations) pour les grands dangers;
Moy. διασῴζομαι;
1 sauver du danger, soustraire au danger, acc.;
2 conserver fidèlement, acc..
Étymologie: διά, σῴζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-σῴζω met acc. redden, er doorheen slepen:. Ἀπόλλωνα... διέσωσε κατακρύψασα zij wist Apollo te redden door hem te verbergen Hdt. 2.156.4. bewaren, behouden, veilig stellen:; διασῶσαι τὰς νέας de vloot beschutting bieden Hdt. 7.49.2; τὴν πίστιν τοῖς φίλοις trouw blijven aan de vrienden Xen. Hell. 7.2.17; ook med.:; τὰ πλείστου ἄξια ἐλάμβανον ὡς διασωσόμενοι zij grepen wat het meest waardevol was om het in zekerheid te brengen Xen. Cyr. 4.2.28; εὐδαιμονίαν διασῴζονται zij stellen hun eigen geluk veilig Thuc. 3.39.4; in herinnering bewaren:. πολλὰ... σε τῶν πατρῴων στρατηγημάτων παρειληφότα διασῴζειν dat je veel van de krijgstactiek die je van je vader hebt overgenomen in gedachten houdt Xen. Mem. 3.5.22. med.-pass., intrans. zich in veiligheid brengen, veilig aankomen, met prep. bep.: διασῴζονται ἐς τὴν Λήκυθον zij kwamen veilig aan in Lekythos Thuc. 4.113.2; τοὺς διασωθέντας degenen die zich hebben weten te redden Plat. Resp. 540a. geneesk. erdoor komen, herstellen:. οἱ πλεῖστοι διεσῴζοντο, ὀλίγοι δέ τινες ἔθνῃσκον de meesten kwamen erdoorheen, en maar weinigen stierven Hp. Epid. 1.14.

German (Pape)

(σῴζω), durchretten, glücklich durchbringen, erhalten; τὰς νέας Her. 7.49; τὸν εἰκότα μῦθον, τὴν βασιλείαν, Plat. Tim. 68d, Critia. 114d, und öfter; ἐκ τῆς ἀπορίας Tim. 22d; φίλους ἐκ κινδύνων Isocr. 1.23; διασωθῆναι βουλόμεθα πρὸς τὴν Ἑλλάδα Xen. An. 5.4.5; τὴν πίστιν τινί, Einem die Treue bewahren, Hell. 7.2.17; im Gedächtnis behalten, Mem. 5.5.22; διασεσωκώς Hell. 7.2.20; τὰ παλαιά, die alten Sitten bewahren, Isocr. 10.63. – Med., für sich erhalten, beibehalten, Xen. Cyr. 8.8.15; = κατέχειν, 7.5.76, und Andere. – Pass., glücklich durchkommen, bes. vom Überstehen einer Krankheit, Xen. Mem. 2.10.2; διὰ τῆς Λιβύης εἰς Κυρήνην Thuc. 1.110; vgl. 3.108, d.i. glücklich entkommen.

Russian (Dvoretsky)

διασῴζω: реже med.
1 спасать (τὴν πόλιν Eur.; τὰς νέας Her.; τινὰ κινδυνεύοντα Plut.), благополучно выводить (τινὰ ἐκ κινδύνων Isocr. и ἐξ ἀπορίας Plat.): διασωθῆναι εἰς Συρακούσας Plut. благополучно добраться в Сиракузы; ἄξιος ἐπιμεληθῆναι ὅπως διασωθῇ Xen. заслуживающий того, чтобы позаботиться о нем и спасти его;
2 сохранять, хранить (τὴν πίστιν τινί Xen.; τὴν δόξαν Lys.; τὰ παλαιά Isocr.; τοὺς παλαιοὺς κλήρους Arst.): δ. τὸν εἰκότα μῦθον Plat. сохранить правдоподобность рассказа;
3 приберегать (τι εἰς μεγίστους κινδύνους Xen.);
4 хранить в памяти, блюсти (τὰ πατρῷα στρατηγήματα Xen.);
5 препровождать под охраной (τινὰ πρός τινα NT).

English (Thayer)

1st aorist διέσωσα; 1st aorist passive διεσώθην; in Greek writings from Herodotus down; often in the Sept., especially for מִלַּט and הושִׁיעַ; to preserve through danger, to bring safe through; to save, i. e. cure one who is sick (cf. our colloquial, bring him through): to save i. e. keep safe, keep from perishing: to save out of danger, rescue: ἐκ τῆς θαλάσσης, ibid. 4; — as very often in Greek writings (see examples in Winer's De verb. comp. etc. Part v., p. 9f) with specification of the person to whom or of the place to which one is brought safe through: πρός Φήλικα, ἐπί τήν γῆν, εἰς τί, 1 Peter 3:20.

Greek Monotonic

διασῴζω: μέλ. -σω,
I. διατηρώ, περισώζω μέσα από κίνδυνο, σε Ηρόδ., Ευρ. — Παθ., διέρχομαι με ασφάλεια, καταφθάνω με ασφάλεια, φτάνω σώος, σε Θουκ., Ξεν.· συνέρχομαι από ασθένεια, στον ίδ.
II. λέγεται για πράγματα, διατηρώ, διαφυλάττω, συγκρατώ, συντηρώ, σε Ευρ., Ξεν.· διατηρώ στο μυαλό μου, στη μνήμη μου, στον ίδ. — Μέσ., συγκρατώ, διατηρώ, εξασφαλίζω, κατέχω, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

διασῴζω: μέλλ. -σώσω, διατηρῶ διὰ μέσου κινδύνου, ἐπὶ προσώπων, Ἀπόλλωνα δ. κατακρύψασα Ἡρόδ. 2. 156 δ. πόλιν Εὐρ. Φοιν. 783· δ. τινὰ ἐξ ἀπορίας Πλάτ. Τιμ. 22D.- Παθ., ἀσφαλῶς διέρχομαι, τοὺς διασωθέντας ὁ αὐτ. Πολ. 540Α· διαςῴζεσθαι εἰς… ἢ πρός…, ἔρχομαι ἀσφαλῶς εἴς τι μέρος, Θουκ. 1.110., 4.113, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 5, κτλ.· ἀναλαμβάνω ἐξ ἀσθενείας, ὁ αὐτ. Ἀπομν. 2. 10, 2. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, διατηρῶ, διακρατῶ, ἀνδρὶ τἀμὰ δ. λέχη. Εὐρ. Ἑλ. 65· διαφυλάττω, Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 22· δ. πίστιν τινὶ Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 17· διατηρῶ ἐν τῇ μνήμῃ, δ. τὸν πρῶτον λόγον Πλάτ. Πολ. 395Β· τὰ παλαιὰ Ἰσοκρ. 218D. - Μέσ., διατηρῶ δι’ ἐμαυτόν, κατέχω, τὴν εὐδαιμονίαν Θουκ. 3 39, πρβλ. 5. 16· δόξαν Λυσ. 197. 11.

Chinese

原文音譯:diasèzw 笛阿-所索
詞類次數:動詞(8)
原文字根:經過-拯救 相當於: (מָלַט‎) (פָּלַט‎)
字義溯源:全然拯救,救,恢復,全然治愈,護送,得救;由(διά)*=通過)與(ἐκσῴζω / σῴζω)=救)組成;而 (ἐκσῴζω / σῴζω)出自(σωρεύω)X*=穩妥,安全)
同源字:1) (διασῴζω)全然拯救 2) (ἐκσῴζω / σῴζω)救
同義字:1) (διασῴζω)全然拯救 2) (ἐξαιρέω)救出來 3) (λυτρόω)救贖 4) (λύω)解開 5) (ῥύομαι)衝進 6) (ἐκσῴζω / σῴζω)救
出現次數:總共(8);太(1);路(1);徒(5);彼前(1)
譯字彙編
1) 救(3) 路7:3; 徒27:43; 徒27:44;
2) 得救的人(1) 彼前3:20;
3) 被救上來(1) 徒28:4;
4) 護送(1) 徒23:24;
5) 就都好了(1) 太14:36;
6) 我們得了救(1) 徒28:1

Lexicon Thucydideum

conservare, to preserve, 2.62.3, 2.62.34.14.4, 4.60.1, 4.120.2, 5.4.5, 5.10.11, 5.33.2, 6.23.1. 7.53.3, [pro for σώζειν vulgo commonly 1.129.3.].
PASS. conservari, effugere, incofumem pervenire, to be preserved, escape, arrive safely, 1.82.1, (saluti suae consulere, to take care for one's own safety). 2.60.3. 3.84.3. 3.85.2. 3.108.3, 3.109.1. 4.96.8, 4.113.2, 7.34.6. 8.80.3, [pro for σώζεσθαι vulgo commonly 1.110.1.]
MED. conservare sibi, to preserve for oneself, 3.39.4, 5.16.1, 5.46.1, 7.63.3.